Δεν πρέπει να είναι μόνο το νεαρόν της ηλικίας που γεμίζει τον Αντονι Μάρα με ικανοποίηση για το Athens Prize for Literature (το ελληνικό πήρε ο Τηλέμαχος Κώτσιας), ένα βραβείο από μια χώρα πολύ μικρότερη της δικής του, χιλιάδες μίλια μακριά. Ο χωροχρόνος του ντεμπούτου του δεν του επέτρεπε, όπως λέει, να τρέφει μεγάλες εντός συνόρων προσδοκίες, το ενδιαφέρον του όμως για την Τσετσενία ήταν ανίκητο. Είχε γεννηθεί όταν σπούδαζε στην Αγία Πετρούπολη, έμενε πλησίον μιας στρατιωτικής ακαδημίας και αντίκριζε 17χρονους δόκιμους να παρελαύνουν ή να κοιτούν («σαν να κοιτούν το μέλλον τους») βετεράνους που είχαν πολεμήσει σε αυτό το κομμάτι του Βόρειου Καυκάσου και πλέον ζητιάνευαν στον σταθμό του μετρό.

Γοητεύτηκε από όσα είχαν πει για το μέρος οι Τολστόι ή Λέρμοντοφ, ξεκοκάλισε τις ανταποκρίσεις της δολοφονημένης Αννας Πολιτκόφσκαγια και αφού ολοκλήρωσε το προσχέδιό του, πήγε στο Γκρόζνι για επαλήθευση. «Ο κόσμος για τον οποίο είχα γράψει δεν υπήρχε πια, η πόλη είχε ανοικοδομηθεί» λέει σήμερα. «Οι άνθρωποι όμως με ρωτούσαν γιατί πήγα, ποια εικόνα είχα γι’ αυτούς, επιβεβαιώνοντας ότι παρέμεναν παρεξηγημένοι από όσους τους θεωρούσαν απλώς τρομοκράτες. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι ήθελαν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους».

Ο «Αστερισμός ζωτικών φαινομένων» αφηγείται πέντε ημέρες του 2004 από τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας. Δύο γιατροί, ο κάπως ατζαμής Αχμεντ και η δυναμική Σόνια, αναλαμβάνουν, ανήσυχα ο μεν, απρόθυμα η δε, να σώσουν τη μικρή Χαβάα από τους ρώσους στρατιώτες που έκαψαν το σπίτι και άρπαξαν τον πατέρα της. Μαζί με τα υπόλοιπα βασικά πρόσωπα, αντιστοιχούν στα «ζωτικά φαινόμενα» του τίτλου τα οποία ο Μάρα βρήκε σε ένα λεξικό, κάτω από το λήμμα «ζωή»: οργάνωση, ευερεθιστότητα, κίνηση, ανάπτυξη, αναπαραγωγή, προσαρμογή.

Ποιος από όλους τους χαρακτήρες, με δεδομένη την απόστασή του από τις ζοφερές εμπειρίες τους, τον παίδεψε περισσότερο; Η μικρή, «ένα οκτάχρονο κορίτσι σοφότερο από την ηλικία του, παράξενα ευφάνταστο, επομένως δύσκολο να φανεί πειστικό και ρεαλιστικό», για χάρη του οποίου ο Μάρα συμβουλεύτηκε το βιβλίο «Angel of Grozny» της νορβηγής δημοσιογράφου Οσνε Σέιερσταντ για τα ορφανά του πολέμου. Η Χαβάα είναι το παιδί στο οποίο έχουν τον νου τους ο Αχμεντ και η Σόνια: «Είναι μια ιστορία για ανθρώπους που δεν τους έχει μείνει τίποτα και προσπαθούν να σώσουν τους άλλους, για να διατηρήσουν ζωντανή μια ηθική δικαιοσύνη» εξηγεί ο συγγραφέας. «Είμαι σίγουρος ότι και στην Ελλάδα υπάρχουν τέτοιοι αυτή τη στιγμή».

Εναν μήνα προτού το βιβλίο εκδοθεί στις ΗΠΑ, το 2013, τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν στον Μαραθώνιο της Βοστώνης έπειτα από βομβιστικό χτύπημα που αποδόθηκε σε δύο αδέλφια από την Τσετσενία· το γεγονός, λέει ο συγγραφέας, ότι πολλοί τότε ρωτούσαν πού στο καλό βρίσκεται αυτή η χώρα έδειξε με τον χειρότερο τρόπο την άγνοια που συχνά επιδεικνύουν οι συμπατριώτες του για κάποιες απομονωμένες, ταραγμένες περιοχές του πλανήτη. «Οπως κι άλλες χώρες», εξηγεί, «η Αμερική ενδιαφέρεται περισσότερο για όσα την επηρεάζουν άμεσα και η συγκεκριμένη επίθεση έφερε και σε εκείνην ένα κομμάτι βίας».

Μάλλον κάτι τέτοια, πάντως, τον έκαναν να εγκαταλείψει γρήγορα τις πρώτες, περίπου αυτοβιογραφικές, ιστορίες του και να στρέψει το ενδιαφέρον του σε όσα διαδραματίζονται πάνω στον καμβά των πολιτικών ή των θρησκευτικών συγκρούσεων. Οταν και ο ίδιος διαβάζει, λέει, θέλει να μεταφέρεται κάπου αλλού, ώστε ο κόσμος να φαντάζει πιο μεγάλος και περίπλοκος. Αυτή την εμπειρία θέλει να καθρεφτίσει και ως συγγραφέας, αντί λοιπόν να γράφει για τον εαυτό του, που πηγαίνει σε κάποιο μπαρ και μελαγχολεί, γράφει για όσα δεν πρόκειται να ζήσει. Για όσα τον κάνουν να νιώθει σοφότερος, πιο βαθύς και πιο «μεγάλος». Είναι αρετές που βρήκε στους αγαπημένους του συγγραφείς, όπως ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, ο Ντέιβιντ Μίτσελ ή ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Και που ελπίζει να υπηρετήσει και ο ίδιος στα μελλοντικά έργα του.

Αυτή την περίοδο ολοκληρώνει μια συλλογή διηγημάτων με φόντο επίσης τη Ρωσία, κατόπιν όμως, λέει γελαστά, θα προχωρήσει πέρα από αυτή την περιοχή, χωρίς να πάψει να ενδιαφέρεται για την ένταση μεταξύ του ατόμου και της κυβέρνησής του. «Νομίζω ότι η λογοτεχνία έχει αυτόν τον σημαντικό ρόλο», καταλήγει, «να συλλαμβάνει, να καταγράφει και να προβάλλει τις ιστορίες και τις ζωές που είναι πολύ μικρές για να εμφανιστούν σε μίντια και ιστορικά βιβλία».