Εχοντας ως δεδομένο ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα βρεθεί συμφωνία με τους εταίρους, οι διοικήσεις των τραπεζών βάζουν στο τραπέζι τα σχέδια για την επόμενη ημέρα. Και καλούνται να αντιμετωπίσουν άμεσα δύο προβλήματα, που θα καθορίσουν αφενός την πορεία της οικονομίας και αφετέρου τη δική τους μακροημέρευση. Το πρώτο έχει να κάνει με την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία και το δεύτερο με τη διαχείριση των κόκκινων δανείων. Στην πρώτη περίπτωση, οι μαζικές εκροές καταθέσεων και η εξάρτηση από τον ELA τούς δένουν τα χέρια. Το τελευταίο δίμηνο, τα καταθετικά υπόλοιπα έχουν μειωθεί κατά περίπου 18 δισ. ευρώ και η ρευστότητά τους ανανεώνεται ανά δεκαπενθήμερο. Ετσι, ακόμα και αν θέλουν, δεν μπορούν να τροφοδοτήσουν με δάνεια την αγορά. Εντούτοις, με το κλείσιμο της συμφωνίας, οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι αφενός θα ανασχεθεί η φυγή των καταθέσεων και αφετέρου η ΕΚΤ θα ανοίξει ξανά τους κρουνούς της ρευστότητας. Παράλληλα, το τραπεζικό σύστημα αναμένεται να παίξει κομβικό ρόλο στη διάθεση πόρων από το ΕΣΠΑ, κυρίως προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δίνοντας πολύτιμες ανάσες στην αγορά.

Οσο για τα κόκκινα δάνεια, το κυβερνητικό σχέδιο για τη δημιουργία ενδιάμεσου φορέα, αλλά και η αξιοποίηση μέρους των χρημάτων που έχει στη διάθεσή του το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, βρίσκουν σύμφωνους τους τραπεζίτες. Από την άλλη όμως δεν αρκούν για να γυρίσουν την κατάσταση, καθώς οι επισφάλειες ξεπερνούν πλέον τα 75 δισ. ευρώ. Χρειάζονται μαζικά προγράμματα ρυθμίσεων, ανεξαρτήτως της οικονομικής δυνατότητας του δανειολήπτη, αλλά και ειδική μέριμνα για τα δάνεια των μεγάλων επιχειρήσεων, ώστε και το τοπίο να ξεκαθαρίσει αλλά και να μειωθούν οι επισφάλειες.

Οι διοικήσεις των τραπεζών γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτά είναι τα δύο βασικά μελήματα της κυβέρνησης. Και ότι, εφόσον σημειωθεί ικανοποιητική πρόοδος, οι σχέσεις τους με το οικονομικό επιτελείο δεν θα διαταραχθούν. Γι’ αυτό και με άμεσες ενέργειες σε αμφότερα τα μέτωπα επιδιώκουν να κάνουν «ματ σε δύο κινήσεις», εξασφαλίζοντας και το δικό τους μέλλον.