Η Ευρωπαϊκή Οικονομική-Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) αποτελεί μια ιδιόμορφη ζώνη ενιαίου νομίσματος, δεδομένου ότι απουσιάζει μια κεντρική αρχή με τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός ενιαίου κράτους και επιπλέον η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν λειτουργεί ως δανειστής τελευταίας καταφυγής στη ζώνη του ευρώ, δηλαδή δεν δανείζει άμεσα τα κράτη της ζώνης. Η ΟΝΕ κατασκευάστηκε συνειδητά ως ένα πλαίσιο συνύπαρξης που να διατηρεί διαρκώς υψηλό τον κίνδυνο χρεοκοπίας (ορθότερα: χρεοστασίου, default), με σκοπό να επιβάλλονται προγράμματα δημοσιονομικής λιτότητας.

Πρόκειται για νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης, που προωθεί επιθετικά τα συμφέροντα του κεφαλαίου με βάση τον κανόνα ότι οι κρατικές και οι ευρωπαϊκές πολιτικές δεν πρέπει να παρακωλύουν τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, ούτε καν σε περιόδους κρίσης, αλλά πρέπει να είναι πάντα συμπληρωματικές προς τις αγορές. Οι χρηματαγορές λειτουργούν έτσι ως μηχανισμός ελέγχου και επιβολής κανόνων οικονομικής πολιτικής.

Το μοντέλο αυτό, που χρησιμοποιεί την ύφεση για την υποκίνηση των «μεταρρυθμίσεων», προσαρμόζει το οικονομικό και το κοινωνικό πλαίσιο της ζώνης του ευρώ στα συμφέροντα του κεφαλαίου και αναδιοργανώνει ριζικά τις συνθήκες αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Οποιαδήποτε απόκλιση από τη λιτότητα εκλαμβάνεται ως «ηθικός κίνδυνος», δηλαδή ως ασύνετη και λαϊκιστική πολιτική.

Ο θεμελιακά ασύμμετρος τύπος πολιτικών που ακολουθήθηκαν ώς τώρα (με το βάρος της προσαρμογής μιας οικονομίας σε βαθιά κρίση να πέφτει στην πλευρά της μισθωτής εργασίας, της αυτοαπασχόλησης και της μικρής επιχειρηματικότητας) χρησιμοποιεί το δημόσιο χρέος ως επιχείρημα για τη λιτότητα, τη χαμηλή φορολογία για το κεφάλαιο, τις ιδιωτικοποιήσεις και την απαξίωση της εργασίας.

Οι πολιτικές αυτές έχουν σχεδιαστεί για να μην επιτύχουν τους διακηρυγμένους δημοσιονομικούς στόχους τους. Εχουν στρατηγικό ορίζοντα τη «βιώσιμη» αναδιοργάνωση της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής προς όφελος του κεφαλαίου, και απλώς προπαγανδίζουν στερεότυπα ότι «η ανάπτυξη έρχεται» και «το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο».

Θα ήταν εσφαλμένο να θεωρήσουμε ανορθολογική ή μυωπική την κυρίαρχη αυτή πολιτική των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και της ΕΚΤ, όπως κάνουν διάφοροι όψιμοι υποστηρικτές της Αριστεράς που πλέον εμφανίζονται στον αριστερό Τύπο, οι οποίοι θεωρούν ότι οι χρηματαγορές απλώς δημιουργούν «φούσκες» και η λιτότητα είναι η ανορθολογική πολιτική που η Γερμανία «επέβαλε στους άλλους». Αν η ΕΚΤ και οι κυβερνήσεις πραγματοποιούσαν ριζική επέμβαση στην κρίση, το χρέος και η ύφεση δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν πλέον ως εργαλεία για την απαξίωση της εργασίας και την εμπέδωση των συντηρητικών «μεταρρυθμίσεων». Αυτό θα υπονόμευε τον κανόνα του «ηθικού κινδύνου» ως μοντέλου διακυβέρνησης προς το συμφέρον του κεφαλαίου και θα δημιουργούσε τον πραγματικό «κίνδυνο» να ανατραπούν τα μέτρα λιτότητας και οι νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις». Αυτό ακριβώς θα ήταν ανορθολογικό από την ταξική οπτική της καπιταλιστικής εξουσίας.

Εντούτοις, η παράταση της ύφεσης και η γενίκευση της «υπερχρέωσης» των χωρών της ζώνης του ευρώ υπονομεύουν τη νομιμοποίηση στη λαϊκή συνείδηση των ασκούμενων πολιτικών και δημιουργούν κοινωνικές και πολιτικές «κινητικότητες» που οδηγούν ακόμη και στην ανατιμολόγηση από τις αγορές του χρηματοπιστωτικού κινδύνου στη ζώνη του ευρώ, όπως φάνηκε και από το πρόσφατο επεισόδιο στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Κανείς σοβαρός αναλυτής δεν μπορεί σήμερα να αμφισβητήσει ότι ο ακραίος ευρωπαϊκός νεοφιλελευθερισμός στραγγαλίζει την αναπτυξιακή δυναμική κάθε οικονομίας.

Η συγκυρία είναι επομένως προνομιακή για την αλλαγή του κοινωνικού και του πολιτικού συσχετισμού σε κάποιες χώρες της Ευρώπης και για την αμφισβήτηση συνολικά του νεοφιλελευθερισμού, με τρόπο κοινωνικά έγκυρο και αποτελεσματικό. Η αντιμετώπιση του υψηλού δημόσιου χρέους σε μια σειρά από χώρες της ζώνης του ευρώ αποτελεί πρόβλημα πρωτίστως πολιτικό. Οι όποιες τεχνικές λεπτομέρειες είναι απλώς τα παρελκόμενα της αναμέτρησης διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων στο αστάθμητο φόντο των κοινωνικών ανταγωνισμών. Η κρίσιμη παράμετρος, επομένως, είναι η κινητοποίηση της εργασίας.

Το ζητούμενο και το στοίχημα από την επερχόμενη κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι να θέσει ως προτεραιότητα την υπεράσπιση των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας, οικοδομώντας σε αυτή τη βάση το όποιο μακροοικονομικό-αναπτυξιακό σχέδιο. Τότε μόνο θα μιλάμε για αλλαγή υποδείγματος στην Ελλάδα, απαρχή ενός «δημοκρατικού ντόμινο» σε όλη την Ευρώπη.

Ο Γιάννης Μηλιός είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο ΕΜΠ, υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