Οργανώνοντας το αφιέρωμα στην Επίδαυρο και πιο συγκεκριμένα στο αρχαίο της θέατρο, με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από την έναρξη της λειτουργίας του (με τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη και με τον Αλέκο Αλεξανδράκη στον ομώνυμο ρόλο), μια μόνη σκέψη πρυτάνευσε στο εγχείρημά μας: με τα κείμενα, τα ειδικά γραμμένα για το αφιέρωμα των «ΝΕΩΝ», να αναδειχθεί όσο γίνεται καλύτερα και πληρέστερα η ευωδιά και η μαγεία ενός χώρου που στοιχειώνει τις αναμνήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων σκορπισμένων στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τα κείμενα ενώνουν τις δεκαετίες και τους αιώνες, πρωτίστως όμως είναι ένα αεράκι και μια μνήμη που μας κάνει ομοτράπεζους με τους μεγάλους δημιουργούς, ομοτράπεζους όμως μεταξύ τους και όλους τους ανθρώπους που έτυχε να παρακολουθήσουν έστω και μια παράσταση στην Επίδαυρο. Ενα αληθινό δώρο του αργολικού θεάτρου σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Επιμέλεια αφιερώματος Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης Θανάσης Θ. Νιάρχος

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΤΣΑΣ

Ενα θέατρο για όλους, όπως στην αρχαιότητα

Αν η τραγωδία ή η κωμωδία, η μουσική ή η ποίηση, εξυψώνουν το νου, ηρεμούν και γαληνεύουν την ψυχή, αμβλύνουν και γλυκαίνουν τον ανθρώπινο πόνο, τότε ο σημερινός επισκέπτης μπορεί να κατανοήσει καλύτερα την ύπαρξη θεάτρου στο ιερό ενός θεραπευτή θεού, όπως ήταν ο Ασκληπιός.

Ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος δεν αρκούνταν μόνο στις περιγραφές των όσων έβλεπε και άκουγε, αλλά εξέφραζε παράλληλα τις απόψεις του και το θαυμασμό του για τα μνημεία, τους μύθους, τις παραδόσεις και την ιστορία, καθώς περιγράφει τα μνημεία της Επιδαύρου, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «μέσα στο ιερό του Ασκληπιού, υπάρχει θέατρο, ιδιαίτερα αξιοσημείωτο κατά τη γνώμη μου· γιατί τα θέατρα των ρωμαίων ξεπερνούν όλα τα άλλα στο διάκοσμο. Στο μέγεθος υπερέχει το θέατρο της αρκαδικής Μεγαλόπολης· στην αρμονία, όμως, ή στην ομορφιά ποιος αρχιτέκτονας θα ήταν άξιος να συναγωνιστεί τον Πολύκλειτο; Γιατί και το θέατρο αυτό και το κυκλικό οικοδόμημα είναι έργα του Πολύκλειτου».

Η ομορφιά και η αρμονία είναι αυτά που κατά τον Παυσανία κάνουν το θέατρο της Επιδαύρου να ξεχωρίζει από όλα τα άλλα θέατρα. Πράγματι, ποιος μπορεί σήμερα να αμφισβητήσει ότι δεν υπάρχει ομορφότερο θεατρικό οικοδόμημα από αυτό της Επιδαύρου; Είχαν κατασκευαστεί πολλά θέατρα, ιδιαίτερα στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο, αλλά η κλασική ομορφιά του θεάτρου της Επιδαύρου δεν αποτυπώθηκε σε κανένα άλλο θεατρικό οικοδόμημα.

Χτισμένο σε ένα ιερό μακριά από μεγάλα οικιστικά κέντρα ευτύχησε να διατηρηθεί ώς τις μέρες μας αλώβητο και να μην υποστεί τις γνωστές μετατροπές που υπέστησαν άλλα θέατρα στην ελληνιστική περίοδο ούτε να μεταμορφωθεί σε αρένα στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας.

