Στις 23 Δεκεμβρίου του 2001, επέτειο της δολοφονίας του Ρίτσαρντ Γουέλς από τη 17 Νοέμβρη, έγινε στο Σύνταγμα μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά της τρομοκρατίας. Είχαν στο μεταξύ δολοφονηθεί από την οργάνωση καμιά εικοσαριά άνθρωποι ακόμη. Οι συγκεντρωμένοι δεν ξεπερνούσαν τις μερικές δεκάδες. Ηταν βέβαια Χριστούγεννα, λεφτά υπήρχαν, ο κόσμος έκανε τα ψώνια του. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες δεν έγραψαν λέξη. Και Η ΑΥΓΗ δεν δημοσίευσε ειρωνικά σχόλια για τα «μίζερα, άτεχνα και χωρίς καμιά φαντασία πλακάτ» που κρατούσαν οι συγκεντρωμένοι. Ο Συνασπισμός, προκάτοχος του ΣΥΡΙΖΑ, είχε βέβαια τότε 3%.

Ανάλογη συμμετοχή είχαν και άλλες συγκεντρώσεις κατά της εγχώριας και ξένης τρομοκρατίας. Ελάχιστοι άνθρωποι διαδήλωσαν και τον Μάιο του 2011 έξω από τη Marfin, στην πρώτη επέτειο της τριπλής δολοφονίας που παραμένει ανεξιχνίαστη. Ούτε τότε έγραψε Η ΑΥΓΗ για τους συγκεντρωμένους ότι «ήθελες φακό για να τους βρεις στα σκοτεινά». Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ακόμη κάτω από 5%.

Αν δεν δούλευα το απόγευμα της περασμένης Τρίτης, θα ήμουν κι εγώ στη συγκέντρωση κατά των καταιγιστικών αλλαγών στην παιδεία. Μπορεί να μη με κάλυπτε απολύτως το κεντρικό σύνθημα που «έπαιζε» με το όνομα του υπουργού, μπορεί να μη συμφωνούσα ιδεολογικά με όλους τους παρισταμένους (και γιατί να συμφωνώ άραγε;), αλλά θα ήμουν παρών επειδή ανησυχώ βαθιά για το γκρέμισμα των λίγων καλών πραγμάτων που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια σε αυτόν τον τομέα στην Ελλάδα. Θα με περιλάμβαναν έτσι κι εμένα τα χλευαστικά σχόλια που δημοσιεύτηκαν την επομένη στα φιλικά προς την κυβέρνηση έντυπα και σάιτ. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βέβαια σήμερα 36%. Και (συγ)κυβερνά.

Η εξουσία μεθά. Με άλλα λόγια, επιτρέπει σ’ εκείνους που την ασκούν να εκφράζουν δημοσίως τις σκέψεις που άλλοτε κρατούσαν για τον εαυτό τους ή για το καφενείο. Το ζήτημα εδώ όμως δεν είναι η σχέση του κυβερνητικού κόμματος με τη βία, που έτσι κι αλλιώς είναι αντιφατική και πολύπλοκη. Το ζήτημα είναι πώς αντιλαμβάνεται τις μειοψηφίες η σημερινή (περιστασιακή) πλειοψηφία. Από πότε αλήθεια η σοβαρότητα μιας υπόθεσης κρίνεται με βάση τον αριθμό ή τα επίθετα των ανθρώπων που την υπερασπίζονται; Πώς καταβαραθρώθηκε τόσο γρήγορα το ήθος που αποτελούσε κάποτε διακριτικό γνώρισμα της Αριστεράς; Γιατί δεν αντιδρά κανείς στο φακέλωμα, στην εκδικητικότητα, στην ύβριν;

Το πιο αποκαλυπτικό γεγονός αυτής της εβδομάδας ήταν ο πανζουρλισμός γύρω από τα λείψανα της Αγίας Βαρβάρας, που μεταφέρθηκε χθες το πρωί και στο αντικαρκινικό νοσοκομείο Αγιος Σάββας. Πέρα από τις τεράστιες ευθύνες εκείνων που υπαινίσσονται ή δηλώνουν ανοιχτά ότι η θρησκεία μπορεί να υποκαταστήσει την επιστήμη, η συμμετοχή χιλιάδων ανθρώπων στο προσκύνημα σημαίνει άραγε ότι η υπόθεση της θρησκείας είναι ανάλογες φορές σημαντικότερη από την υπόθεση της παιδείας και η Αγία Βαρβάρα, βοήθειά μας, ιεραρχικά ανώτερη από τον Αγιο Βασίλειο; Κι αν, όπως είπε ο απερίγραπτος Νίκος Νικολόπουλος,η πίστη λειτουργεί ως «παγοθραυστικό στον μνημονιακό παγετώνα», μήπως να παρατήσουμε τα Eurogroup και να αναζητήσουμε καταφύγιο στις εκκλησίες;