Δεν έχει συμβεί σε πολλούς. Οι «New York Times» του αφιέρωσαν περίπου 5.500 λέξεις για να τον αναλύσουν. Και κάπου εκεί προς το τέλος η δημοσιογράφος μπήκε στον κόπο να κάνει την πιο τετριμμένη, την πιο μπανάλ ερώτηση: «Πώς πάνε οι διαπραγματεύσεις;». Ο Γιάνης Βαρουφάκης με αφοπλιστική ειλικρίνεια απαντά: «Δεν ξέρω».

Δεν ήξερε, είπε, γιατί η απόφαση που πρέπει να ληφθεί είναι πολιτική, δεν είχε σχέση με τις τεχνικές συζητήσεις που γίνονταν εκείνο το Σαββατοκύριακο και τα λοιπά και τα λοιπά. Σε αυτή την απάντηση συμπυκνώνεται όλη η σύντομη αλλά φαντασμαγορική πολιτεία του υπουργού Οικονομικών: ήξερε, βεβαίως, ποια είναι τα δομικά προβλήματα του ύστερου καπιταλισμού, ήξερε ποια είναι τα κατασκευαστικά λάθη της ευρωζώνης, ήξερε τα πάντα, εκτός από εκείνες τις αμελητέες διαπραγματεύσεις των κλιμακίων.

Το φαινόμενο είχε λάμψει από νωρίς. Οσο ο Βαρουφάκης απορροφούσε δημοσιότητα, όσο εξαπλωνόταν η εικόνα του τόσο οδηγούσε σε έκλειψη το υπουργικό του αντικείμενο. Το θέμα ήταν πια ο ίδιος –και όχι η χρεοκοπημένη χώρα που είχε αναλάβει να εκπροσωπεί.

Το Μαξίμου ήλπιζε ότι με τη μέθοδο του βελούδινου παροπλισμού θα απαλλασσόταν από το πρόβλημα, αποφεύγοντας ταυτόχρονα το κόστος μιας καθαρής αποπομπής. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεμπλοκάρει κάπως η διαπραγμάτευση, χωρίς ωστόσο να διαλυθεί το μιντιακό νέφος. Ο Βαρουφάκης εμποδίστηκε μεν από το να παράγει πολιτική, δεν έπαψε όμως να παράγει Βαρουφάκη. Δηλαδή δηλώσεις και θέαμα οι πολιτικές παρενέργειες του οποίου τορπιλίζουν την προσπάθεια επούλωσης της αξιοπιστίας της Αθήνας έναντι των εταίρων.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το μέλλον ενός υπουργού που έχει πει (και ξεπεί) ότι ηχογραφούσε τους ομολόγους του. Το δύσκολο είναι να τον φανταστεί να κάθεται ξανά μαζί τους σε Eurogroup.

Ο ίδιος άλλωστε ιχνογραφεί ήδη τη μελλοντική του πορεία. Αυτά τα «δεν θα ταπεινωθώ», «δεν θα συμβιβαστώ» ηχούν σαν προειδοποιητικές βολές ενός αυριανού «πρώην» που ετοιμάζεται να μεταμορφωθεί σε νέμεση εκείνων που θα μείνουν για να υπογράψουν τον συμβιβασμό. Πόσες διαλέξεις, πόσες συνεντεύξεις μένει να δοθούν, πόσα βιβλία να γραφτούν από κάποιον που θα επαγγέλλεται τον αυθεντικό προφήτη μιας ματαιωμένης επανάστασης. Από κάποιον που, καταγγέλλοντας τους συνθηκολογήσαντες συντρόφους του, θα σταδιοδρομεί διεθνώς ως βαλκάνιος Μπόνο της οικονομικής θεωρίας.

Αναλαμβάνοντας το ρίσκο της υπερδραματοποίησης, θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να μιλήσει για σύνδρομο του Ηρόστρατου -εκείνου που για να μείνει στην ιστορία έκαψε τον ναό της Εφέσου. Ομως ακόμη και ο εμπρησμός προϋποθέτει ένα κάποιο σχέδιο.