Λιτό και αυστηρό, απαλλαγμένο από περιττά διακοσμητικά στοιχεία, σχεδιασμένο με ακρίβεια και χτισμένο με επιμέλεια, με τέλειες αναλογίες και αρμονικά δεμένα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και τις λεπτομέρειες, μας αποκαλύπτει τον δημιουργό του. Ασφαλώς, δεν ήταν ο φημισμένος Αργείος γλύπτης του 5ου αιώνα π. Χ., όπως ίσως υπαινίσσεται ο περιηγητής, αφού το οικοδόμημα χρονολογείται πολύ μετά τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα. Διατυπώθηκε και η άποψη, ότι ίσως ήταν ο Πολύκλειτος ο Νεότερος· ωστόσο, δεν έχει και τόση σημασία το όνομα, αλλά το γεγονός ότι πρόκειται για έναν χαρισματικό δημιουργό, έναν ικανότατο αρχιτέκτονα που γνώριζε πολύ καλά τη σχέση γεωμετρίας και ήχου.

Αριστα προσαρμοσμένο στην πλαγιά του Κυνόρτιου όρους, εκεί όπου κατά τον μύθο η κόρη του βασιλιά Φλεγύα, η Κορωνίδα, εξέθεσε το νόθο της παιδί, τον Ασκληπιό, που γέννησε από τη μυστική και παράνομη ένωσή της με τον Απόλλωνα, ενταγμένο σε ένα υγιές φυσικό περιβάλλον, το θέατρο στο οποίο λάμβαναν χώρα κυρίως μουσικοί και ποιητικοί αγώνες προς τιμήν του Ασκληπιού, αναμφίβολα αποτελούσε ταυτόχρονα και χώρο ψυχικής ηρεμίας για τους προσκυνητές του ιερού και τους ασθενείς που ανέμεναν με αγωνία τη θεία παρέμβαση για την ίασή τους.

Ανεξάρτητα, πάντως, από την προσφορά του θεάτρου της Επιδαύρου στους ασθενείς και στους προσκυνητές του Ασκληπιείου, είναι γνωστό ότι το θέατρο γενικότερα έπαιζε έναν ιδιαίτερα σημαίνοντα ρόλο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

Αυτός ο ίδιος περιηγητής, o Παυσανίας, που τόσο απλόχερα έχει προσφέρει τη βοήθειά του με τις πολύτιμες πληροφορίες σε όσους μελετούν σήμερα τον αρχαίο πολιτισμό και την ιστορία, καθώς διέσχιζε την περιοχή της Φωκίδας, αφήνοντας πίσω του τη Χαιρώνεια και βαδίζοντας προς τους Δελφούς, συνάντησε την πόλη Πανοπεύς.

Ξαφνιάζεται κάπως ο σημερινός αναγνώστης, όταν διαβάζει στο αντίστοιχο χωρίο, ότι ο Παυσανίας αμφιταλαντεύεται για το αν θα πρέπει να ονομάσει τον Πανοπέα πόλη, γιατί μεταξύ άλλων δεν έχει θέατρο!

Ακόμα κι αν έχει μια δόση υπερβολής αυτό το σχόλιο του περιηγητή, τονίζει, μολαταύτα, τη σημασία και το ρόλο του θεάτρου στην αρχαία Ελλάδα, ακόμα και στον 2ο αι. μ.Χ. , μια εποχή δηλαδή που η έννοια του θεάτρου δεν είχε και πολύ μεγάλη σχέση με εκείνη του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ.

Παρ’ότι, από τον 4ο αιώνα και μετά, όλες οι πόλεις είχαν το θέατρό τους – συνήθως δίπλα στα υπόλοιπα δημόσια κτήρια –, αυτό το μοναδικό είδος γεννήθηκε και διαμορφώθηκε στην Αθήνα, με τις απαρχές του να ανιχνεύονται στις θρησκευτικές τελετές και γιορτές προς τιμήν του θεού της αναγέννησης, της βλάστησης και της γονιμότητας, του Διονύσου. Με τελετουργικό τρόπο οι Αθηναίοι συμμετείχαν στις γιορτές με τραγούδια, χορούς και πειράγματα, φορώντας μάσκες, προοιωνιζόμενοι την έλευση της άνοιξης και προκαλώντας τη γη να επιτρέψει στον σπόρο να φυτρώσει μέσα από τα σπλάγχνα της.

