Μια μελέτη που ζήτησε ο Τζεφ Μπέζος για την πορεία της εφημερίδας «Washington Post», την οποία εξαγόρασε πριν από σχεδόν δύο χρόνια, καταλήγει ότι οι επερχόμενες αλλαγές είναι μη αναστρέψιμες και σε όποιον δεν αρέσει θα πρέπει να σταματήσει να εργάζεται στην εν λόγω εφημερίδα. Η μελέτη επισημαίνει τον βασικό στόχο του νέου ιδιοκτήτη, δηλαδή να εισαγάγει την εφημερίδα στην ψηφιακή εποχή και δημοσιογραφία. Την 1η Οκτωβρίου του 2013, δύο μήνες μετά την αρχική προσφορά του, ο Τζεφ Μπέζος, ιδρυτής της Amazon, δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας και από τους πρωτοπόρους στην αγορά των ψηφιακών μέσων, έγινε επίσημα ο ιδιοκτήτης της «Washington Post». Πολλοί αναλυτές των μέσων επικοινωνίας διέβλεπαν ότι ο Μπέζος θα έφερνε τα πάνω – κάτω στην παραδοσιακή εφημερίδα της Ουάσιγκτον. Και από ό,τι φαίνεται δεν είχαν άδικο. Αντιμετώπισε τον Τύπο και πιο συγκεκριμένα την εφημερίδα του ως ένα πεδίο πειραματισμού, καινοτομίας και ανάπτυξης σε όλα τα επίπεδα. Οι τελευταίοι μήνες επιβεβαιώνουν τις προκλήσεις των αλλαγών που έχει δρομολογήσει.

Τον Οκτώβριο του 2014 ο Μπέζος προσέλαβε στη διεύθυνση της εφημερίδας τον Φρέντερικ Ράιν, εξειδικευμένο στις ψηφιακές ειδήσεις, και αντικατέστησε την Κάρθιν Γουέιμουθ, που αποτελούσε επιλογή της οικογένειας Γράαχαμ, στην οποία η εφημερίδα ανήκε έως πρόσφατα. Ο Ράιν ήταν συνιδρυτής του περιοδικού «Politico» και μέλος του επιτελείου του προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν, με πολλές γνώσεις στις σύγχρονες τάσεις του επικοινωνιακού πεδίου και υπέρμαχος της ψηφιακής ενημέρωσης. Με την έλευσή του, η εφημερίδα προσέλαβε 100 νέους δημοσιογράφους με στόχο να στηρίξει τις προσπάθειες του εντύπου στην ψηφιακή του εκδοχή.

Η Amazon αύξησε τις συνολικές δαπάνες για τεχνολογία και έρευνα από 1 δισ. δολάρια το 2008 σε 6 δισ. το 2013. Πρόκειται για ένα σημαντικό ποσό που αυξήθηκε απότομα, παρόμοιο με εκείνο της Google που ανήλθε στα 8 δισ. δολάρια και σχεδόν διπλάσιο από ό, τι επενδύει η Apple. Μέρος των επενδύσεων καινοτομίας θα ενσωματωθεί άμεσα στο τμήμα πωλήσεων. Ετσι, η «Washington Post» έχει στελεχωθεί από μια σημαντική σε μέγεθος ψηφιακή ειδησεογραφική ομάδα που θα αναφέρεται αφενός στο δημοσιογραφικό τμήμα κι αφετέρου στο τμήμα πωλήσεων.

Παράλληλα, καθώς όλες οι ειδήσεις δεν δημοσιεύονται σε ένα μέσο ενημέρωσης, ο Μπέζος σχεδιάζει να πουλήσει περιεχόμενο που περισσεύει στις τοπικές και περιφερειακές εφημερίδες. Αυτό θα μπορούσε να αποφέρει νέα έσοδα. Ωστόσο, η κίνηση αυτή έγινε δεκτή με μια μάλλον απορριπτική διάθεση από τους επαΐοντες της τεχνολογίας που είχαν προσπαθήσει να κάνουν, αλλά ανεπιτυχώς, το ίδιο σε άλλες μεγάλες εταιρείες μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ο Μπέζος αντίθετα θεωρεί ότι εάν διαθέτει αρκετούς συνεργάτες, θα μπορούσε να έχει επιτυχία.

Στην πράξη οι εν λόγω εκδοτικοί πειραματισμοί σηματοδοτούν τη μετάβαση από τον παλαιό εκδότη που ενδιαφερόταν όχι μόνον για τις πωλήσεις των φύλλων της εφημερίδας του αλλά και για το περιεχόμενό της σε μια νέα μορφή όπου η εφημερίδα μπορεί να είναι ένα είδος πλατφόρμας, πάροχος διαφόρων υπηρεσιών, όπου σημασία δεν έχει τόσο η ενημέρωση και οι πατροπαράδοτες ειδησεογραφικές αξίες, έστω και οι πωλήσεις φύλλων, αλλά η αναζήτηση για κάτι καινούργιο που κανείς δεν ξέρει πώς περίπου θα είναι.