Στις Βρυξέλλες έχουν πιάσει τα κρύα. Βρισκόμαστε άλλωστε στα μέσα Οκτωβρίου και στη Βόρεια Ευρώπη κυκλοφορούν ήδη με γκρι καμπαρντίνες. Κρύο δεν κάνει ακόμη στην Ελλάδα, αλλά οι γραφειοκράτες με τα σκούρα κοστούμια έχουν αφήσει την Αθήνα σε κλίμα καλοκαιριού. Τότε που ψηφίστηκε, με ευρεία διακομματική συναίνεση, το τρίτο Μνημόνιο.

Στους ευρωπαϊκούς θεσμούς συναντά κανείς μια θετική προδιάθεση απέναντι στην Ελλάδα. Σε αυτό βοηθά η διακηρυγμένη προσήλωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ 2 στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα προαπαιτούμενα για την πρώτη αξιολόγηση, που ξεκλειδώνει τη συζήτηση για τη διευθέτηση του χρέους και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Κοινοτικοί αξιωματούχοι που συναντήθηκαν στο πλαίσιο ενός προγράμματος του Ιδρύματος Hanns Seidel με αντιπροσωπεία Ελλήνων από τον δημοσιογραφικό, ακαδημαϊκό και επιχειρηματικό κόσμο, επισημαίνουν ότι είναι κρίσιμο να καθοριστεί μέχρι τέλος του μήνα το ακριβές ποσό που θα χρειαστούν οι τράπεζες ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία μέχρι τέλος Δεκεμβρίου και να αποφευχθεί ένα εκτεταμένο bail in. Αυτό θα επιταχύνει την άρση στους περιορισμούς κεφαλαίων και θα βοηθήσει, υποτίθεται, την προσέλκυση επενδύσεων. Είναι ένα λογικό επιχείρημα, που πάντως σκοντάφτει στην υπερφορολόγηση που κρύβει το τρίτο Μνημόνιο, κάτι που επισημάνθηκε αρκετές φορές στις συζητήσεις. Η απάντηση είναι κοφτή: Οι επενδυτές αντιμετωπίζουν «country risk, bank risk, project risk». Η χώρα πρέπει να πάψει να γεννά αβεβαιότητες για να εξαλείψει και το ρίσκο που βλέπουν οι επιχειρηματίες.

Η Κομισιόν προσπαθεί με διάφορα μέσα να βοηθήσει ώστε να εισρεύσουν γρηγορότερα πόροι στην ελληνική οικονομία, την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται πια δεκτικότερη σε τεχνική βοήθεια σε σύγκριση με το προηγούμενο εννεάμηνο. Η πλευρά των Βρυξελλών εξακολουθεί όμως να εκφράζει δυσαρέσκεια για την έλλειψη ιδιοκτησίας του προγράμματος από τις ελληνικές Αρχές και περιμένει να δει μια αληθινά μεταρρυθμιστική προσπάθεια, ώστε να καλυφθεί το κενό αξιοπιστίας που δημιούργησε η επτάμηνη διαπραγμάτευση και η αποχώρηση της ελληνικής πλευράς πριν από το δημοψήφισμα.

Ολα αυτά σε μια περίοδο που η Ευρώπη αντιμετωπίζει ασύμμετρες προκλήσεις με πρώτη την αντιμετώπιση του Προσφυγικού και το κύμα ευρωσκεπτικισμού που αυτό γεννά. Την ίδια ώρα οι υποθέσεις Volkswagen και Deutsche Bank κλονίζουν το γερμανικό «ηθικό πλεονέκτημα». Η Κομισιόν εργάζεται για να κάμψει τις γερμανικές αντιστάσεις στο σχέδιο της πανευρωπαϊκής εγγύησης των καταθέσεων που ετοιμάζει, ενώ ανησυχεί βαθιά για τις προοπτικές της ιταλικής οικονομίας και των αβεβαιοτήτων που αυτή παράγει.

Πώς τοποθετείται σε όλα αυτά η Ελλάδα; Οπως λέει στα «ΝΕΑ» ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Bruegel Γκούντραμ Βολφ, «η Ελλάδα είναι αυτή τη στιγμή εκτός ευρωπαϊκών ραντάρ και, πιστέψτε με, όλοι νιώθουν χαρούμενοι με αυτό». H ελληνική υπόθεση κούρασε υπερβολικά τις Βρυξέλλες αφού μονοπώλησε επί ένα 7μηνο τις εργασίες των ευρωπαϊκών θεσμών. Υπάρχει όμως και μια υπόκωφη ανησυχία ότι μπορεί να επιστρέψει. Το τι θα κάνει η ευρωπαϊκή πλευρά σε ένα ενδεχόμενο νέο ελληνικό ναυάγιο είναι κάτι που κανένας στις Βρυξέλλες δεν μπόρεσε να απαντήσει.