Η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με την ανάληψη των καθηκόντων της, τόνισε ότι η λύση για το ζήτημα της ρευστότητας και το πρόβλημα του χρέους πρέπει να είναι πολιτική. Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση επέλεξε έναν πολιτικό τρόπο διαπραγμάτευσης, ενώ γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει πρόοδος εάν δεν λύνονταν τα τεχνικά και γραφειοκρατικά θέματα. Αυτό έγινε αντιληπτό από όλους, τη στιγμή που αντικαταστάθηκε η ομάδα διαπραγμάτευσης, ακόμα και ο επικεφαλής της υπουργός Οικονομικών. Το παράδοξο είναι όμως, ότι δεν έγινε η ίδια επιλογή από την κυβέρνηση και τα κόμματα που την στηρίζουν ως προς το ζήτημα της αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής. Η συμπολίτευση, ιδιαίτερα μέσω της Προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου, επέλεξε μια θεσμική, όπως χαρακτηρίστηκε, στάση μέσω της οποίας η Χρυσή Αυγή εντάσσεται στην πολιτική καθημερινότητα. Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποίησε και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς όταν κάλεσε, για πρώτη φορά, το ναζιστικό μόρφωμα στη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής. Να θυμίσω ότι στο Συμβούλιο γίνεται ενημέρωση επί ευαίσθητων θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, τα οποία συχνά είναι απόρρητα. Άρα στο Συμβούλιο είτε ενημερώθηκε ένα κόμμα, κατηγορούμενο ότι είναι εγκληματική οργάνωση και το οποίο επιβουλεύεται το πολίτευμα και τη δημοκρατία, για απόρρητα ζητήματα, είτε απλά μαζεύτηκαν κάποιοι να πιουν καφέ. Και οι δύο επιλογές «μοιάζουν» λανθασμένες.

Με αφορμή την πρόσκληση της Χρυσής Αυγής στο ΕΣΕΠ, δεν μπορώ να μη σχολιάσω την επιλογή και των άλλων κομμάτων, Νέα Δημοκρατία, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ, να παραστούν χωρίς καν να αντιδράσουν στην παρουσία του κατηγορούμενου υμνητή του Χίτλερ, Χρήστου Παπά. Η αποχώρηση είναι το λιγότερο που θα έπρεπε να πράξουν, πρέπει η αντιπολίτευση να έχει πιο καθαρή και συνολική θέση απέναντι στους ναζί (φυσικά αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες). Η πολιτική συνεννόηση των κομμάτων απέναντι σε έναν εχθρό του κοινοβουλευτισμού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την προστασία της δημοκρατίας. Σε αυτό το θέμα δεν χωράνε μικροκομματικές επιλογές, αλλιώς θα βρεθούμε ενώπιον νέων δυσάρεστων εκπλήξεων. Γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτό ακούγεται σαν ένα τεράστιο κλισέ, αλλά έχω την εντύπωση ότι είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που τα κλισέ ισχύουν απόλυτα. Η δημοκρατία έχει όρια και είναι ο καιρός να τα χαράξουμε και να τα υπερασπιστούμε χωρίς υπεκφυγές και δήθεν «θεσμικές» δικαιολογίες.

* Ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης είναι δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων