Ο Πολ Γκογκέν είχε επιστρέψει στο Παρίσι από τον Νοέμβριο του 1887. Οι υπόλοιποι ζούσαν και εργάζονταν εκεί, γι’ αυτό και ο Βαν Γκογκ είχε μετακομίσει στην πόλη από το 1886: για να τους γνωρίσει, να μελετήσει το έργο τους ή για να δείξει το δικό του. Ηταν αφοσιωμένος στους στόχους του, η άρνησή του επομένως να σταθεί μπροστά σε φακό –παρά την άνοδο της φωτογραφικής τέχνης –ήταν μια ασήμαντη σε σχέση με τις άλλες παραξενιά.

Εκείνη την ημέρα όμως του Δεκεμβρίου του 1887 ο Ολλανδός ποζάρισε με τους φίλους του σε μια αυλή στο νούμερο 96 της οδού Μπλανς.

Το αποτέλεσμα, αποτυπωμένο πιθανότατα από τον Ζιλ Αντουάν, ξεθαμμένο πρόσφατα από τον ερευνητή Ζερζ Πλαντιρέ, είναι ένα εξαιρετικά σπάνιο πορτρέτο του καλλιτέχνη σε μεγάλη ηλικία. Είναι ο τρίτος από αριστερά. Και ενώ δεν φαίνεται, η παραχώρησή του οφείλεται στο ότι έχει μόλις φτιάξει την οδοντοστοιχία του.

Τι να συζητούσε η συντροφιά λίγο πριν; Πώς να αστειεύθηκε στις ελάχιστες στιγμές πριν από τη μελανοτυπία; Αλήθεια αστειεύθηκε ή η κάμερα προκαλούσε ακόμα τόσο δέος που όλοι κράτησαν την ανάσα τους; Αγνωστο. Ξέρουμε μόνο ότι τέρμα δεξιά, φορώντας μια βράκα «bragou-berr», παραδοσιακό ένδυμα της Ποντ Αβέν, όπου φιλοξενούνταν το προηγούμενο διάστημα, καθόταν ο Γκογκέν.

Πρώτος εξ ευωνύμων ήταν ο Αρνολντ Κόνιγκ, φίλος του πρωταγωνιστή μας. Πλάι του ο ζωγράφος Εμίλ Μπερνάρ. Δεύτερος από δεξιά ο καλλιτέχνης Φελίξ Ζομπέ-Ντιβάλ και, τέλος, όρθιος στο κέντρο ο θεατράνθρωπος Αντρέ Αντουάν: δική του ιδέα ήταν να καλέσει νέους πρωτοποριακούς καλλιτέχνες για να εκθέσουν στο νεόδμητο Théâtre-Libre του. Η συμμετοχή του Βαν Γκογκ ήταν μια καλή του στιγμή –η ταυτόχρονη παρουσία ενός πίνακά του όμως σε ανταγωνιστική έκθεση πυροδότησε μια αντιδικία με τον Μπερνάρ.

«ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ»; Χωρίς να είναι απολύτως επόμενο, η φωτογραφία θα δημοπρατηθεί στις 19 Ιουνίου στις Βρυξέλλες, από τον οίκο The Romantic Agony. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο πλειοδότης θα βάλει το χέρι βαθιά στην τσέπη, εκεί όπου βρίσκονται ποσά μεταξύ 120.000 και 150.000 ευρώ.

Η αξία της δεν είναι προφανώς καλλιτεχνική: με δεδομένη την αμφιλεγόμενη εγκυρότητα άλλων, αλλά και τα εγγενή όρια προσπαθειών όπως του Ταντάο Σερν για ψηφιακή ανασύσταση του προσώπου, η φωτογραφία της οδού Μπλανς, που τον απεικονίζει με πίπα και ενώ έχει αφήσει στο τραπέζι ένα χαρακτηριστικό καπέλο από κουνελότριχα, μπορεί και να αποτελεί τη μοναδική μαρτυρία για την ώριμη εμφάνισή του.

Η αρχή του τέλους δεν ήταν πολύ μακριά: έναν χρόνο αργότερα, στην Αρλ, θα βρισκόταν κάτω από την ίδια στέγη με τον Γκογκέν. Η συγκατοίκηση ήταν δημιουργική, μέχρι που η ψυχική κατάσταση του Ολλανδού επιδεινώθηκε. Μια μέρα τσακώθηκαν έντονα. Το ίδιο βράδυ, όπως αναφέρει ο Μάρτιν Γκέιφορντ στο βιβλίο «Το κίτρινο σπίτι» (Ινδικτος, 2008, μετάφραση Δήμητρα Βελισσαρίου), ο Βαν Γκογκ «πήρε τη λεπίδα με την οποία κάποιες φορές ξύριζε τα γένια του και έκοψε το αριστερό του αφτί». Πέθανε δύο χρόνια αργότερα, στις 29 Ιουλίου 1890.