Στις 11 Αυγούστου η Κίνα υποτίμησε κατά 2% το νόμισμά της και προχώρησε σε μεταρρύθμιση του συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών που διατηρεί. Δεν ήταν κάποιο κοσμοϊστορικό γεγονός αλλά οι αγορές αντέδρασαν σαν να τις χτύπησε μετεωρίτης. Το γιατί δεν αποτελεί μυστήριο. Η υποτίμηση που έκανε η Κίνα ήταν ένα ξεκάθαρο παράδειγμα για το πώς δεν πρέπει κάποιος να ασκεί συναλλαγματική πολιτική.

Ενα από τα κίνητρα του Πεκίνου φαίνεται ότι ήταν η προσπάθεια να δοθεί ώθηση στην εγχώρια οικονομία αφού οι κινέζοι εξαγωγείς έχουν εγκλωβιστεί ανάμεσα στην ασθενή παγκόσμια ζήτηση και στην ταχεία αύξηση των μισθών στο εσωτερικό. Η υποτίμηση είναι δοκιμασμένη μέθοδος για να αντιμετωπιστούν τέτοια προβλήματα. Ομως η υποτίμηση της τάξης του 2% είναι πολύ μικρή για να έχει αποτέλεσμα. Μπορεί ενδεχομένως αυτή να ήταν η πρώτη από μια σειρά υποτιμήσεων. Επειδή όμως αυτό το πίστεψαν πολλοί ξένοι επενδυτές, έσπευσαν να βγουν από τις κινεζικές αγορές για να μην έχουν μεγαλύτερες απώλειες.

Αλλη εξήγηση για την υποτίμηση της 11ης Αυγούστου είναι ότι άνοιξε τον δρόμο για να περιληφθεί το γουάν σε καλάθι νομισμάτων το οποίο χρησιμοποιεί το ΔΝΤ –τα λεγόμενα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα ή SDR. Ακόμη και εάν η Κίνα προχώρησε σε υποτίμηση για χάρη των SDR, δεν έπρεπε να δημιουργήσει τέτοια αναστάτωση στις αγορές.

Εάν οι κινέζοι αξιωματούχοι θέλουν πραγματικά να ισχυροποιήσουν τη θέση της χώρας τους στο ΔΝΤ θα πρέπει να σταματήσουν να επικεντρώνονται στο τι γίνεται με τα SDR και να αρχίσουν να αναπτύσσουν σταθερές αγορές που θα έχουν αυξημένη ρευστότητα, οι οποίες δεν θα είναι δυνατόν να χειραγωγηθούν από το κράτος. Μόνο τότε η διεθνής κοινότητα θα αγκαλιάσει το γουάν ως κανονικό διεθνές νόμισμα. Τα τελευταία γεγονότα μάς δείχνουν ότι η Κίνα έχει ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσει.

Ο Μπάρι Αϊχενγκριν είναι καθηγητής Οικονομικών στο University of California, Berkeley και στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.