Η χώρα, στη χειρότερη θέση, τη χειρότερη ώρα! Κι αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο. Είναι ρεαλιστική διάγνωση. Καθώς:

1. Στο εσωτερικό πολιτικοκοινωνικό μέτωπο, εξελίσσονται δυναμικές έως και δραστικών αποδομήσεων. Με τη μεν κυβέρνηση να κινείται προς αχαρτογράφητες εν πολλοίς προοπτικές και με προδήλως αρνητικό πρόσημο. Ενώ την ίδια ώρα, το υπόλοιπο θεσμικό πολιτικό σύστημα επαπειλείται με καταρρεύσεις. Η πρώτη μεν αδυνατεί να αντεπεξέλθει. Και οι άλλοι δεν μπορούν να ασκήσουν επαρκώς τον δεδομένο τους ρόλο.

2. Στον εθνικό περίγυρο, σημειώνονται κατά συρροήν αρνητικότερα φαινόμενα. Ως μέρος ενός σπονδυλωτού (και εν υποτροπή) γεωπολιτικού προβλήματος, που συν τοις άλλοις επαπειλεί επιθετικά τον ευρωπαϊκό χώρο. Αφήνοντας ήδη βαθιές ουλές στο ευρωπαϊκό πρόσωπο. Και ακυρώνοντας άμεσα τις μέχρι τώρα εμπεδωμένες συνθήκες ασφαλείας κρατών και πολιτών.

Στην πρώτη περίπτωση δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια προκειμένου να ιχνηλατηθούν οι ανελισσόμενες παθογένειες με τις παρεπόμενες αποσυνθετικές τάσεις. Οι οποίες και αναπτύσσονται, κάτω από την αυξανόμενη πίεση των επαχθών χρεοκοπικών βαρών. Που ως δεδομένα, οδηγούν τον τόπο, από την καταθλιπτική στενωπό των πτωχευτικών υποτροπών, στο εν δυνάμει σχεδόν απόλυτο αδιέξοδο. Αυτή ακριβώς είναι η αλήθεια, εάν δεν φοβούμεθα να την αντικρίσουμε. Κι άλλωστε αυτός είναι τελικά και ο μόνος τρόπος για να την αντικρούσουμε. Εάν, δηλαδή, δεν θέλουμε να υποστούμε τις αυτόδηλες συνέπειές της. Που από ένα σημείο και πέρα, θα είναι κυριολεκτικά μη αναστρέψιμες. Κι αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε. Για να μη (εκ των υστέρων) διερωτόμαστε. Ούτε να αιφνιδιαζόμαστε από την επιβεβαίωση των αυτοεκπληρούμενων κασσανδρολογιών.

Στη δεύτερη περίπτωση, τα ίδια (εκτός εμβελείας και ελέγχου μας) τα γεγονότα, είναι αφ’ εαυτών οι κραυγαλέοι δείκτες και τα ευκρινή σήματα κινδύνου:

1. Με τις διογκούμενες (έως και ακατάσχετες) ανθρώπινες ροές αφενός και την αδυναμία ελέγχου και παροχετεύσεως των προς άλλες κατευθύνσεις αφετέρου. Που πέραν άλλων, σημαίνει ότι μάλλον «θα μας μείνουν». Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και κυρίως με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

2. Με τα κλιμακούμενα ενδεχόμενα έστω και ακούσιας εμπλοκής μας, σε ό,τι διαδραματίζεται (ως διαδραστικό εν πολλοίς φαινόμενο) στις θερμές περιφερειακές αντιπαραθέσεις. Κάτι που εάν παρ’ ευχήν επισυμβεί, θα αποβεί όχι απλώς μοιραίο αλλά προδήλως ολέθριο. Γιατί οπωσδήποτε υπερβαίνει τις (υπό τις δεινές οικονομικοπολιτικές περιστάσεις) περιορισμένες ελληνικές δυνατότητες και αντοχές.

Αλλά με το να το απευχόμαστε βέβαια δεν αποτρέπεται. Απαιτεί πρωτίστως ανάλογες πολιτικές. Και αποτελεσματική διαχείριση. Της οποίας οι εν προκειμένω δυναμικές μπορούν να προέλθουν μόνο μέσα από: α) Εσωτερική πολιτική ομαλότητα, ως αποτέλεσμα διακομματικής συναντίληψης. Τέτοιας, που να ενισχύει πραγματικά τις στρατηγικές μας αντιστάσεις. Και που προϋποθέτει πρωτίστως καταλλαγή ανήκεστων παθών και καταστολή διχαστικών συνδρόμων. Τα οποία, ενώ «ξορκίζονται» από όλους, αποβαίνουν το μεγάλο παθητικό (το κακόηθες πλην) του πολιτικού μας γίγνεσθαι. Και το ουσιώδες αίτιο της ελληνικής παθογένειας. β) Ενισχυμένες δυνατότητες, που αφενός να ανακλούν (και κατ’ ακρίβεια να αποκαθιστούν) πειστική αποφασιστικότητα προς τα έξω. Και αφετέρου να δημιουργούν αισθήματα μείζονος ασφάλειας εντός. Ως αυτονόητες εξάλλου προϋποθέσεις, για προαγωγή αναπτυξιακών επιτέλους προοπτικών. Που είναι άλλωστε και το καθαυτό ζητούμενο. Προκειμένου να ανασχεθεί παραπέρα καταβύθιση και να αναστραφεί επιτέλους η κατολίσθηση.

Το διαλεκτικώς μεν απλό. Πλην πρακτικώς δύσκολο. Οχι όμως αδύνατο. Και πάντως η απολύτως μονοδρομική μας επιλογή. Εάν θέλουμε να εκφύγουμε από το πλέγμα των έως και θανάσιμων αγκυλώσεων.

Ο Α. Λυκαύγης είναι δημοσιογράφος – πολιτικός αναλυτής