Στο γήπεδο της φορολογίας έχασε το παιχνίδι ο Ολάντ. Σ’ αυτό επιχειρεί να παίξει μπάλα τώρα ο Σαρκοζί με υποσχέσεις για γενναία μείωση των φόρων.

Ενάμιση χρόνο μετά την άνοδό του στην εξουσία, η μεγάλη προεκλογική υπόσχεση του γάλλου προέδρου για φόρο 75% στους πλουσίους μοιάζει να είναι η επιτομή μιας φορολογικής πολιτικής σε πλήρη σύγχυση και με άγνοια κινδύνου για τους νόμους της αγοράς.

Η εξαγγελία για φόρο-μαμούθ στα υψηλά εισοδήματα του έδωσε πόντους στην εκλογή του από τις δεξαμενές των γάλλων αριστερών ψηφοφόρων. Αποδείχθηκε όμως μια μεγάλη παγίδα για τον ίδιο όταν ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Οχι μόνο λόγω της σύγχυσης που προκάλεσε στην αγορά και στη μεσαία τάξη. Ούτε γιατί οι παλινωδίες και τα αλλεπάλληλα μπρος-πίσω της κυβέρνησης στην εφαρμογή αυτού του μέτρου ανέδειξαν την προχειρότητα στη σύλληψη και στον σχεδιασμό του χωρίς να έχουν υπολογιστεί οι επιπτώσεις του. Αλλά, κυρίως, γιατί όλα αυτά έπληξαν ανεπανόρθωτα τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του Φρανσουά Ολάντ και των γάλλων πολιτών για την ικανότητά του να βγάλει τη Γαλλία από τα πολλά και χρόνια προβλήματά της.

Στο γήπεδο των φόρων θα παιχθεί, σε μεγάλο βαθμό, και το παιχνίδι στην Ελλάδα. Τα χρόνια του Μνημονίου στήθηκε μια μηχανή πρωτόγνωρης φορολογικής αφαίμαξης χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, μικρών και μεγάλων περιουσιών. Ολων των συνεπών φορολογουμένων που δήλωναν εισοδήματα και ιδιοκτησίες στο ακέραιο στην Εφορία. Αυτή η εικόνα φορολογικού παραλόγου επικρατεί σήμερα στη χώρα μας. Και αντί να διορθωθεί προς ρεαλιστικότερη κατεύθυνση, κινδυνεύει να δώσει τη θέση της σε ένα άλλο εξίσου επικίνδυνο φορολογικό σκηνικό αν υλοποιηθούν κάποια από τα μέτρα που εξαγγέλλει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την εμφανή προσπάθεια του προέδρου του να στείλει μηνύματα ρεαλισμού στις ξένες αγορές.

Μια στροφή που, προς το παρόν, δεν επιβεβαιώνεται από την εξαγγελία του ότι θα καταργήσει τον ΕΝΦΙΑ για να επιβάλει φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας, με στόχο να εισπράξει πάνω από 2 δισ. ευρώ. Κάτι λιγότερο δηλαδή από τον ΕΝΦΙΑ (των 2,5 δισ. ευρώ) που επιβάλλεται σήμερα σε όλους τους ιδιοκτήτες στην Ελλάδα. Το ερώτημα είναι: υπάρχει τέτοια βάση φορολόγησης στη μεγάλη ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα που να μπορεί να αποφέρει τα έσοδα που προσδοκά ο ΣΥΡΙΖΑ ή θα οδηγηθούμε σε ακόμη ένα φιάσκο τύπου ΕΝΦΙΑ και χειρότερα;

Με ποιους συντελεστές θα φορολογεί τα εισοδήματα η προοδευτικότερη κλίμακα που υπόσχεται η αξιωματική αντιπολίτευση όταν σήμερα ο ανώτατος συντελεστής φορολογίας εισοδήματος στην Ελλάδα είναι 42% για εισοδήματα άνω των 42.000 ευρώ;

Τα ερωτήματα είναι πολλά για τον ρεαλισμό της φορολογικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλα τόσα όμως είναι για τις αλλαγές που εξαγγέλλει η σημερινή κυβέρνηση. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών δεν αρκεί για να αποκατασταθούν λάθη και κατάφωρες αδικίες που διαπράχθηκαν στα χρόνια του Μνημονίου.

Ο ΕΝΦΙΑ, με τη σημερινή μορφή του, δεν μπορεί να διατηρηθεί και στο μέλλον. Δεν είναι δίκαιο οι πολίτες να πληρώνουν φόρο που στηρίζεται σε αντικειμενικές αξίες ακινήτων που στις περισσότερες περιοχές είναι πολύ υψηλότερες από τις εμπορικές τιμές τους. Ετσι υπονομεύονται η αξιοπιστία της φορολογικής πολιτικής και η εισπραξιμότητα του μέτρου.

Δεν είναι δίκαιο να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά στον τρόπο φορολόγησης των πολιτών. Κάποιες κατηγορίες φορολογουμένων να έχουν αφορολόγητο ποσό εισοδήματος και κάποιες άλλες όχι, όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες, επειδή στους κλάδους τους συντελείται, πράγματι, μεγάλη φοροδιαφυγή την οποία αδυνατεί να συλλάβει το κράτος.