Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι η προ διετίας ιδρυθείσα Ελληνογερμανική Συνεργασία ξεκίνησε με αγαθές προθέσεις, στο πλαίσιο κάποιας συμφωνίας κορυφής για την παροχή τεχνικής βοήθειας από τον ευρωπαϊκό μας εταίρο και δανειστή προς τη δεινοπαθούσα εγχώρια Τοπική Αυτοδιοίκηση. Και είμαι από τους τελευταίους που θα ήταν έτοιμος να κραυγάσει, μαζί με την ΠΟΕ-ΟΤΑ, ότι ο Χανς-Γιόαχιμ Φούχτελ «και η παρέα του, που υποστηρίζεται από εγχώριους υποτελείς των δανειστών και των συμφερόντων που εξυπηρετούν, συμπεριφέρονται ως σύγχρονοι κατακτητές της Ελλάδας» και ότι «ο στόχος τους είναι να καταστρώσουν το σχέδιο υφαρπαγής της δημόσιας περιουσίας». Αυτό όμως που πυροδότησε την έκρηξη των αντιμνημονιακών ήταν η τελείως πρόσφατη αποστολή πολυσέλιδου ερωτηματολογίου από τον κ. Φούχτελ προς όλους τους νέους ΟΤΑ, ζητώντας στοιχεία για τον πληθυσμό, την… περιουσιακή τους κατάσταση και την οικονομική τους ευρωστία. Μια κίνηση ασφαλώς αντιθεσμική –αφού παρακάμπτει τα αρμόδια συλλογικά όργανα –και ταυτόχρονα προκλητική, καθώς στερείται της ευαισθησίας απέναντι στα ζητήματα της καλώς ή κακώς νοούμενης εθνικής αξιοπρέπειας.

Μια κίνηση που ανατροφοδοτεί τον εθνικιστικό αντιγερμανισμό και δίνει πόντους στα ευρωφοβικά μας σύνδρομα.

Αλλωστε, είναι αλήθεια ότι ο κ. Φούχτελ (ο γερμανός απεσταλμένος της κυρίας Μέρκελ για την υλοποίηση του προγράμματος), μετά την πρώτη αναγνωριστική περίοδο, επεδόθη σε μια ευρύτατη επιχείρηση δημοσίων σχέσεων, με πολυπληθέστατα συμπόσια εδώ και στη Γερμανία και με φλύαρες ανακοινώσεις, λες και το κλίμα εμπιστοσύνης το οποίο εκλήθη να αποκαταστήσει οικοδομείται με τυροπιτάκια, σουβλάκι και φτηνά αναψυκτικά. Με άλλα λόγια, ο κ. Φούχτελ φρόντισε όλο αυτόν τον καιρό για το περιτύλιγμα –και ίσως για την προσωπική του καλοπέραση –αδιαφορώντας για την ουσία που είναι, προφανώς, η επιδίωξη του αποτελέσματος. Αποτέλεσμα, στην προκειμένη περίπτωση, θα σήμαινε επενδύσεις προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης με παράλληλη μεταφορά τεχνογνωσίας, θα σήμαινε δημιουργία μόνιμων δομών για την επέκταση και τη διεύρυνση του τουριστικού προϊόντος, θα σήμαινε βοήθεια προς την επίλυση των χρόνιων προβλημάτων –τα οποία πολλαπλασιάστηκαν με την κρίση-, που είναι η αδυναμία στην ωρίμαση των έργων και η μη συμμετοχή της Αυτοδιοίκησης στα επιχειρηματικά σχέδια. Αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να διδαχθούμε από τη γερμανική εμπειρία, δεν είναι πώς θα μπορέσει ένας δήμαρχος να οδηγήσει μια αυτόματη Μερτσέντες, αλλά πώς η αποκέντρωση συναρθρώνεται με μια ισχυρή και πολυποίκιλη τοπική οικονομία, με υγιείς δημοτικές επιχειρήσεις, με συμπράξεις δημόσιου – ιδιωτικού, με συμμετοχικές διαδικασίες, με κοινωνικούς συνεταιρισμούς, με νέα εργαλεία για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων.

Τον περασμένο χρόνο, η ημικρατική γερμανική τράπεζα KfW απέκλεισε το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων –και κατ’ επέκτασιν τους οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης –από ευρωπαϊκό χρηματοδοτικό πρόγραμμα, με το επιχείρημα ότι στην Ελλάδα υπάρχει ακόμη αστάθεια και σοβαρό επιχειρηματικό ρίσκο. Παρά τη σχετική αλήθεια του ισχυρισμού, είναι προφανές ότι σε μια δύσκολη για την οικονομία στιγμή δεν περιμένεις τον εταίρο σου να επιβεβαιώσει το προφανές, και μάλιστα με συμπεριφορά ωμού καπιταλιστή, αλλά να κάνει κάτι για την ανατροπή του κλίματος ανασφάλειας που καταδυναστεύει την αγορά και να μοιραστεί τον κίνδυνο τον οποίο προσχηματικά επικαλείται. Αν έχει κάτι να προσφέρει πραγματικά στον τόπο ο κ. Φούχτελ, όπως και κάθε καλοπροαίρετος Γερμανός, είναι να ανατρέψει την απόφαση της ως άνω τράπεζας (που άλλωστε δεν διαχειρίζεται τα δικά της, αλλά τα ευρωπαϊκά λεφτά) και να βοηθήσει στην άρση του άτυπου εμπάργκο που κάνουν –παρά τα αντιθέτως λεγόμενα περί ξεπουλήματος –οι ξένοι επενδυτές, των Γερμανών μη εξαιρουμένων. Το κυριότερο: να δουλέψει αφανώς, χωρίς τυμπανοκρουσίες και άχρηστα τραπεζώματα.

Να ρωτήσει άλλους γερμανικούς οργανισμούς (για παράδειγμα, το Ιδρυμα Εμπερτ) πώς καταφέρνουν, χωρίς τον κλασικό πολιτικαντισμό, να έχουν μεγαλύτερη διείσδυση στην κοινωνία και να προσφέρουν έργο πολλαπλώς πολυτιμότερο από αυτό που έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα ο ίδιος και οι αδιάβαστοι σύμβουλοί του.

Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι συγγραφέας, πρώην διευθυντής της Greenpeace και πρώην υφυπουργός