Καμία φορά ξεχνάμε πως στις εκλογές δεν εκλέγουμε μόνο κυβέρνηση. Εκλέγουμε και αντιπολίτευση. Καλώς ή κακώς, η δημοκρατία χρειάζεται και τις δύο για να λειτουργήσει.

Εκατό μέρες μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, με τη χώρα στο χείλος της καταστροφής και με την κυβέρνηση να παραπαίει, ο ένας της αντιπολίτευσης είναι σχεδόν εξαφανισμένος, ο άλλος υποδύεται τον σύμβουλο του Πρωθυπουργού και ο τρίτος είναι πολύ αποδυναμωμένος για να ακουστεί.

Δυστυχώς η μία εκλογική επιλογή του ελληνικού λαού αποδεικνύεται όσο επιτυχής και η άλλη. Λογικό. Ο ίδιος λαός ψήφισε και τις δύο.

Το πρόβλημα ξεπερνάει τα πρόσωπα και τους σχηματισμούς. Η ουσία είναι ότι τα τρία ευρωπαϊκά δημοκρατικά κόμματα δεν έχουν ακόμη ξεκαθαρίσει μέσα τους τι αντιπολίτευση κάνουν.

Μια αντιπολίτευση υποστηρικτική της κυβέρνησης στο όνομα της χώρας; Μια αντιπολίτευση εκφώνησης κινδύνων; Μια αντιπολίτευση δικαίωσης του εαυτού τους; Μια αντιπολίτευση σχολιασμού της επικαιρότητας;

Το ερώτημα είναι κρίσιμο να απαντηθεί. Διότι όλα αυτά μπορεί να ακούγονται ωραία και θεμιτά αλλά δεν λέγονται ακριβώς αντιπολίτευση.

Κι όπως αποδείχθηκε το 2004, το 2009 και πάλι τώρα, μια ανώριμη αντιπολίτευση δεν είναι παρά ο προάγγελος μιας ανώριμης κυβέρνησης.

Από εκεί και πέρα ο καθένας φέρει την ευθύνη της αδυναμίας του. Παρόλο που τα δεδομένα είναι ευκρινή και σχεδόν αυτονόητα.

Τα τρία ευρωπαϊκά δημοκρατικά κόμματα εκπροσωπούν σχεδόν το 40% του ελληνικού λαού στις τελευταίες εκλογές –πάνω – κάτω όσους εκπροσωπεί και η σημερινή συμπολίτευση.

Η βασική διαφορά των μεν και των δε είναι μία: το 40% της συμπολίτευσης άκουσε, πίστεψε και ψήφισε ότι υπάρχει «άλλος δρόμος».

Ενας δρόμος που οδηγεί σε κάποιον τόπο χλοερό όπου η τρόικα έχει εξοντωθεί, τα Μνημόνια έχουν καταργηθεί με έναν νόμο και ένα άρθρο, η Ευρώπη έχει αλλάξει, τα ευρώ τρέχουν με τη σέσουλα, οι αγορές χορεύουν πεντοζάλη και δεν υπάρχει ούτε θλίψη ούτε στεναγμός.

Αυτός ο τόπος είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει. Κι είναι ευτύχημα ότι για πρώτη φορά η Αριστερά καλείται να αποδείξει εμπράκτως τους ισχυρισμούς της.

Θα το καταφέρει; Θα μείνει. Δεν θα το καταφέρει; Θα πέσει.

Με άλλα λόγια, η περιγραφή του ζητήματος προσδιορίζει και τον ρόλο της αντιπολίτευσης.

Είναι περιορισμένος ως προς την έκβαση των γεγονότων –αυτά θα κριθούν μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών. Αλλά ουσιαστικός και κοινός σε περίπτωση καταστροφής: θα πρέπει να μπορούν άμεσα να παραλάβουν τη σκυτάλη, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία Λαφαζάνη.

Δεν ξέρω αν το έχουν συνειδητοποιήσει. Δεν ξέρω πόσο προετοιμάζονται.

Αλλά καλού – κακού ας βιαστούν.