Είναι πραγματικά άξιο θαυμασμού το πόσο σύντομα αυτά τα τελετουργικά δρώμενα εξελίχθηκαν και πήραν μια άλλη μορφή. Από την τρίτη δεκαετία του 5ου αιώνα, όταν στην Αθήνα μετά τα Μηδικά εδραιώνεται η δημοκρατία, πλάι σε αυτό το πολίτευμα που ήθελε τους πολίτες να συμμετέχουν άμεσα στα κοινά, το θέατρο πήρε την οριστική του μορφή, τόσο ως ποιητικό είδος, όσο και ως οικοδόμημα, στους νότιους πρόποδες της Ακρόπολης, στο ιερό του Διονύσου Ελευθερέως, τις μέρες που όλοι οι πολίτες γιόρταζαν δυο μεγάλες γιορτές της Αθήνας, τα Μεγάλα ή Εν Αστει Διονύσια και τα Λήναια.

Ηταν χρέος της πολιτείας να δώσει τη δυνατότητα σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, ακόμα και στους δούλους, να παρακολουθήσουν θέατρο δωρεάν, μετά την κατάργηση του εισιτηρίου από τον Περικλή, γι’ αυτό και ήταν εκείνη που αναλάμβανε την υλοποίηση των παραστάσεων, εξασφαλίζοντας τις δαπάνες με την εξεύρεση του χορηγού και ήταν, επίσης, εκείνη που είχε την ευθύνη της διοργάνωσης των δραματικών αγώνων. Την πρωτοφανή συμμετοχή πόλης και πολιτών μαρτυρεί ο μεγάλος αριθμός των ατόμων – περίπου 1.500 – που απασχολούνταν στις παραστάσεις των δραματικών και μουσικών αγώνων , οι οποίοι λάμβαναν χώρα στη διάρκεια της ημέρας, με το χάραμα ώς τη δύση του ήλιου.

Σε αυτήν την καθολική συμμετοχή, μπροστά στους θεατές, οι ποιητές χρησιμοποιώντας φανταστικούς τόπους και πρόσωπα ή αναπλάθοντας επεισόδια από το πλούσιο ρεπερτόριο της μυθολογίας, εξέφραζαν δημόσια τις απόψεις τους, χωρίς λογοκρισία, μιας και το επέτρεπε το πολίτευμά τους: η δημοκρατία «λόγω και έργω», όπως το χαρακτηρίζει ο Θουκυδίδης.

Οι τραγικοί, άλλοτε «φιλοσοφώντας» επί σκηνής κι άλλοτε παρουσιάζοντας το μεγαλείο του μύθου με εξιδανικευμένους χαρακτήρες, προκαλούσαν συγκίνηση, αλλά και θυμό, λύτρωση και κάθαρση «δι’ ελέου και φόβου», με την τιμωρία του κακού, με την εκδίκηση και τη δικαίωση,

Δίπλα, όμως, στην τραγική ποίηση, οι κωμικοί ποιητές προσέφεραν, επιπλέον, στους θεατές τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν την καθημερινότητα και την επικαιρότητα, να συμμεριστούν τις επικρίσεις και τα σχόλια του ποιητή για τα κακώς κείμενα, να οραματιστούν την πόλη τους απαλλαγμένη από τους ανίκανους και ανάξιους πολιτικούς, από τους απατεώνες, τους εκμεταλλευτές και τους κόλακες και να ζήσουν, έστω για λίγο στην ιδανική πόλη, στη δική τους Νεφελοκοκκυγία.

Χώρος αναψυχής και αγώνων του δράματος, της μουσικής και της ποίησης – και συνεπώς χώρος παιδείας, ελευθερίας της σκέψης και του λόγου και κατ’ επέκταση γόνιμου διαλόγου και κατά μίαν έννοια χώρος πραγμάτωσης της δημοκρατίας – το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα θέατρο για όλους!

Ο Νικόλαος Καλτσάς είναι επίτιμος διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

Κικη δημουλά

Επίδαυρος – Μήδεια

Στον Σπύρο Ευαγγελάτο

Ω ζήλια δύστυχο πάθος

Με τα λογικά σου χαμένα

τόσο που και της μάνας

το χέρι οπλίζεις

με τη σφαγή των παιδιών της

τη φρίκη – το φρικτό –

ικανοποιώντας.

