Δεν θέλω να παραστήσω τον ασόβαρο, αλλά δεν υπάρχει ωραίος τρόπος να σκοτώσεις κάποιον… Με αυτή την ωμή παραδοχή είχε απαντήσει ο εκπρόσωπος του αμερικανικού Πενταγώνου στον σάλο που είχε προκληθεί το 1991 όταν στην τελευταία αμερικανική επιχείρηση στον Πόλεμο του Κόλπου είχαν θαφτεί ζωντανοί ιρακινοί στρατιώτες. Στον πόλεμο όλα επιτρέπονται, σωστά;

Το πίστεψαν και οι δικοί μας (μέχρι χθες) αντιμνημονιακοί ότι βρισκόμασταν σε πόλεμο και έκαναν μανιέρα τον κυνισμό. Η συγγνώμη του Παύλου Χαϊκάλη για όσα «υπερβολικά» ειπώθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ προεκλογικά είναι, αν μη τι άλλο, κυνική. Λες και με μια λέξη σβήνονται όλοι οι αντιμνημονιακοί εξτρεμισμοί. Νερό κι αλάτι και αποθέωση του Μνημονίου. H βουλευτική μας αποζημίωση να είναι καλά…

Ακόμα πιο κυνική, όμως, ήταν μια άλλη αποστροφή του υφυπουργού Εργασίας: «Τρώμε τη λάσπη του τσουνάμι που είχε ξεκινήσει τα προηγούμενα χρόνια»!

Ο Χαϊκάλης είναι πράγματι καλός ηθοποιός. Γνήσιος εκφραστής τής κατεξοχήν αντιμνημονιακής λάσπης, όπως και το κόμμα του που εξέθρεψε πολλά αντιμνημονιακά Ορκ και έκανε σημαία του τη ρητορική αμετροέπεια, έχει το θράσος να μιλά για λάσπη.

Αντιμνημονιακές μπαρούφες και αλλοπρόσαλλες προτάσεις εκτοξεύονταν σε ένα ευκολόπιστο και πελαγωμένο ακροατήριο που ήθελε απεγνωσμένα να πιαστεί από κάπου. Βέβαια, έξω από τον χορό πολλά τραγούδια λες.

Ομως πέρα από τη συγγνώμη, ας είμαστε ειλικρινείς: ο αντιμνημονιακός μαξιμαλισμός αναδείχθηκε στη μεγαλύτερη πολιτική μπίζνα των τελευταίων χρόνων. Δεν στήθηκαν μόνο κρεμάλες για τους «προδότες». Στήθηκαν κόμματα και καρέκλες, δημιουργήθηκαν καριέρες από το πουθενά.

Αντί να προτείνουν ρεαλιστικές εναλλακτικές για την έξοδο από την κρίση, κάποιοι φαντάζονταν ότι υπάρχουν αναίμακτες λύσεις στα δύσκολα. Ερέθιζαν το θυμικό του πολίτη, έβαλαν στο πολιτικό λεξιλόγιο τους «γερμανοτσολιάδες», κανιβάλιζαν αδιακρίτως όσους δεν συμφωνούσαν μαζί τους. Εντέλει υπονόμευσαν κάθε προσπάθεια για σοβαρές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Κρέμασαν τη χώρα για να μην κρεμάσουν τα παπούτσια τους.

Οχι ότι δεν είχαν δόσεις παραλογισμού και τα Μνημόνια. Ομως, όταν οι άλλες χώρες έπαιρναν βαθιά ανάσα, κοιτάζονταν στον καθρέφτη και στρώνονταν στη δουλειά, εδώ πουλούσαν καθρεφτάκια στους ιθαγενείς.

Αναρωτήθηκε, άραγε, ο Χαϊκάλης, πώς θα νιώσει ο πολίτης με τη «συγγνώμη» του, που επί της ουσίας είναι η παραδοχή ότι όσα έλεγε στους ψηφοφόρους του ήταν φούσκες; Ο πολίτης, που πρώτα απογοητεύτηκε, μετά φτώχυνε, «αγανάκτησε» σε πλατείες, κι ύστερα τιμώρησε στις εκλογές, πίστεψε γιατί τον έπεισαν ή γιατί ήθελε να πιστέψει.

Υπό κανονικές συνθήκες η συγγνώμη ενός πολιτικού θα αποτελούσε δείγμα ωριμότητας και υπευθυνότητας. Είναι, όμως, πολύ λίγη και πολύ καθυστερημένη. Μια συγγνώμη δεν παραγράφει τις ευθύνες για το δηλητήριο που χύθηκε.

Ούτως Ή άλλως, το δίλημμα της κάλπης θα κινηθεί γύρω από το ποιος μπορεί να εφαρμόσει καλύτερα το Μνημόνιο. Εκεί θα φανεί τι έχει απομείνει από τον αντιμνημονιακό πολτό. Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να πανηγυρίζουμε. Το ότι βγάλαμε από τον σβέρκο μας τη μαϊμού δεν σημαίνει ότι ξεφορτωθήκαμε το τσίρκο…