Ο κυνισμός είναι η επαγγελματική ασθένεια της πολιτικής. Αλλοι τον κουβαλούν στις αποσκευές τους εξαρχής, τον έχουν στο DNA τους. Για άλλους είναι επίκτητος. Αλλά κανένας, αριστερός ή δεξιός, δεν έχει ανοσία απέναντί του.

Σε μικρές δόσεις, ένας κάποιος κυνισμός μπορεί να είναι μια ασπίδα προστασίας απέναντι στις σκληρές όψεις ενός συχνά απάνθρωπου επαγγέλματος. Σε μεγάλες δόσεις είναι επικίνδυνος. Για τη δημοκρατία, φυσικά. Αλλά και για τους ίδιους τους επαγγελματίες της πολιτικής. Ιδίως αν δεν μπορούν να ελέγξουν τη δημόσια εκδήλωσή του.

Μοιάζει να είναι μια τέτοια έκφραση κυνισμού να σκέφτεσαι πως η επιβολή capital controls στις τράπεζες δεν είναι κάτι φοβερό, αφού εκείνοι που κυρίως θα υποστούν τις συνέπειες (νομίζεις ότι) δεν είναι οι ψηφοφόροι σου. Αλλά, αν είναι κυνισμός, γιατί πρέπει να γίνει επίδειξή του, αφήνοντας την άποψη να διοχετεύεται ως πολιτικό επιχείρημα στη δημοσιότητα;

Μοιάζει επίσης να είναι σημάδι κυνισμού να υπολογίζεις ότι η επιβολή φόρου στην ιδιωτική εκπαίδευση έχει μικρό πολιτικό κόστος αφού εκείνοι που χρησιμοποιούν ιδιωτικές υπηρεσίες εκπαίδευσης (νομίζεις ότι) δεν είναι ψηφοφόροι σου. Μα αν είναι έτσι, γιατί πρέπει ο κυνισμός να αχθεί στα όρια της πολιτικής αυτοκτονίας, να διατυμπανίζεται διά τηλεοράσεως, προσβάλλοντας εκείνους που θα υποστούν το χαράτσι –πώς κάνετε έτσι για «πενταροδεκάρες;» –ή χαρακτηρίζοντας διά του επισήμου κομματικού οργάνου «υποκριτικές» τις αντιδράσεις στον φόρο, προϊόν συνωμοσίας μιντιαρχών, σχολαρχών και άλλων σκοτεινών συμφερόντων;

Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Πρώτα απ’ όλα, οι φορείς του κυβερνητικού λόγου δείχνουν να μη γνωρίζουν ποιοι ήταν, στ’ αλήθεια, οι ψηφοφόροι τους. Παράδειγμα: ένα ζευγάρι σαραντάρηδων εργαζομένων (το παράδειγμα δεν είναι υποθετικό), που ζουν σ’ ένα κληρονομημένο διαμέρισμα στο Περιστέρι (για το οποίο πληρώνουν ΕΝΦΙΑ), αποφάσισαν να στείλουν το παιδί τους σ’ ένα από τα πολλά ιδιωτικά σχολεία της πόλης τους (επειδή δουλεύουν ώς τις έξι ενώ το δημόσιο σχολάει στη μία ή επειδή φιλοδοξούν να του δώσουν καλύτερα μαθησιακά εφόδια) και κάνουν μεγάλες θυσίες στην προσωπική τους ζωή για να βάζουν στην άκρη τα τέσσερα – πέντε χιλιάρικα των ετήσιων διδάκτρων. Τι νομίζετε ότι ψήφισαν στις εκλογές;

Επειτα, αυτή η ανιστόρητη αντίληψη πως μια εξουσία της Αριστεράς –αν υποθέσουμε ότι η παρούσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι τέτοια –πρέπει να ασκείται «ταξικά», όσο εμπεδώνεται τόσο απειλεί να οδηγήσει την κυβέρνηση στην παγίδα να υπονομεύει μόνη της την κοινωνική συμμαχία των χαμένων της κρίσης που της έδωσε την εκλογική νίκη. Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς θα είχε κάτι να τους διδάξει για τα πολυσθενή κοινωνικά υποκείμενα, που αποτελούν την πραγματική (αλλά όχι ιδιόκτητη, ούτε αιχμάλωτη) εκλογική τους βάση.

Και, τέλος, αυτό το λάιτ μοτίφ που από τον Ιανουάριο ακόμη ακούμε, πως η Αριστερρά «πήρε την κυβέρνηση, όχι την εξουσία», αν μεταφράζεται σε μια βουλιμία ελέγχου όλων των εκτός κυβερνητικού ελέγχου πόλων πραγματικής ή συμβολικής εξουσίας, από τα Μέσα ώς την ανεξάρτητη (κατ’ όνομα) φορολογική Αρχή, κινδυνεύει να συκοφαντήσει δεκαετίες αγώνων της Αριστεράς υπέρ της δημοκρατίας. Αναδίδει ένα επικίνδυνο άρωμα αλαζονείας. Σαν η κυβέρνηση να εκλαμβάνει την αδιαμφισβήτητη αυτήν την ώρα κυριαρχία της ως μια κατάσταση διαρκείας και να νιώθει άτρωτη στη φθορά της διακυβέρνησης. Σαν να πιστεύει ότι το φωτοστέφανο της δημοτικότητας θα συνεχίσει για πάντα να την προστατεύει από τη σκουριά του χρόνου.

Αν όλα αυτά είναι αυτά που φαίνονται –σημάδια κυνισμού, υπερβολικής αυτοπεποίθησης, αλαζονείας –είναι κρίμα. Γιατί η κυβέρνηση Τσίπρα 2.0 έχει μια πραγματική και σπάνια ευκαιρία να αφήσει μεταρρυθμιστικό στίγμα. Και θα την χαραμίσει.

Αν πάλι είναι το ακριβώς αντίθετο, σημάδια αδυναμίας, αν οι πολιτικές γκάφες, οι προσβλητικές έναντι των πολιτών παρόλες και οι απόπειρες εξουσιαστικής εισπήδησης σε πεδία που θα έπρεπε να μένουν εκτός κυβερνητικού ελέγχου, είναι σημάδια ανασφάλειας ή φόβου για το πολιτικό κόστος του έργου που ανέλαβε να φέρει σε πέρας, είναι δυο φορές κρίμα. Η ευκαιρία θα σπαταληθεί ακόμη πιο άδικα.