Από την τρέμουσα φωνή της ποιήτριας και πεζογράφου Ρούλας Κακλαμανάκη, που μας γνώρισε με ένα τηλεφώνημά της, το απόγευμα της 25ης Αυγούστου του 1988, τη δολοφονία του Κώστα Ταχτσή, ώς την έκδοση του «Φοβερού Βήματος», τέλος φθινοπώρου του 1989, τους δεκατέσσερις αυτούς μήνες τούς στοίχειωσε η παρουσία του δημιουργού του «Τρίτου στεφανιού» με έναν ανεξίτηλο τρόπο. Με τη σύμφωνη γνώμη της αδελφής του Ελπίδας Ταχτσή – Αρτέμη, του στενού του φίλου ζωγράφου Αλέκου Φασιανού και της αλησμόνητης εκδότριας του Εξάντα Μάγδας Κοτζιά μάς ανετέθηκε η φροντίδα, η ταξινόμηση και η επιμέλεια των καταλοίπων του που είχαν εξελιχθεί μέσα σε λίγες ώρες μέσα σε ένα πραγματικό ναρκοπέδιο. Ηταν αδύνατο να καταλάβει κανείς σε ποιον βαθμό το ανακάτεμα και τα κενά των χειρογράφων του οφείλονταν στον δολοφόνο του Κώστα Ταχτσή ή είχαν προκύψει λόγω των ενεργειών της Σήμανσης προκειμένου να αποκομίσει όσο γινόταν περισσότερα στοιχεία –γεγονός που είκοσι επτά χρόνια τώρα δεν απέφερε καμιά απολύτως βοήθεια, ως προς την πιθανολόγηση, έστω, της ταυτότητας του δράστη. Χωρίς να υπολογίσει κανείς ότι ο γενικότερα τακτικός και επιμελής σε σχέση με τα χειρόγραφά του ή μάλλον δακτυλόγραφά του –έγραφε κατευθείαν στη γραφομηχανή –Κώστας Ταχτσής, αδυνατώντας να φανταστεί τι επρόκειτο να συμβεί, επόμενο ήταν να μη μεριμνά για μια τάξη που θα διευκόλυνε οποιονδήποτε άλλον να βρει έναν μίτο μέσα στον λαβύρινθο όσων έγραφε. Ζούσε ακόμη ο Ταχτσής όταν για λόγους που έχουν γίνει και για μας τους ίδιους τόσο αδιευκρίνιστοι όσο και για οποιονδήποτε άλλον είχαμε ζητήσει από τον πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου να μας μιλήσει για τον φίλο του και συνάδελφό του.

«ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΤΤΟΛΟΓΙΕΣ». Σταχυολογούμε από μια κασέτα που τη διατηρούμε ως κόρην οφθαλμού λεγόμενα του δημιουργού της «Σαρκοφάγου» για τον τόσο πρόωρα και απάνθρωπα φευγάτο δημιουργό τού «Η γιαγιά μου η Αθήνα».

