Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής του Χρήστου Οικονόμου με τον γενικό τίτλο «Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα» και το φαινομενικά περιοριστικό για μια προαναγγελθείσα τριλογία θέμα των «εμφυλίων» που διεξάγονται σε ένα νησί του Αιγαίου, υπάρχει ένα επεισόδιο στο οποίο το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, ο Σταύρος και η Αρτεμη, έπειτα από μια προσωπική τους τραγωδία με εκκίνηση το όνειρο να ανοίξουν μια ταβέρνα και φινάλε την καταστροφική φωτιά των ντόπιων ανταγωνιστών, κάνει μια μικρή τρέλα. Γεμάτοι αβέβαιη αισιοδοξία, αμολάνε χαρταετό καλοκαιριάτικα και η Αρτεμη, υπεύθυνη για την ιδέα, την αναβαθμίζει και σε κανονικό σχέδιο: «Θα το πούμε και στους άλλους στη γειτονιά» εξηγεί, «θα δένει ο καθένας στην πετονιά κάποια πράγματα δικά του και θα τα αφήνει να κρέμονται στον αέρα, να έτσι, όπως κάναμε εμείς με τα φαναράκια και το σωσίβιο. Και θα καθόμαστε όλοι μαζί με τα φαγητά μας και τα κρασιά μας και θα κοιτάμε εκεί ψηλά με τις ώρες. Κι ύστερα, λέει, θα κόβουμε τις πετονιές και θ’ αφήνουμε τους χαρταετούς και τα πράγματα να φύγουν, να τα πάρει ο άνεμος, να χαθούν».

Τηρουμένων των αναλογιών, εκτός από του «Χαρταετοί τον Ιούλιο», είναι και των λοιπών διηγημάτων οι πρωταγωνιστές που επιθυμούν να διαχύσουν ακόμα και αψήφιστα το καλό (ή έστω κάτι ισοδύναμο), αλλά στο τέλος είτε πληρώνουν την επιθυμία τους είτε οι συνέπειές της καταλήγουν πικρά ανεξιχνίαστες.

Σε ένα από αυτά ο Τάσος, παρότι του λένε ότι «θα το φάει το κεφαλάκι του», αγωνίζεται μοναχικά για να στήσει στο νησί ομάδες αλληλεγγύης και αγορές χωρίς μεσάζοντες, βασανίζεται όμως για όλα αυτά δεμένος στο καπό του αγροτικού του, μέχρι που τελικά χάνεται σε μια υποχθόνια τρύπα. Σε ένα άλλο ο Χρόνης, καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, με αντιεξουσιαστικές και ποιητικές τάσεις, γίνεται μάρτυρας του εγκλήματος ενός γερομπισμπίκη σε μια έφηβη και αποφασίζει να απονείμει όση δικαιοσύνη μπορεί. Και σε ένα τρίτο ο Λάζαρος, άλλο αναστάσιμο όνομα αυτό, μαθαίνει στον γιο του να αγαπάει τα λεφτά («ο άνθρωπος που μισεί το χρήμα μισεί τον εαυτό του») για να τον κάνει σπουδαίο σαν τον εφοπλιστή που τον παίρνει στη δούλεψή του, ο νεαρός όμως εξαφανίζεται και ο πατέρας του τον αναζητά μάταια, φωνάζοντας το λατρεμένο όνομά του. Η περιστασιακή πάντως σχηματικότητα ορισμένων χαρακτήρων (όπως ενός εφοπλιστή με βασικό αξεσουάρ το πούρο από την πλευρά των εκμεταλλευτών) ή ο λυρισμός των θυμοσοφιών και των καταγγελιών τους, δεν αποδυναμώνει τη σημασία της αναμέτρησής τους ή της ένταξής τους στην καθόλου σχηματική ή λυρική πραγματικότητα –χώρια που οι κατά τόπους ροπές στους μελοδραματισμούς αμφισβητούνται ακόμα και από τους ίδιους. «Η αρχή δεν είναι ποτέ πίσω μας, η αρχή είναι πάντα μπροστά μας» λέει η Αρτεμη στον Σταύρο και παρότι εκείνος σχολιάζει πετυχημένα «α, ωραία, πιάσαμε τους κοελιομπουκαϊγιαλομισμούς τώρα», η δύναμη της φράσης της δεν εξατμίζεται.

Βάζει φυσικά και ο συγγραφέας το χεράκι του: επιστρατεύοντας άνετα την καθημερινή, λαϊκή γλώσσα, τη γλώσσα που χρησιμοποιεί και τις λέξεις που επαναλαμβάνει μουσικά ένας απλός καθώς λέγεται άνθρωπος όταν μιλάει σε ένα φίλο για τα ζόρια του, ο Οικονόμου, πολιτικός συντάκτης του «Εθνους» στο επάγγελμα, δεν δυσκολεύεται να αυξήσει όπου θέλει τη συναισθηματική θερμοκρασία της αφήγησής του. Ενίοτε μέχρι τα πυρετώδη, δραματικά όριά της, στα οποία μια υποθετική θρησκευτική εμπειρία θα καλούνταν να λειτουργήσει παρηγορητικά.

Ισως γιατί περισσότερο από όλα (και όπως συνέβαινε και στο «Κάτι θα γίνει, θα δεις») ο συγγραφέας απλώς πιστεύει στους ήρωές του, στις δυνάμεις και στις αδυναμίες τους, σαν να επρόκειτο για τους καλύτερους δείκτες της στάσης εκείνου του απλού ανθρώπου που λέγαμε, απέναντι στην αδικία τη συντελούμενη τόσο στον διπλανό του όσο και στον ίδιο. Το τι σόι στάση είναι αυτή, το πώς αποτιμάται και φυσικά από ποιον είναι κανονιστικά ερωτήματα, τα οποία ο Οικονόμου ξέρει ότι δεν οφείλει να τα απαντήσει τελεσίδικα. Ούτε, βέβαια, να αγνοήσει τις αιτίες τους. Σίγουρα πάντως πρόκειται για μια στάση που φέρεται να συναντά και θεσμικά εμπόδια. «Ο κόσμος είναι φτιαγμένος έτσι» λέει ο συγγραφέας, προκαλώντας ίσως εκνευρισμό στους πιο γραφειοκράτες ερμηνευτές της έννοιας του κοινωνικού συμβολαίου, «ώστε να απαλλάσσει τον καθένα από εμάς από την ευθύνη να κάνει το προσωπικό καλό. Ο καθένας από εμάς είναι ελεύθερος να κάνει το κακό με χίλιους τρόπους, το καλό όμως είναι πάντοτε υπόθεση κάποιου άλλου. Στις κοινωνίες μας, το καλό είναι μονοπώλιο του κράτους. Για να λειτουργήσει μια κοινωνία, το κράτος πρέπει να έχει το μονοπώλιο της βίας –αλλά ακόμα πιο σημαντικό για μια κοινωνία είναι να έχει το κράτος το μονοπώλιο του καλού».

Χρήστος Οικονόμου

Το καλό

θα ‘ρθει από τη θάλασσα

Εκδόσεις Πόλις, 2014, σελ. 216

Τιμή:

12,50 ευρώ