Παρακολουθώ

εκστατική την παράσταση

ενώ κρυφά

και σένα ανεβάζω στη σκηνή

απόντα.

Σύγχρονη τραγωδία σε θάνατο

αρχαίο.

Αντίζηλός μου η έλλειψή σου

και δες

αντί εγώ

αυτήν εκείνη μ’ εκδικείται.

Οι κερκίδες γεμάτες

κόσμος πολύς και

καθυστερημένα

προσέρχονται ένα ένα

να θυμηθώ

πριν πόσα χρόνια πριν πόσα

τζιτζίκια

έσερναν

το χορό με χορογράφο

το καλοκαίρι

πριν πόσο καλοκαίρι

το ‘βρισκα φυσικό δικαίωμά μου

αναφαίρετο

να κρατιέται από το χέρι σου

η αναπνοή μου κι ανάλαφρη

σαν αέρας να σκαρφαλώνει

πριν πόσον ανήφορο;

Πριν πόσο με οδήγησες εδώ

στης καταγωγής μας

την αθανασία;

Πριν πόσο η χειροπιαστή

τότε του χεριού σου η αθανασία

τώρα θνητή;

Πριν πόσο και σήμερα πως

παρασυρμένη από

των τζιτζικιών

το ασίγαστο

αψήφησα ό,τι σιγεί και πως αβοήθητη

τόλμησα στ’ αξεπέραστα να

σκαρφαλώσω

λαχανιάζοντας

σα βράχος φορτωμένος

του ασήκωτου χρόνου το βάρος;

Και τώρα εσύ τι;

Παίζεις απλώς επί σκηνής

ή εγώ αληθεύω;

Η Κική Δημουλά είναι ποιήτρια

και ακαδημαϊκός

ΡΕΝΗ ΠΙΤΤΑΚΗ

Σαν όνειρο

Αν κάτι θυμάμαι από την Επίδαυρο ως παιδί ή, μάλλον, ως νεαρή κοπέλα ενώ τελείωνα το σχολείο, είναι η παράσταση του «Αγαμέμνονος», σε σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή, με μια φοβερή Κατίνα Παξινού στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας. Διατηρείται ολοζώντανη μέσα μου η ανάμνηση αυτής της παράστασης, μια εικόνα της θα έλεγα περισσότερο παρά ένα αίσθημα δυνατό για τον ίδιο τον χώρο του θεάτρου. Τη γνωριμία αυτή την οφείλω σε ένα φιλικό ζευγάρι που με είχε πάρει μαζί του, οι γονείς μου δεν ήταν άνθρωποι των εκδρομών.

Ουσιαστικά η γνωριμία μου με το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου έγινε το 1975, όταν με τη Μεταπολίτευση καταργήθηκε το άβατό του και έτσι μπόρεσε να παίξει μαζί με το Εθνικό Θέατρο και το ΚΘΒΕ και το Θέατρο Τέχνης του Κουν. Εζησα τότε κάτι το ανεπανάληπτο που με έχει σημαδέψει. Εννοώ την εμπειρία με τους «Ορνιθες», όπου δεν έπαιζα μόνο την Αηδόνα αλλά και τον Παντεπόπτη και, προς το τέλος της παράστασης, τη Βασιλεία. Αλλαζα συνεχώς ρούχα, οι αλλαγές είχαν κάτι το μεθυστικό.

Αυτό όμως που μετρούσε ήταν κυρίως η όλη ατμόσφαιρα. Η μουσική του Χατζιδάκι, η χορογραφία της Ζουζούς Νικολούδη, τα υπέροχα κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, τα είχε αντιγράψει από τις τοιχογραφίες της Πομπηίας. Ζούσαμε κάτι υπέροχο. Ενα κοίλον κατάμεστο, ενώ κοινό και ηθοποιοί νιώθαμε να φεύγουμε όλοι μαζί προς τα πάνω.

