«Γιατί να μην κάνουμε κι εμείς μια παράσταση;». Το ερώτημα είχε διατυπώσει τέτοια εποχή κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ένας υπάλληλος του Ηρωδείου. Και ήταν ρητορικό. Οπως έσπευσε να εξηγήσει στην εποχική συνάδελφό του που εκτελούσε χρέη τηλεφωνήτριας, «τόσο κόπο κάναμε όλο το καλοκαίρι και μετά την παράσταση των Μπαλσόι το Ηρώδειο θα μένει και θα κάθεται. Να μην κάνουμε κάτι για εμάς; Ετσι, να διασκεδάσουμε λίγο». Η νεαρή τηλεφωνήτρια, φοιτήτρια της Οδοντιατρικής, τον κοιτούσε χαμογελώντας αμήχανα. «Θα παίξεις κι εσύ» την καθησύχασε εκείνος πιστεύοντας πιθανότατα ότι η αμηχανία της οφειλόταν στον δισταγμό της να αιτηθεί και τη δική της συμμετοχή στο σόου. «Ασε, θα το κανονίσω», της είπε και απομακρύνθηκε.

Αυτή η ιστορία και αυτή η περίεργη αντίληψη περί κοινοκτημοσύνης, που δεν κρύβει παρά ένα φάλτσο αίσθημα ιδιοκτησίας, μου ήλθε στο μυαλό διαβάζοντας το ρεπορτάζ της Βένας Γεωργακοπούλου στην «Εφημερίδα των Συντακτών» σχετικά με την απόφαση του δημάρχου της Επιδαύρου Κωνσταντίνου Γάτσιου να οργανώσει μια παράσταση μετά το τέλος του Φεστιβάλ –μάλλον επειδή και η Επίδαυρος «θα μένει και θα κάθεται». Στην παράσταση, ένα μουσικοθεατρικό ποτ πουρί, δεν θα έπαιζε ευτυχώς ο ίδιος και οι δημοτικοί του σύμβουλοι. Αυτό όμως ελάχιστη σημασία έχει.

Σημασία έχει ότι εκείνη η περίεργη αντίληψη του υπαλλήλου του Ηρωδείου, που ντυμένος στα λευκά έμοιαζε σαν άγγελος με χαίτη και μουστάκι, δεν ήταν προϊόν μιας λάμψης προσωπικής διαύγειας. Αντίθετα, έχει πολύ μεγαλύτερο εύρος που στην περίπτωση του δημάρχου ενισχύεται από την εξίσου περίεργη αντίληψη ότι η εκλογή του στον δήμο όπου βρίσκεται το θέατρο τού δίνει ένα σαφές προβάδισμα χρήσης έναντι όλων των υπολοίπων, του Φεστιβάλ συμπεριλαμβανομένου. Ενισχύεται επίσης από την πεποίθηση ότι ο σκοπός, αν και ανομολόγητος, είναι καλός (να βγάλουν κανένα φράγκο ακόμη οι ταβέρνες της περιοχής) και γιγαντώνεται από τη βεβαιότητα ότι η παράσταση τελικά δεν θα γίνει επειδή ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Γιώργος Λούκος φοβήθηκε τη σύγκριση με την «υψηλής ποιότητας μουσικοθεατρική εκδήλωση» του δημάρχου.

Ο δήμαρχος έχασε την ευκαιρία να κάνει μια επίδειξη της καλλιτεχνικής του φινέτσας. Εβαλε όμως την δικιά του πινελιά στο αρχαίο θέατρο του παραλόγου. Οπως την έβαλε πριν από αυτόν εκείνος ο υπάλληλος του Ηρωδείου που πίστευε ότι το Ηρώδειο είναι όλων μας, και δικό του, και δικό μου, και της τηλεφωνήτριας, και άρα το κάνουμε ό,τι θέλουμε. Κι όπως τη βάζουν πολύ συχνά οι πολιτικοί, πιθανότατα οι υπουργοί Πολιτισμού πρώτοι απ’ όλους, που τηλεφωνούν στον Γιώργο Λούκο για να του ζητήσουν ρουσφέτια, όπως αποκάλυψε ο ίδιος σε συνέντευξή του. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι λένε πριν σηκώσουν το τηλέφωνο: «Ασε, θα το κανονίσω…».