Στο μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμί «Η πανούκλα», το πρώτο σημάδι της επιδημίας είναι ο μαζικός θάνατος των αρουραίων. «Εβγαιναν από υπόγεια και μικρά δωμάτια, κελάρια και υπονόμους, σχηματίζοντας μεγάλες ουρές. Τρέκλιζαν στο φως, κατέρρεαν και ψοφούσαν δίπλα στους ανθρώπους».

Οι αρουραίοι είναι αγγελιαφόροι αλλά –η ανθρώπινη φύση είναι αυτή που είναι –το μήνυμά τους δεν εισακούεται άμεσα. Ακόμη και όταν αρχίζουν να πεθαίνουν άνθρωποι η απάντηση των Αρχών είναι διστακτική. Η λέξη «πανούκλα» σχεδόν δεν προφέρεται. Απελπισμένος ο γιατρός, στο μυθιστόρημα, δηλώνει ενώπιον μιας ιατρικής επιτροπής: «Δεν με ενοχλεί η μορφή των λέξεων. Ας πούμε απλά ότι δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε σαν να μην απειλείται με θάνατο η μισή πόλη, γιατί στη συνέχεια θα απειληθεί».

Η ακολουθία των συναισθημάτων μοιάζει να είναι οικεία. Η άρνηση ακολουθείται από ανεπαίσθητο άγχος, στην συνέχεια έρχεται ανησυχία, μετά φόβος τον οποίο διαδέχεται ο πανικός. Η ασθένεια ισοπεδώνει τα πάντα, ξαφνικά όλοι είναι ευάλωτοι και το ηθικό σθένος κάθε ανθρώπου τίθεται σε δοκιμασία. Η πανούκλα βρίσκεται σε όλων τα μυαλά όταν δεν βρίσκεται στα σώματά τους. Τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται. Ποια είναι η διαδικασία μετάδοσης; Πώς μπορεί να απομονωθούν τα θύματα;

ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ. Ενας ιός που μόλυνε κάποιον στη Δυτική Αφρική, πιθανώς έναν άνδρα που κυνηγούσε νυχτερίδες σε ένα τροπικό δάσος για να ταΐσει την οικογένειά του, θεωρητικά δεν μπορεί να προσβάλει μια νοσοκόμα στο Ντάλας που φορούσε προστατευτικά ρούχα καθώς φρόντιζε έναν ασθενή ο οποίος πέθανε. Αποδεικνύεται όμως ότι μπορεί.

Με άλλα λόγια, ο ιός καραδοκεί διαρκώς παρότι είναι αόρατος. Αγνοείται εύκολα μέχρις ότου είναι πολύ αργά. Αυτός ο ιός που πέρασε από την Αφρική στην Ευρώπη και από εκεί στις ΗΠΑ εμφανίστηκε σε μία περίοδο αποκεφαλισμών και ταραχών. Οι άνθρωποι συνδέουν τα φαινόμενα αυτά καθώς η άρνηση μεταλλάσσεται σε ανησυχία και πανικό. Αισθάνονται την ανάδευση ανεξέλεγκτων δυνάμεων. Στο τέλος του μυθιστορήματος, ο γιατρός σκέφτεται το ανακουφισμένο πλήθος που επιβίωσε: «Γνώριζε πως αυτό το χαρούμενο πλήθος αγνοούσε ότι ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε χάνεται ποτέ, ότι μπορεί να μείνει δεκάδες χρόνια ναρκωμένος στα έπιπλα και στα ρούχα περιμένοντας υπομονετικά μέσα στα δωμάτια, τα υπόγεια, τα σεντούκια, τα μαντίλια, τα χαρτιά και ότι ίσως θα ερχόταν μια μέρα που η πανούκλα, για να βασανίσει ή για να διδάξει τους ανθρώπους, θα ξυπνούσε και πάλι τα ποντίκια της και θα τα έστελνε να ψοφήσουν μέσα σε μια ευτυχισμένη πόλη».

Μπορεί η επιδημία να χρησιμεύσει ως «δίδαγμα» για μια ανέμελη ανθρωπότητα;