Η ελληνική Αριστερά έχει θέμα με τον χρόνο. Επειδή πιστεύει για τον εαυτό της πως δεν εκφράζει απλώς μια πολιτική ιδεολογία αλλά την απαράλλαχτη πεμπτουσία αυτού που αποκαλεί λαό, θεωρεί ότι ο χρόνος δουλεύει γι’ αυτήν, όπως δουλεύει πάντοτε υπέρ των μεγάλων και αιώνιων αληθειών. Για την ελληνική Αριστερά, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα βημάτων προς το μέλλον αλλά μάλλον βημάτων του μέλλοντος προς αυτήν. Ενός μέλλοντος που δεν μπορεί παρά να είναι όπως το είχε φανταστεί.

Οταν, λοιπόν, ο Γιόσκα Φίσερ είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την ευκαιρία να στρέψει το πηδάλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης εκμεταλλευόμενος την ευρύτατη συμπάθεια και κατανόηση που συναντούσε στην Ευρώπη τον πρώτο μήνα μετά τις εκλογές, περιέγραψε στην πραγματικότητα ένα χρόνιο πρόβλημα της ελληνικής Αριστεράς. Η νοοτροπία της τη δυσκολεύει να διαβάζει τις συγκυρίες ώστε να προσαρμόζεται σε αυτές για να τις επηρεάζει, αν όχι να τις κατευθύνει. Εκείνο που οι αρχαίοι Ελληνες ονόμαζαν «καιρός» έχει σημασία γι’ αυτή μόνο αν είναι κάτι που της φαίνεται ευνοϊκό για την κατάκτηση της εξουσίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αν δει ή νομίσει πως είδε τον καιρό να της γνέφει φιλικά, είναι σίγουρη πως τίποτα πια δεν μπορεί να γίνει φραγμός στην εκπλήρωση των ονείρων της. Και αν προκύψουν στην πορεία απρόβλεπτα εμπόδια, δεν φταίνε οι δικές της εκτιμήσεις και χειρισμοί αλλά καταχθόνιοι δαίμονες που πάνε να της κλέψουν το όνειρο.

Αν το ΚΚΕ είχε πάρει μέρος στις εκλογές του 1946, θα είχε αναδειχτεί σε ισχυρότατη κοινοβουλευτική δύναμη, ίσως την ισχυρότερη στον δυτικό κόσμο. Αντί γι’ αυτό προτίμησε τη βίαιη ρήξη, την ένοπλη επανάσταση, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι η ευκαιρία για τέτοια λύση είχε περάσει και ότι με την επιλογή του βάδιζε στον όλεθρο. Και όταν ήρθε η συντριβή, άρχισε να ψάχνει στις γραμμές του για προδότες και πράκτορες που την προκάλεσαν.

Μετά τη νομιμοποίησή του το 1974 δεν κατάλαβε ότι οι καιροί είχαν πάλι αλλάξει. Αντί να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητα και τη στρατηγική του, καθηλώθηκε σε έναν παγωμένο χρόνο, στο ηρωικό παρελθόν του και στο σοβιετικό μοντέλο, του οποίου η αποτυχία έβγαζε μάτια ήδη από τότε. Ηταν η αποθέωση της αριστερής «ευγενούς τύφλωσης». Θυμάμαι έναν φίλο μου κνίτη να μου μεταφέρει με ενθουσιασμό τη διαβεβαίωση ενός σοβιετικού αξιωματούχου (διάβαζε: καθοδηγητή) ότι το κράτος στη Σοβιετική Ενωση διαλυόταν βαθμιαία, ακριβώς όπως είχε προβλέψει ο Μαρξ για τη δικτατορία του προλεταριάτου! Η διάλυση ήταν βέβαια γεγονός, αλλά είχε εντελώς διαφορετικό νόημα.

Ακόμη και η πολυπαινεμένη εκ των υστέρων ευρωκομμουνιστική Αριστερά ζούσε στον δικό της χωρόχρονο. Μετά τη χούντα κήρυσσε την ανάγκη για μια μεγάλη «δημοκρατική – αντιδικτατορική ενότητα», που όλοι οι άλλοι έβρισκαν δικαίως άνευ νοήματος. Αργότερα ο λιγοστός, αλλά εκλεκτός κόσμος της δεν τολμούσε να ομολογήσει ότι αυτό που ονειρευόταν ήταν ένα πιο εκλεπτυσμένο ΠΑΣΟΚ, ενώ στην πράξη απολάμβανε τα ελέη του υπαρκτού, άξεστου και παρωχημένου. Η ύστατη μετεξέλιξή της, η ήδη λησμονημένη ΔΗΜΑΡ, είχε την ίδια νοοτροπία, που τη μετέφρασε μάλιστα σε (συγ)κυβερνητική πρακτική. Η ιστορική συμβολή της είναι το μνημείο που έστησε στην τραγική σχέση της ελληνικής Αριστεράς με τον χρόνο: βγαίνοντας από την κυβέρνηση ήταν βέβαιη ότι ο χρόνος θα κυλούσε υπέρ της, ενώ εκείνος σφράγιζε κιόλας το τέλος της.

Ωστε τα τωρινά αδιέξοδα της «πρώτη φορά Αριστεράς» συνεχίζουν μια μακρά παράδοση. Ισως η μόνη ελπίδα για ευτυχή λύση είναι το ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης του ευφυούς, εξελίξιμου και άφθαρτου ακόμη πρωθυπουργού. Μήπως, εδώ που φτάσαμε, ένας κάποιος πολιτικός κυνισμός θα ήταν ευεργετική στάση;