Πριν από πέντε χρόνια, τον Ιούνιο του 2010, η Ανανεωτική Πτέρυγα του Συνασπισμού (ΣΥΝ) με επικεφαλής τον Φώτη Κουβέλη αποχώρησε από το 6ο Συνέδριο του κόμματος και λίγο αργότερα δημιούργησε ένα νέο κόμμα, τη Δημοκρατική Αριστερά (ΔΗΜΑΡ). Η Ανανεωτική Πτέρυγα αντιπροσώπευε περίπου το 30% των μελών του ΣΥΝ, όπως αυτό είχε καταγραφεί τον Φεβρουάριο του 2008 στο 5ο Συνέδριο το οποίο εξέλεξε πρόεδρο του κόμματος τον Αλέξη Τσίπρα με 70,4% έναντι 28,7% για τον Φώτη Κουβέλη. Τον Φώτη Κουβέλη ακολούθησαν αποχωρώντας από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ τρεις ακόμη βουλευτές (ο Γρηγόρης Ψαριανός, ο Θανάσης Λεβέντης και ο Νίκος Τσούκαλης), μειώνοντας έτσι την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση σε 9 μόνο μέλη.

Η πρώτη εκλογική δοκιμασία για τη ΔΗΜΑΡ ήρθε στις αυτοδιοικητικές εκλογές του Νοεμβρίου, λίγους μόνο μήνες μετά την ίδρυσή της. Τα αποτελέσματα υπήρξαν μάλλον πενιχρά, αφού με βάση τις επιδόσεις των συνδυασμών που υποστήριξε η ΔΗΜΑΡ στις περιφερειακές εκλογές η συνολική της επιρροή κυμάνθηκε περί το 3%.

Διαφορετική και σαφώς θετικότερη ήταν όμως η εικόνα στις δημοτικές εκλογές, ιδιαίτερα στην Αθήνα όπου η ΔΗΜΑΡ είχε την πρωτοβουλία να προτείνει την υποψηφιότητα του Γιώργου Καμίνη, με την οποία ύστερα από αρκετές ταλαντεύσεις συντάχθηκε και το ΠΑΣΟΚ. Αντίστοιχα ενεργητική συμμετοχή είχε η ΔΗΜΑΡ και στην εκλογή του δημάρχου Θεσσαλονίκης, όπου με οριακή διαφορά περίπου 300 ψήφων ο Γιάννης Μπουτάρης τερμάτισε μια 24χρονη κυριαρχία της Δεξιάς.

Οι δύο αυτές συμβολικές επιτυχίες, που αναδείκνυαν τον κομβικό ρόλο της ΔΗΜΑΡ στη διαμόρφωση ευρύτερων συνεργασιών στον χώρο της Κεντροαριστεράς, με την ενεργοποίηση προσώπων από την κοινωνία των πολιτών, δεν στάθηκαν πάντως αρκετές για να διευρύνουν τη δημοσκοπική επιρροή της, η οποία μέχρι τον Οκτώβριο του 2011 παρέμεινε καθηλωμένη μεταξύ 2% και 3%.

Εκτόξευση. Η πρώτη απότομη άνοδος με δημοσκοπικό ποσοστό περί το 8% ήρθε αμέσως μετά τη συγκρότηση της τρικομματικής κυβέρνησης Παπαδήμου (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΛΑΟΣ), απέναντι στην οποία η ΔΗΜΑΡ επέλεξε τη θέση της αντιπολίτευσης. Επιλογή που επιβραβεύτηκε στη συνέχεια το πρώτο τρίμηνο του 2012, εκτοξεύοντας, δημοσκοπικά πάντα, τη ΔΗΜΑΡ στη δεύτερη θέση με περίπου 15%. Η ΔΗΜΑΡ εμφανίστηκε έτσι, έστω και στιγμιαία, ως το «εγγύτερο διαθέσιμο υποκατάστατο» για το ήδη υπό κατάρρευση ΠΑΣΟΚ.

Την προνομιακή αυτή θέση στον χώρο του εκλογικού ανταγωνισμού ήρθε όμως να διεκδικήσει με επιθετικό τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ ενόψει των εκλογών του Μαΐου. Στρατηγική που στέφθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία εκτοξεύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση με 16,8%, έναντι 6,1% για τη ΔΗΜΑΡ, η οποία εξέλεξε 19 βουλευτές. Αποτέλεσμα που οφείλεται στο γεγονός ότι τα κέρδη του ΣΥΡΙΖΑ από το εκλογικό ακροατήριο του ΠΑΣΟΚ (το 2009) ήταν διπλάσια από τα αντίστοιχα της ΔΗΜΑΡ (περίπου 9% του συνολικού εκλογικού σώματος, έναντι 4,5%) και κυρίως σαφώς πιο ταξικά προσδιορισμένα, με έμφαση στα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα.

