Μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, οι διωκτικές Αρχές κινήθηκαν γρήγορα. Οι έρευνες οδήγησαν στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και την ηγεσία της Χρυσής Αυγής, ενώ οι δικαστικές Αρχές, με βάση τα πειστήρια, παρέπεμψαν τον αρχηγό και βουλευτές της Χρυσής Αυγής σε δίκη για το έγκλημα της συγκρότησης, διεύθυνσης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, κατ’ άρ. 187 ΠΚ, που είναι κακούργημα. Συνεπεία αυτής της δίωξης, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή, όπου κρατήθηκαν όσο επέτρεπε ο νόμος. Σήμερα ωστόσο οι κατηγορούμενοι είναι ελεύθεροι, αφού η έναρξη της δίκης καθυστέρησε.

Και να φανταστεί κανείς ότι η συγκεκριμένη υπόθεση έχει πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας. Δεν συμβαίνει συχνά, βλέπετε, να κατηγορούνται στελέχη ενός κοινοβουλευτικού κόμματος για εγκληματική δραστηριότητα. Και όταν άρχισε, χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός ώσπου, χθες, να αρχίσει η επί της ουσίας συζήτηση της υπόθεσης. Εως χθες το δικαστήριο συνεδρίαζε σποραδικά, και όταν συνεδρίαζε συζητούνταν κυρίως μόνο οι διαδικασίες. Η δίκη διακόπτεται κάθε λίγο και λιγάκι, για λόγους που έχουν να κάνουν με την τήρηση των κανόνων, ενώ ο τόπος διεξαγωγής της έγινε αφορμή για τοπικιστικές αντιδικίες.

Τι δείχνουν όλα αυτά; Κατ’ αρχάς, το σύνηθες. Οτι μία από τις διαρθρωτικές υστερήσεις της Ελλάδας, η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, μπορεί να πλήττει ακόμα και μια δικαστική υπόθεση με τεράστιο ενδιαφέρον –νομικό αλλά και αναγκαστικά με πολιτικές προεκτάσεις. Το ελληνικό κράτος αδυνατεί να προγραμματίσει και να διεξαγάγει σε εύλογο χρονικό διάστημα ακόμα και μια δίκη που θα συνδέσει (ή θα αποσυνδέσει) τη ριζοσπαστική εθνικιστική ιδεολογία με το πολιτικό έγκλημα. Δεν αποκτήθηκε «τεχνογνωσία» ούτε καν από την, ανάλογης πολυπλοκότητας, δίκη της 17 Νοέμβρη.

Και να σκεφτεί κανείς ότι, μεταξύ άλλων, το τρίτο Μνημόνιο προβλέπει ρητά ότι εντός των επόμενων τριάντα ημερών πρέπει να έχουν θεσπιστεί μέτρα για τη μείωση της καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης. Μη γελάτε.