Εβδομήντα ακριβώς χρόνια μετά τον Δεκέμβρη του ’44 η συζήτηση για το τρομακτικό αυτό κεφάλαιο της Ιστορίας μας αναζωπυρώθηκε, όπως είθισται στις στρογγυλές επετείους. Ωστόσο, κρίσιμα ερωτήματα θα μείνουν πάλι χωρίς οριστική απάντηση. Ηθελε το ΕΑΜ/ΚΚΕ την ένοπλη σύγκρουση ή εξωθήθηκε σε αυτή; Και τι επιδίωκε όταν την ξεκίνησε: τη βίαιη κατάκτηση της εξουσίας ή την άσκηση πίεσης για διαπραγματεύσεις υπό όρους ευνοϊκότερους για το ίδιο;

Ενώ τα ερωτήματα αυτά έχουν κυρίως ιστορική σημασία, ένα άλλο στοιχείο εκείνης της σύρραξης είναι πιο ανησυχητικό, γιατί λειτουργεί συνεχώς από τότε, με αυξομειούμενη ένταση. Διαβάζοντας αυτές τις ημέρες το εξαιρετικό βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη «Δεκεμβριανά 1944», ξανακοιτάζοντας παράλληλα τις ημερολογιακές εγγραφές του Γιώργου Θεοτοκά από την τελευταία φάση της Κατοχής ώς τον Ιανουάριο του 1945, είδα αποτυπωμένη με ανατριχιαστική ευκρίνεια τη ραγδαία κλιμάκωση των εμφυλιοπολεμικών αισθημάτων και τη μεταλλαγή τους από πολιτική εχθρότητα σε γυμνό ταξικό μίσος.

Αυτό είναι κάτι που δεν συνέβη σε τέτοια κλίμακα σε καμία άλλη απελευθερωμένη χώρα της Ευρώπης και πάντως δεν επαναλήφθηκε ποτέ και πουθενά αλλού μετά τον πόλεμο. Στην Ελλάδα, αντίθετα, άφησε μια ζοφερή παρακαταθήκη, που ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια αναδύεται πάλι στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Με υπαιτιότητα όλων των πλευρών. Αλλά προπαντός μίας.

Η οποία δεν είναι εντέλει ο ΣΥΡΙΖΑ και, γενικά, η Αριστερά. Οσο δικαιολογημένη και αν είναι η κριτική που ασκείται στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τον ανεύθυνο λαϊκισμό και την εμπρηστική ρητορική του, η κύρια πηγή της έντασης βρίσκεται στην απέναντι όχθη. Είναι η συμπεριφορά της ελληνικής άρχουσας τάξης και του πολιτικού προσωπικού που την υπηρετεί.

Σχεδόν όλες οι αστικές δημοκρατίες της Ευρώπης πέτυχαν μετά τον πόλεμο να αμβλύνουν τις ταξικές αντιθέσεις χάρη σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, που έκανε ουσιώδεις παραχωρήσεις στα ασθενέστερα στρώματα. Στην Ελλάδα, αυτό επιχειρήθηκε πολύ καθυστερημένα, σπασμωδικά, στρεβλά και γι’ αυτό με θνησιγενή αποτελέσματα. Η άρχουσα τάξη εδώ εξακολούθησε να συμπεριφέρεται σαν ξένο σώμα, παρασιτώντας το κράτος και αρνούμενη να επωμιστεί έστω ένα μέρος από τα κοινωνικά βάρη που της αναλογούν. Το αίσθημα της αδικίας έμεινε βαθιά ριζωμένο στα κατώτερα και τα μεσαία στρώματα, οδηγώντας με τη σειρά του σε υπερβολές και άφρονες ή δόλιες μεθόδους αναπλήρωσης.

Η ελληνική άρχουσα τάξη είναι σήμερα σχεδόν εξίσου αποξενωμένη από τον λαό όσο ήταν το 1944. Τότε σώθηκε μόνο χάρη στα όπλα των Αγγλων. Αργότερα εναπόθεσε την επιβίωσή της στον Στρατό και το παλάτι. Μετά τη Μεταπολίτευση διέβρωσε ταχύτατα τα κόμματα εξουσίας, που έχασαν την πολιτική αυτονομία τους και έγιναν πειθήνια όργανά της. Η κρίση, για την οποία έχει η ίδια τεράστια ευθύνη, ανέδειξε για άλλη μια φορά την ανάλγητη και αντιπατριωτική στάση της, με τη χρησιμοποίηση του πολιτικού βραχίονά της για να επαυξήσει τα προνόμιά της και να μετακυλίσει τα βάρη της δημοσιονομικής προσαρμογής στους ασθενέστερους.

Τώρα, με συρρικνωμένα και ανυπόληπτα τα αυτοκαταστροφικά κόμματα που την υπηρέτησαν, φαίνεται πως στρέφεται αλλού για να διατηρήσει την ακινησία της και να συνεχίσει την αφαίμαξη του ξενιστή της: στον εναγκαλισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ενδεχομένως και στην αποδέσμευση από ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο που πλέον της είναι ενοχλητικό. Αλλά το ταξικό μίσος που έχει σπείρει φουντώνει ολοένα. Και, το χειρότερο, είναι τώρα πολιτικά τυφλό.