«Η χώρα πορεύεται χωρίς σχέδιο, ευκαιριακά, με συνεχείς αντιπαλότητες, με φαντασιώσεις και ανερμάτιστα ιδεολογήματα» διαπιστώνει σε άρθρο του ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης. Η διαπίστωση αυτή, που βασίζεται όχι μόνο στο ιδεολογικό υπόβαθρο του μεγάλου πολιτικού αλλά και στη βαθιά πολιτική εμπειρία του, γίνεται ολοένα και πιο αντιληπτή στο μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού λαού.

Από την άλλη μεριά ένα μεγάλο τμήμα του λαού, τουλάχιστον δημοσκοπικά, στηρίζει τη σημερινή κυβέρνηση, η οποία υποσχέθηκε προεκλογικά άφοβα, με λαϊκιστική περισσή ασάφεια αλλά και με βαθιά άγνοια του τι πραγματικά σημαίνει «Αριστερά στην Ευρώπη του εικοστού αιώνα», σημαντικές μεταρρυθμίσεις και καλύτερο μέλλον, υποκλέπτοντας την ψήφο του. Φυσικά το πολιτικό σύστημα ακολουθεί αυτή τη μεθοδολογία διεθνώς από τον 19ο αιώνα ακόμη («Ψυχολογία των μαζών», Γκουστάβ λε Μπον, 1895) και οι λαοί συνήθως βρίσκουν τον τρόπο να κατοχυρώσουν και να υπερασπιστούν την υποτιθέμενη άγνοιά τους και την απόσειση της ιστορικής συνευθύνης τους (βλ. Πρίμο Λέβι «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» ή Θαν. Παπαγεωργίου – Γ. Τσίρος, «Διαλέξεις αθλιότητας»). Αυτή η ανοχή και στήριξη όμως, που προβάλλει διάφορα άλλοθι ως δικαιολογίες, έχει καταστεί σοβαρά επικίνδυνη, γιατί η ιστορική περίοδος που διανύουμε οδηγεί τη χώρα σε μη αναστρέψιμες «ανήκεστους βλάβες».

Ακούγονται διάφορα περί εκλογών και δημοψηφισμάτων και μου φέρνουν στη μνήμη τον ιταλό νεομακιαβελικό Ρόμπερτ Μίχελς (1876-1936). «Από τη στιγμή που παραδέχεται κάποιος ως αδήριτη πραγματικότητα το ανέφικτο της άμεσης δημοκρατίας, που είναι αμφίβολο αν άνθησε ποτέ ακέραιη και απόλυτα έντιμη […], εμφανίζονται δύο υποκατάστατες λύσεις: το δημοψήφισμα και οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού. Αυτά ακριβώς είναι η αρχή του τέλους της αληθινής δημοκρατίας. Η διεργασία και η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος είναι πολλές φορές παραπειστική ή/και εκβιαστική για τον λαό […], που καλείται να διλημματιστεί και να απαντήσει μονολεκτικά, με ένα ναι ή ένα όχι, σε ζητήματα θεμελιακά, όπου αποκλείεται προκαταβολικά κάθε παραλλαγή ή απόχρωση.

Η άλλη μοιραία ασθένεια της δημοκρατίας είναι οι ίδιοι οι εκλεγμένοι λαϊκοί αντιπρόσωποι. Οι πολιτικοί στα κοινοβουλευτικά καθεστώτα […] με τον καιρό καταντούν αναντικατάστατοι. Ετσι δημιουργείται μία διευθυντική τάξη, μία ελίτ, που χωρίς αυτήν το Κράτος δεν μπορεί να υπάρξει. Είναι οι επαγγελματίες πολιτικοί. Η διευθυντική αυτή ελίτ των επαγγελματιών πολιτικών γίνεται αυτόνομη και στο τέλος ελέγχει την οικονομία, τον Τύπο, τον ίδιο τον εκλογικό μηχανισμό. […] Στο τέλος καταντάνε να νομίζουν ότι είναι ο ίδιος ο λαός».

Η ανάγκη μετεξέλιξης και συσπείρωσης της ευρύτερης σοσιαλδημοκρατικής παράταξης καθίσταται τις ημέρες μας αδήριτη και η ευθύνη όλων μας είναι πολύ μεγάλη. «Οι καιροί ου μενετοί»

Ο Κυριάκος Κ. Παπαϊωάννου είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