Υπήρξε μια ανάγκη η συγκεκριμένη αυτή παράσταση, για εκείνη τουλάχιστον τη χρονική στιγμή. Ηταν σαν να εκπληρωνόταν η επιθυμία για απογείωση ενός ολόκληρου κόσμου, που ένιωθε να αφήνει πίσω του πια τη χούντα, την πληγή της Κύπρου και να φεύγει για αλλού.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη διαδρομή από την ορχήστρα στα καμαρίνια. Υπάρχει ένα πλακόστρωτο μονοπάτι που οδηγεί στα παρασκήνια και όπως έφευγα, ενώ τελείωνε το κάθε χορικό, με ακολουθούσε το χειροκρότημα 12.000 ανθρώπων. Ηταν με την ηχώ αυτού του χειροκροτήματος που άλλαζα και επέστρεφα σχεδόν πετώντας. Αυτή τη διαδρομή την έζησα για πολλά χρόνια με πολλή αγωνία και με πολλή χαρά, όμως σε τίποτε δεν συγκρίνεται με εκείνη την πρώτη φορά που τώρα μοιάζει σαν κάτι το ονειρικό. Ξεκινάει η διαδρομή αυτή το 1975 και φτάνει ώς το 2002, με μια αλυσίδα ρόλων σε όλες σχεδόν τις τραγωδίες που ανέβασε το Θέατρο Τέχνης. Δεν έπαιρνα μόνο μέρος στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, αν εξαιρέσουμε μία και μοναδική φορά, όταν ο Μίμης Κουγιουμτζής αφιέρωσε τους «Βατράχους» στη μνήμη του Γιάννη Χρήστου και έπαιξα τον Διόνυσο.

Τι να πρωτοθυμηθώ σε σχέση με τους ρόλους; Ιοκάστη, Ανδρομάχη, Ηλέκτρα, Ατοσσα, Ιώ, Μήδεια. Ή μια άλλη κατάμεστη Επίδαυρο το ‘80 με τη Μελίνα Μερκούρη ως Κλυταιμνήστρα. Εντονα επίσης επανέρχεται μια άλλη εικόνα, όταν παίζαμε τις «Τρωάδες» και νωρίς το πρωί, στις έξι, πηγαίναμε η Λυδία Κονιόρδου, η Μελίνα Βαμβακά, η Κάτια Γέρου κι εγώ και κάναμε πρόβα με τη δασκάλα μας της φωνητικής, την Παπαλεξοπούλου.

Μια άλλη έντονη εικόνα είναι από την τελευταία μου παράσταση στην Επίδαυρο το 2002, στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», που ήταν αφιερωμένη στον Γιώργο Λαζάνη. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να παίξει ο ίδιος τον ρόλο και έναν μήνα πριν τον αντικατέστησε στις πρόβες ο Γιάννης Βόγλης. Η παράσταση αυτή συνδυάστηκε με μια τελείως αντίθετη αίσθηση σε σχέση με εκείνη των «Ορνίθων» το ‘75. Βροντές και αστραπές, ένας πραγματικός κατακλυσμός, μας υποχρέωσαν, αν και ο κόσμος δεν κουνούσε από το κοίλον, να διακόψουμε την παράσταση γιατί η βροχή δημιουργούσε τεράστια τεχνικά προβλήματα. Θυμάμαι μάλιστα ότι κολλήσανε στον Λαζάνη το παρατσούκλι «Ο βροχοποιός» γιατί και άλλες παραστάσεις του έτυχε να σταματήσουν λόγω νεροποντής.

Η Ρένη Πιττακή είναι ηθοποιός

σωτηρησ χατζακησ

Τα τραγικά κείμενα

διψάνε για το αίμα μας

Παλιά, περνώντας την Κόρινθο, οι πινακίδες ονομάτιζαν τη μετατόπιση στον ψυχικό μου κόσμο. Επίδαυρος. Δεν ήμουν πια μόνο εγώ, ήμουν εγώ και κάποιος άλλος. Τι ήταν αυτός ο άλλος που αναδυόταν μέσα μου; Ενα παιδί ήμουν, με άγνωστες, τουλάχιστον σ’ εμένα, υποδοχές. Τι να έβλεπε άραγε στη γενιά μου ο αρχαίος θόλος, η ενεργειακή αρμονία που μας οδήγησε ορίζοντας την αρχή μιας διακονίας και μας κατέταξε στο τάγμα των προσκυνητών του Ιουλίου, των σεβαστικών του Αυγούστου; Επίδαυρος. Ανέβαινα τα σκαλιά με τον ρυθμό μιας προσευχής, ανομολόγητης: Θεέ της τραγικής μοίρας, Διόνυσε του αρχαίου κόσμου, αξίωσέ με να λειτουργήσω κάποτε κι εγώ στον ναό σου. Κι εσύ, Λεωνίδα, ιερουργέ των συμποσίων, οδήγησέ με από τον ζωντανό κόσμο στο χάρτινο πάνθεον της τοιχοποιίας σου, στο «φρέσκο» των υπουργών του παγανισμού σου…