«Τον Ταχτσή τον γνωρίζω και τον θαυμάζω από χρόνια. Τον θαυμάζω ως συγγραφέα και ως άνθρωπο. Το «Τρίτο στεφάνι» είναι το καλύτερο ώς τώρα μυθιστόρημα που γράφτηκε από άνθρωπο της γενιάς μας. Είναι μια δυνατή σύνθεση της σημερινής, σχεδόν σημερινής, νεοελληνικής ζωής. Ο κόσμος του, ή αν θέλετε ο κόσμος των λέξεών του, είναι ένας κόσμος σοφά καθημερινός, ώστε και τη ζωή χωρίς περιττολογίες να αποδίδει αλλά και μια νέα καλαισθησία να δημιουργεί. Εκείνο που θέλω κυρίως να τονίσω, είναι ότι ο Ταχτσής με το έργο του είναι ένας από τους συντελεστές του «νέου τόνου» που έχει λάβει η λογοτεχνία μας και βέβαια όχι μόνο με το «Τρίτο στεφάνι», αλλά και με το άλλο του βιβλίο, «Τα ρέστα», μα και με το τελευταίο του «Η γιαγιά μου η Αθήνα». Αλλά βέβαια το «Τρίτο στεφάνι» θεωρώ πως είναι το αριστούργημά του. Εχει συντελέσει στον νέο τόνο που έχει λάβει η λογοτεχνία μας. Βέβαια αυτό που αποκαλώ «νέο τόνο» είναι κάτι αόριστο αλλά μπορεί ο οιοσδήποτε, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην σοφός μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας, να το καταλάβει. Φτάνει να πάρει δείγματα, να πάρει δηλαδή τα καλύτερα βιβλία των προηγούμενων ή των προ-προηγούμενών μας επιφανών λογοτεχνών, του Μυριβήλη, του Βενέζη, και να τα συγκρίνει ως προς τη γλώσσα τους και τον κόσμο τους με τα σημερινά βιβλία για να δει πόσο έχει αλλάξει η λογοτεχνία. Και σ’ αυτό έχει συντελέσει σημαντικά και ο Ταχτσής με το έργο του γιατί είναι ένα έργο σπουδαίο, που επηρέασε. Πρωτίστως, όσον αφορά το περιεχόμενό του, ένα περιεχόμενο που μέσα από ταλαντούχους στην έκφραση ανθρώπους δημιουργεί τη νέα γλώσσα.

Ο Κώστας Ταχτσής χαρακτηρίζεται, πέρα από τα λογοτεχνικά του προσόντα, που τα συνάγουμε από τα βιβλία του, για μεγάλη εξυπνάδα. Είναι πανθομολογουμένως ένας εύστροφος άνθρωπος, τολμηρός και με ιδιαίτερη παρρησία. Οταν βλέπει το στραβό ή τέλος πάντων αυτό με το οποίο δεν συμφωνεί, το λέει κι ας γίνει ό,τι θέλει. Με τον Ταχτσή έχουμε πολλά κοινά σημεία, που έχουν διασταυρωθεί πριν καν γνωριστούμε. Πρώτα πρώτα είμαστε γεννημένοι και οι δύο στη Θεσσαλονίκη, τον ίδιο ακριβώς χρόνο, το 1927. Ο Ταχτσής είναι λίγο μεγαλύτερός μου. Αυτό και μου το έχει πει ο ίδιος, αλλά σας το εξομολογούμαι τώρα ότι είναι και κάτι που το έχω σημειώσει όταν πριν από δώδεκα χρόνια μου δόθηκε η ευκαιρία να το κάνω. Μου έστειλε ξαφνικά ένα γράμμα στη Θεσσαλονίκη ο Ταχτσής και μου έλεγε «πήγαινε να μου βγάλεις σε παρακαλώ ένα πιστοποιητικό από το ληξιαρχείο». Ετρεξα, το έβγαλα, αλλά όταν είδα αυτή τη σύμπτωση, εννοώ την τόσο κοντινή ηλικία μας, σημείωσα τα στοιχεία σ’ ένα τετράδιο που το χρησιμοποιώ ακόμη και που έχω γραμμένες διευθύνσεις και αριθμούς τηλεφώνων. Γράφω λοιπόν: «Κώστας Ταχτσής, Αυτομέδοντος 3», ξέρετε, είναι ο δρόμος που στρίβει δεξιά μετά από το Στάδιο, «γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8-10-1927″. Εγώ γεννήθηκα στις 20 Νοεμβρίου του 1927, δηλαδή ο Ταχτσής είχε γεννηθεί 40 μέρες πριν από μένα. Θυμάμαι μάλιστα που μου είχε πει παλιότερα, χάρις σε επισκέψεις του στη Θεσσαλονίκη –γιατί είχε φύγει πολύ μικρός απ’ αυτήν –ότι δεν αποκλείεται όταν ήμασταν μικροί να είχαμε παίξει και μαζί, γιατί η γιαγιά του τον πήγαινε στο ίδιο πάρκο που με πήγαινε κι εμένα η δική μου γιαγιά. Δεν αποκλείεται μάλιστα να ήτανε κάποιο από τα παιδιά που με είχανε δείρει».