«Μπαμπά, δεν μπορώ να έρθω αύριο στον αγώνα, έχω ματς!» δήλωσε ο γιος μου μπαίνοντας φουριόζος σπίτι. Ηταν το περασμένο Σάββατο το βράδυ και την επομένη θα τρέχαμε στον 1ο Αγώνα Ιστορικής Μνήμης στη Νέα Σμύρνη.

«Και τι θα το κάνω εγώ τώρα το νούμερό σου;».

«Δώσε το στη Δανάη» ήταν η απάντηση. Η κόρη μου πηγαίνει στην Στ’ Δημοτικού και δεν είχε καμία μα καμία σχέση με τους δρόμους. Προσπάθησα όμως να την πείσω.

«Θα βγω τελευταία, θα γίνω ρεζίλι!» διαμαρτυρόταν.

«Δεν υπάρχει τελευταίος! Γύρω γύρω θα τρέχουμε και οι πρώτοι θα μπερδεύονται με τους τελευταίους».

«Προχθές δεν τρέξαμε μαζί τριακόσια μέτρα και μου βγήκε η γλώσσα; Πώς θα τρέξω τώρα πέντε χιλιόμετρα;».

«Οπου κουράζεσαι θα περπατάς. Αλλωστε ήταν ανηφόρα». Με τα πολλά δέχτηκε, ίσως για να μη μου χαλάσει το χατίρι.

«Ωραία, θα τρέχουμε όμως μαζί» δήλωσε.

«Αυτό δεν γίνεται», απάντησα, «εγώ θα έχω ακόμα έναν γύρο να τρέξω. Είμαι στα δέκα χιλιόμετρα».

«Τουλάχιστον θα είμαστε μαζί στα πρώτα δύο χιλιόμετρα» επέμεινε.

«Ο,τι πεις!».

Οταν δόθηκε η εκκίνηση, τρέχαμε χέρι χέρι. Πριν κλείσουμε το πρώτο χιλιόμετρο, άρχισε να διαμαρτύρεται.

«Μπαμπά, κάνει πολλή ζέστη, κουράστηκα».

«Κουράγιο».
Σύντομα μας πέρασε ο πρώτος που είχε συμπληρώσει ήδη έναν γύρο.

«Δεν μπορώ άλλο! Να περπατήσουμε, πονάω εδώ» είπε και έδειξε τη σπλήνα της.

«Ας περπατήσουμε» της απάντησα. Μόνο ένα χιλιόμετρο είχαμε καλύψει και η Δανάη ήταν στα όριά της.

Εκεί άρχισα να συνειδητοποιώ την κουταμάρα που είχα κάνει. Εβαλα ένα απροπόνητο κορίτσι έντεκα χρονών να βγάλει πέντε χιλιόμετρα. Ποιος άκουγε και τη μάνα της! «Εχεις εσύ την τρέλα σου, ξεθεώνεις και τα παιδιά».

«Καλύτερα γύρνα πίσω και περίμενέ με, δεν πειράζει» της είπα και άνοιξα τον ρυθμό μου.

Πέρασα την πρώτη στροφή, ανηφόρισα τη λεωφόρο από το άλλο ρεύμα και σε λίγο πέρναγα δίπλα από την αφετηρία. Η Δανάη δεν φαινόταν πουθενά. Ετρεχα χαλαρά, ούτως ή άλλως τι χρόνο να επιδίωκα; Είχα απομακρυνθεί αρκετά από την αψίδα όταν την είδα! Περπάταγε στο αντίθετο ρεύμα! Η Δανάη ήταν ακόμα στον αγώνα!

«Λίγο έμεινε, Δανάη, μην τα παρατάς», φώναξα, «θα προσπαθήσω να τερματίσουμε μαζί!».

Αυτό ήταν! Αρχισα να τρέχω όπως δεν είχα ξανατρέξει. Φοβόμουν ότι περνώντας δίπλα από την αφετηρία θα λιποψυχήσει και θα τα παρατήσει. Πέρασα τη στροφή γρήγορα συνεχίζοντας στην ανηφόρα σαν ξεβιδωμένος. Σε λίγο η αφετηρία φάνηκε, αλλά η Δανάη πουθενά. Επρεπε να την είχα φτάσει. Μήπως συνεχίσει τρέχοντας; Η ανάσα μου είχε γίνει βαριά. Θα πρέπει να ακουγόμουν σαν τον Νταρθ Βέιντερ από τον «Πόλεμο των Αστρων«. Τα πόδια μου ήταν ασήκωτα, αλλά συνέχισα τον ξέφρενο ρυθμό. Εκατό μέτρα πριν φτάσω στο τέρμα την είδα με ένα τεράστιο χαμόγελο και το μετάλλιο στον λαιμό. Το πρώτο που μου είπε: «Μπαμπά, πότε θα ξαναπάμε σε αγώνα;».

Ο Σπύρος Ζαχαρόπουλος είναι 47 ετών, ζωγράφος και ζει στον Αγιο Δημήτριο. Τρέχει συστηματικά τα τελευταία τέσσερα χρόνια στις γειτονιές του Μπραχαμίου και όχι μόνο. Οσο για τη μικρή Δανάη, είναι πολύ περήφανη για το πρώτο της μετάλλιο