Οι κερκίδες, ο μαλακός χρόνος, το σούρουπο, ο κούκος και η ηχητική σταλαγματιά του, η παρέλαση των ηθοποιών… ποιος πονά; Ποιος μαρτυρεί; Για ποιον θρηνούν;

Το να πονείς και να το λες

Αυτό δεν είναι πόνος

Ο πόνος είναι να πονείς

Και να το ξέρεις μόνος

Το ήξεραν άραγε αυτό; Πρέπει να το ήξεραν εκείνοι στην ορχήστρα που υποκλίνονται τώρα, έχοντας ήδη περάσει στην άλλη όχθη: ο Μινωτής, ο Τσαρούχης, ο Κουν. Εχεις κάψει ποτέ ζωντανό; Να σε κοιτά και να σ’ ευγνωμονούν τα μάτια του – υγρά σαν του σκυλιού – τ’ αγαπημένα. Δύσκολο να πω πώς πέρασαν τα χρόνια. Το παιδί που υπήρξα χάθηκε μέσα στη γνώση και μες στις τεχνικές και στην ολισθηρή σιγουριά της αυτάρκειας. Ξέρουμε αυτά που έχουμε κιόλας χάσει.

Τα τραγικά κείμενα πεινάνε και διψάνε για τα κόκαλα, τη σάρκα και το αίμα μας. Θέλουν να βρουν χώρο να φωλιάσουν μέσα μας. Ζητάνε τραύμα για να καταφύγουν στα σπλάγχνα, στα νεφρά, στην καρδιά, στις φλέβες, στα όργανά μας που πάσχουν από ύπαρξη. Μπαίνουν μέσα μας με ορμή γιατί είμαστε μήτρες κι ας μην το ξέρουμε. Και μας φωτίζουν με έναν σκληρό, αδυσώπητο τρόπο. Ο φωτισμός αυτός είναι η καταστροφή της κανονικότητας, του μονοδιάστατου νεκρού λευκού ανθρώπου, έτσι όπως τον έχει απαξιώσει ο πολιτισμός και η ιστορία ως διαδοχές βαρβαρότητας. Αυτά δεν τα γνωρίζουμε εμείς. Τα γνωρίζει όμως η Επίδαυρος. Και μας δεξιώνεται ή όχι αναγνωρίζοντας ή όχι τη γενναιότητά μας να αρθρώνουμε τα κρίσιμα κείμενα, να γινόμαστε αγωγοί του νοήματος των μεγάλων έργων. Ο ολοκληρωτισμός της εποχής φοβάται, υπονομεύει και αποδομεί τα κείμενα. Γιατί περιέχουν τα αιώνια ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, ερωτήματα προέλευσης, διαμονής και προορισμού.

Οι καντηλανάφτες του ολοκληρωτισμού αυτού, όταν έρθουν σε επαφή με τα κείμενα-ερωτήματα διαπιστώνουν την αναπηρία τους να τα εμβιώσουν, να βρουν αντιστοιχίες του νοήματος στα σπλάγχνα τους. Και οχυρώνονται πίσω από μία φόρμα εξίσου ανάπηρη με την αδυναμία τους να κοινωνήσουν τα έργα. Καταστρέφουν ουσιαστικά με μια ανεκπαίδευτη φόρμα, την ίδια τη σημασία της φόρμας που αποτελεί το στοίχημα της τέχνης μας.

Η ποιητική των μεγάλων κειμένων είναι ακριβώς εκείνη η δυνατότητα να περιέχουν τη φόρμα που τα εκφράζει.

Αυτά διδάσκει η Επίδαυρος. Μοίρα αγαθή με αξίωσε να λειτουργήσω επτά φορές στον μαγικό θρησκευτικό της κύκλο.