Η κοινωνική αυτή διαφοροποίηση έγινε εντονότερη στις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου, όπου η σύνθεση των ψηφοφόρων της ΔΗΜΑΡ άλλαξε σημαντικά –παρόλο που το εθνικό ποσοστό της (6,3%, και 17 βουλευτές) παρέμεινε πρακτικά αμετάβλητο. Μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου η ΔΗΜΑΡ έχασε προς τον ΣΥΡΙΖΑ περίπου έναν στους τέσσερις ψηφοφόρους της, απώλειες που αναπλήρωσε κυρίως με κέρδη από τα μικρά κόμματα του φιλελεύθερου τόξου, τα οποία τον Μάιο είχαν μείνει εκτός Βουλής.

Η πολιτική ετερογένεια που χαρακτήριζε το εκλογικό ακροατήριο της ΔΗΜΑΡ –τόσο τον Μάιο, όπου η μεγάλη του πλειοψηφία προερχόταν από το ΠΑΣΟΚ, όσο και τον Ιούνιο με τις δεξιόστροφες εισροές –δημιουργούσε εκ των πραγμάτων μια αναντιστοιχία με το σώμα των κομματικών μελών, που αποτελούσαν κυρίως προέκταση της οργανωτικά δομημένης Ανανεωτικής Πτέρυγας του ΣΥΝ (με περιορισμένες μόνο προσθήκες από τον όμιλο ΑΡΣΗ).

Στη ΔΗΜΑΡ μπορούσε, επομένως, να διακρίνει κανείς τρία διακριτά επίπεδα, με περιορισμένες μόνο συνδέσεις μεταξύ τους. Πρώτον, το σώμα των κομματικών μελών για τα οποία η κοινή κατά βάση προέλευσή τους από την Ανανεωτική Αριστερά της Μεταπολίτευσης δεν οδηγούσε αναγκαστικά και σε κοινές επιλογές σε σχέση με την πολιτική συγκυρία. Δεύτερον, μια ανομοιογενής ως προς την πολιτική της προέλευση Κοινοβουλευτική Ομάδα (ένα μείγμα παραδοσιακών στελεχών του ΚΚΕ εσ.), πολιτευτών προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ και πρωτοπολιτευόμενων), η οποία διατηρούσε χαλαρούς δεσμούς τόσο με τους ψηφοφόρους όσο και με τον κομματικό μηχανισμό. Και τρίτον, ένα περιστασιακό σε μεγάλο βαθμό εκλογικό ακροατήριο χωρίς ισχυρή κομματική ταύτιση.

Διχαστικά διλήμματα. Τα πολιτικά διλήμματα στα οποία κλήθηκε να απαντήσει η ΔΗΜΑΡ αμέσως μετά την είσοδό της στη Βουλή –συμμετοχή στην κυβέρνηση, αποχώρηση από την κυβέρνηση, πρωτοβουλίες για την ενοποίηση της Κεντροαριστεράς –λειτούργησαν όλα διχαστικά και στα τρία πιο πάνω διακριτά επίπεδα. Το εκλογικό ακροατήριο εξαερώθηκε μέσα σε δύο χρόνια, όπως φάνηκε στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014. Ο κομματικός μηχανισμός γνώρισε αλλεπάλληλες διασπάσεις, ενώ το πιο χαρακτηριστικό δείγμα κατακερματισμού προσφέρουν οι σημερινές επιλογές των 17 βουλευτών που εκλέχτηκαν και επανεκλέχτηκαν με τη ΔΗΜΑΡ στις δύο εκλογές του 2012.

Οι προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ Γιάννης Μιχελογιαννακάκης και Οδυσσέας Βουδούρης, ήδη από το 2012, προσχώρησαν (ή συνεργάζονται) με τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ συμμετείχαν επίσης ο Γιάννης Πανούσης και ο Δημήτρης Αναγνωστάκης ως αναπληρωτής υπουργός και γενικός γραμματέας αντίστοιχα στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.

Ο πρώην γραμματέας της ΔΗΜΑΡ Σπύρος Λυκούδης μαζί με τον Γρηγόρη Ψαριανό και την Κατερίνα Μάρκου προσχώρησαν και εκλέχτηκαν βουλευτές με Το Ποτάμι (με το οποίο πολιτεύτηκε επίσης η Νίκη Φούντα).

Ο Νίκος Τσούκαλης και ο Θωμάς Ψύρρας ακολούθησαν τον σημερινό πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ στη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, ενώ ο προερχόμενος από το ΠΑΣΟΚ Βασίλης Οκονόμου προσχώρησε στη ΝΔ και αναδείχτηκε βουλευτής Επικρατείας τον περασμένο Ιανουάριο.

Από τους υπόλοιπους ο Φώτης Κουβέλης και η Μαρία Γιαννακάκη έχουν εκφράσει την υποστήριξή τους στον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς πάντως να γίνουν δεκτοί στα ψηφοδέλτιά του, ενώ οι Ασημίνα Ξηροτύρη, Μαρία Ρεπούση, Πάρις Μουτσινάς και Γιώργος Κυρίτσης έχουν από καιρό αποστασιοποιηθεί.

Μέσα σε 3 μόλις χρόνια η ΔΗΜΑΡ έχει τροφοδοτήσει τέσσερα διαφορετικά κόμματα, κάνοντας απολύτως εμφανή την ανομοιογένεια του αρχικού εγχειρήματος αλλά και την αδυναμία της Ανανεωτικής Αριστεράς να επιβιώσει στους δύσκολους καιρούς των Μνημονίων.