Είναι 102 ετών και πριν από λίγες ημέρες «προσγειώθηκε» στην Αθήνα ύστερα από μισό αιώνα. Οι αποσκευές του δεν μοιάζουν με εκείνες που κουβαλούν μαζί τους οι ταξιδιώτες. Είναι ασπρόμαυρες, τυπωμένες σε χαρτί και διηγούνται ιστορίες. Επί της ουσίας οι αποσκευές του αυτές δεν είναι άλλες από 48 φωτογραφικά καρέ που τράβηξε στα σοκάκια της Υδρας και στις παραλίες της Σκιάθου, αλλά και τα λουσμένα στο αττικό φως μνημεία της Ακρόπολης μαζί με σκηνές από τους αθηναϊκούς δρόμους. Αυτές οι εικόνες που γεννήθηκαν στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960, για πρώτη φορά επιστρέφουν στον τόπο τους με αφορμή την έκθεση «Ταξίδι στην Ελλάδα του ’60» που φιλοξενείται στην Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα.

Πίσω από τον φωτογραφικό φακό βρισκόταν ένας από τους σημαντικούς φωτογράφους και κινηματογραφιστές της Βρετανίας, ο Βολφ Σουσίτσκι. Ενας άνθρωπος με ταλέντο. Ικανός όχι μόνο να βρίσκει την κατάλληλη στιγμή για να αποκτήσει το μοναδικό, εκείνο το διαφορετικό κάδρο, αλλά ταλαντούχος και επειδή κατάφέρνε πάντα τις ατυχίες που του έφερνε η ζωή να τις μετατρέπει με απίστευτο πείσμα και επιμονή σε δώρα που τον βοηθούσαν να πλησιάσει ολοένα περισσότερο προς την κορυφή.

ΓΙΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ. Η ελληνική περιπέτεια για τον αυστριακής καταγωγής Σουσίτσκι μπορεί να είναι από εκείνες με τις λιγότερες ανατροπές, καθώς στην Ελλάδα βρέθηκε για τα γυρίσματα της μικρού μήκους ταινίας του Τζον Ινγκραμ «Μιχάλης της Σκιάθου» με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ταινία που προβάλλεται στην έκθεση. Η αλήθεια είναι όμως πως πολλά από τα ταξίδια που έκανε στη ζωή του ο γεννημένος στην τότε Αυστροουγγαρία Βολφ ήταν από ανάγκη. Και κάθε μετακίνηση έκρυβε μια νέα έκπληξη.

Με εβραϊκή καταγωγή, αλλά γιος ενός άθεου σοσιαλδημοκράτη βιβλιοπώλη που ειδικευόταν κυρίως σε εκδόσεις για την πολιτική, αναγκάζεται το 1934 να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, τη Βιέννη, καθώς τα σύννεφα του φασισμού είχαν πυκνώσει και το κλίμα δεν ήταν ευνοϊκό για ανθρώπους όπως εκείνος. Επιλέγει το Λονδίνο, όπου ζει η φωτογράφος αδελφή του. Μυείται στον κόσμο της φωτογραφίας, αλλά η αυτοκτονία του πατέρα του και το γεγονός ότι δεν είχε άδεια εργασίας τον αναγκάζουν σε ακόμη μία φυγή: παντρεύεται μια ολλανδή συμφοιτήτριά του και εγκαθίσταται στην Ολλανδία. Προσπαθεί να ορθοποδήσει κάνοντας παιδικά πορτρέτα, αλλά η σύζυγος τον εγκαταλείπει για κάποιον άλλο και εκείνος έχοντας ανάγκη άμεσα για χρήματα αρχίζει να τραβά φωτογραφίες για καρτ ποστάλ.

«Ημουν τυχερός. Αν είχα μείνει στην Ολλανδία δεν θα ήμουν ζωντανός σήμερα» έχει πει σε παλαιότερη συνέντευξή του ο Σουσίτσκι, ο οποίος ύστερα από λίγους μήνες επέστρεψε στη Βρετανία όπου γνώρισε τον θρυλικό ντοκιμαντερίστα Πολ Ρόθα, με τον οποίο ξεκίνησε μια μακροχρόνια συνεργασία ως οπερατέρ και διευθυντής φωτογραφίας.

ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΟΣ ΕΡΩΤΑΣ. Κάπου εκεί και ενώ έχει αρχίσει να ασχολείται με τις φωτογραφίσεις ζώων, υλοποιώντας τρόπον τινά το παιδικό του όνειρο να ασχοληθεί με τη ζωολογία, φτάνει και στην Ελλάδα. Ο έρωτας με την ελληνική γη ήταν κεραυνοβόλος. Με τη φωτογραφική του μηχανή ανά χείρας την οποία δύσκολα αποχωριζόταν, αφέθηκε στη γοητεία των ανθρώπων της υπαίθρου και διάλεξε να αιχμαλωτίσει με τον φακό του τόσο τη δύσκολη καθημερινότητα τους στον αγρό όσο και τις στιγμές γιορτής με τα γλέντια και τα πανηγύρια. Λάτρεψε τις σκιές πάνω στο πεντελικό μάρμαρο του Παρθενώνα. Και έκανε εκείνο που ήξερε καλύτερα από όλα, τράβηξε αυθόρμητα πορτρέτα των ζωγράφων Τζον Κράξτον και Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα.

Σε τι διαφέρουν όμως τα 45 καρέ που διάλεξε ο ίδιος ο φωτογράφος πριν από λίγους μήνες (μόνο τα τρία καρέ της έκθεσης ανήκουν στο αρχείο Γκίκα αφού ο Σουσίτσκι τις είχε δωρίσει στον ζωγράφο) από τις άλλες λήψεις που κατά καιρούς έχουμε δει με την «Ελλάδα της χαμένης αθωότητας»; «Εχουν μια ευαισθησία που πηγάζει από τις δύσκολες καταστάσεις που έζησε» μας εξηγεί η υπεύθυνη του αρχείου της Πινακοθήκης Γκίκα και συνεπιμελήτρια της έκθεσης Ιωάννα Μωραΐτη (μαζί με τον βιογράφο του Κράξτον, Ιαν Κόλινς). «Αξίζει να προσέξετε την έμφαση που δίνει στα χέρια, ειδικά σε εκείνα των ηλικιωμένων» επισημαίνει.

info:Η έκθεση του Βολφ Σουσίτσκι «Ταξίδι στην Ελλάδα του ‘60» φιλοξενείται στην Πινακοθήκη Γκίκα ώς τις 27 Ιουνίου. Από Τετάρτη έως Σάββατο 10.00 – 19.00