ΣΤΗΝ πολιτική ο άλλος μπορεί να είναι αντίπαλος. Μπορεί όμως να είναι και εχθρός. Ο αντίπαλος έχει τη θέση του σε ένα παιχνίδι με κανόνες. Ο εχθρός είναι κάποιος που δεν μπορεί να συνυπάρξει μαζί μας –άρα πρέπει να εκμηδενιστεί. Σε ώριμες δημοκρατίες –ας πούμε στη Βρετανία ή στη Γερμανία –έχουμε πολιτικούς αντιπάλους. Σε ατελείς δημοκρατίες ή σε ακραίες καταστάσεις έχουμε πολιτικούς εχθρούς –με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, η πόλωση ήταν βασικό πολιτικό εργαλείο –λίγο σαν ελβετικός σουγιάς. Σε κάποιες φάσεις –ας πούμε στην αντιπαράθεση Ανδρέα – Μητσοτάκη ή Σημίτη – Κώστα Καραμανλή –εξετράπη και έγινε αναμέτρηση ανάμεσα σε εχθρούς. Η εχθρότητα ήταν όμως ανάμεσα σε πρόσωπα ή σε μεγάλα κόμματα που τόσο το ένα όσο και το άλλο ενσωμάτωναν όλες τις κοινωνικές τάξεις.

Εν πάση περιπτώσει η πολιτική μας προϊστορία –ακόμη κι αν δεν πάει κανείς πιο πίσω από το 1974, δηλαδή σε δικτατορίες και εμφυλίους –είναι κακή. Ωστόσο, με τον ΣΥΡΙΖΑ, ή μάλλον με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ΙΙ, συμβαίνει κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί. Εχθρός δεν είναι ένα άλλο κόμμα ή τα άλλα κόμματα. Ως εχθρός –άξιος υπερ-φορολόγησης –αντιμετωπίζονται συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα που εκτιμάται ότι δεν ψηφίζουν Τσίπρα ή Καμμένο. Αυτοί, δηλαδή, για τους οποίους ο ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση είναι «πενταροδεκάρες» –τα είπε ο παρορμητικά εύγλωττος υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης εις επήκοον όλων. Τα εξήγησαν και άλλοι λιγότερο ηχηρά.

«Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη» έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης στο «Μυθιστόρημα». Αντιθέτως, η κυβέρνηση τον βλέπει απέναντι. Η πάλη των τάξεων μπορεί να θεωρήθηκε ξεπερασμένη κατά την εικοσαετία της μετα-ψυχροπολεμικής ραστώνης και ευημερίας, από το 1990 ώς το 2010. Τώρα, οι κυβερνώντες της χώρας προσπαθούν να την προκαλέσουν τεχνητά ίσως γιατί θεωρούν ότι τους εξυπηρετεί.

Είναι η τελευταία φάση της πολιτικής καθόδου που έχει ξεκινήσει με το Μνημόνιο. Στυφός και στυγνός ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μπορεί να είναι. Αλλά η συνέντευξη στον –συχνό επισκέπτη της Αθήνας, δημοσιογράφο της εφημερίδας «Λιμπερασιόν» –Ζαν Κατρεμέρ για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ ήταν αποκαλυπτική. Μια χώρα όπως η Ελλάδα δεν αντέχει στην ευρωζώνη χωρίς μεταρρυθμίσεις. Είναι το αντίδοτο της υποτίμησης του νομίσματος που θα αποκαθιστούσε την ανταγωνιστικότητα. Κανένας έλληνας πολιτικός –εξ αυτών που σκίζουν τα ρούχα τους για την ανάγκη παραμονής της χώρας στο ευρώ –δεν το είπε, διευκρινίζοντας ότι οι μεταρρυθμίσεις θα είναι επώδυνες. Κανείς δεν τις επιχείρησε. Περικοπές και φόροι, λιτότητα χωρίς αντίκρισμα ήταν η μόνη λύση. Με τα γνωστά αποτελέσματα. Που έφεραν στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πρώτα υποσχέθηκε πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει –μια άλλη πολιτική εντός ευρώ –και τελικά επέλεξε τη λύση των φόρων και των περικοπών σε συντάξεις και κοινωνικές παροχές, αλλά για τους «έχοντες». Δηλαδή σε εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ ετησίως. Αυτοί είναι ο «εχθρός». Οχι πολιτικός αλλά ταξικός.

Κάπως έτσι έχουμε πολιτική δραχμής σε ευρώ. Λίγο περισσότερο από εκατό χιλιάδες δραχμές σε ισοτιμία εισόδου στο ευρώ θα ήταν πάνω – κάτω η εθνική σύνταξη των 390 ευρώ που ετοιμάζεται. Ή με δεδομένη την υποτίμηση που θα έφερνε το Grexit, καμιά τετρακοσαριά χιλιάδες. Και πάει λέγοντας. Το Μνημόνιο ΙΙΙ είναι ένας σφιχτός ζουρλομανδύας. Η δραχμή θα ήταν ηλεκτροσόκ. Οι κυβερνώντες αλλάζουν χρώμα –πράσινο, γαλάζιο ή πορτοκαλί -, ο Ολάντ είχε έρθει επί Σαμαρά και ξαναήρθε επί Τσίπρα –αλλά η χώρα φαίνεται να έχει μπροστά της μια δεύτερη χαμένη πενταετία.