Και στα ερωτήματα που κάθε φορά μου θέτει, ρωτώ κι εγώ με τη σειρά μου: Τι απέγινε αυτό το παιδί που πλησίαζε με δέος και μουδιασμένη ψυχή το πλάσμα με τα τεράστια πνευμόνια και την πνοή των αιώνων;

Δεν μου απαντά. Ελπίζω, αν υπάρξει επόμενη φορά για μένα, να μάθω κάτι περισσότερο για ό,τι υπήρξα και για ό,τι έχασα, μέσα από τη συλλογική διάνοια που αποκαλύπτεται στη μυστική ουσία των αρχαίων τραγικών.

O Σωτήρης Χατζάκης είναι σκηνοθέτης,

διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου

Ράνια Οικονομίδου

Τόπος στ’ αλήθεια μαγικός

Πάντοτε όταν σκέφτομαι την Επίδαυρο, και πιο συγκεκριμένα τον χώρο του αρχαίου θεάτρου, μία λέξη έρχεται στον νου μου: μαγεία. Γιατί πράγματι το πιστεύω, ο τόπος εκεί είναι στ’ αλήθεια μαγικός. Η επιλογή του για να χτιστεί εκεί το υπέροχο αυτό αρχιτεκτόνημα αδύνατον να είναι τυχαία. Με θαυμαστή σοφία το θέατρο της Επιδαύρου συνταιριάζει απλότητα, αισθητική, λειτουργικότητα. Κάθε φορά που θα τύχει να κοιτάξω φωτογραφίες του, τραβηγμένες συνήθως από ψηλά, και αντικρίσω την εξαίσια αυτή βεντάλια (αν και νομίζω ότι η παρομοίωσή του με αχηβάδα είναι σωστότερη), τη λαξεμένη στην πλαγιά του βουνού, με πλημμυρίζει συγκίνηση. Αλλωστε, ο ίδιος τόπος δεν διαλέχτηκε και για το ιερό του Ασκληπιού; – σίγουρα όχι συμπτωματικά. Η περιοχή εκλύει μια ενέργεια κοσμική. Κι αυτό είναι κάτι που το νιώθει και ο απλός ακόμα θεατής που έρχεται να παρακολουθήσει μια παράσταση. Την ώρα που κάθε θόρυβος παύει και το λυκόφως πάει κι αυτό να σβήσει, τα λίγα εκείνα δευτερόλεπτα προτού ανάψουν οι προβολείς κι η παράσταση ξεκινήσει, έχεις την αίσθηση πως ο χρόνος σταματά. Εύκολα σου γεννιέται η εντύπωση πως τα πάντα γύρω, πέτρες, χώμα, δέντρα, εκπέμπουν μια αύρα μυστηρίου.

Ισως για τον λόγο αυτόν δεν το βρήκαμε τόσο αφύσικο – και θα αναφερθώ τώρα σε ένα περιστατικό που συνέβη πριν από κάποιες δεκαετίες – που ολόκληρος ο θίασος του Εθνικού Θεάτρου γίναμε μάρτυρες ενός τόσο παράδοξου συμβάντος. Ηταν ώρα πρόβας, αργά τη νύχτα. Μια στιγμή, λοιπόν, ξαφνικά σταματάμε σαν συνεννοημένοι και στρέφουμε τα κεφάλια μας όλοι ταυτόχρονα προς τον ουρανό και βλέπουμε επάνω ψηλά δυο φωτάκια, σαν μακρινά αστέρια, να στέκουν ακίνητα πάνω από την ορχήστρα, θαρρείς και είχαν βαλθεί να μας παρακολουθούν. Τότε, σαν να αντιληφθήκανε, θα έλεγες, ότι τα πήραμε είδηση, κινήσανε με μεγάλη ταχύτητα και εξαφανιστήκανε συγχρονισμένα. Ημασταν γύρω στα είκοσι άτομα που είχαμε δει το ίδιο πράγμα και δίναμε ύστερα όλοι ακριβώς την ίδια περιγραφή. Το γεγονός μάλιστα αυτό καταγράφηκε και σε ένα τοπικό, νομίζω, έντυπο κάνοντας λόγο για UFO. Εμείς, οι αυτόπτες μάρτυρες, ήμασταν πάντως βέβαιοι ότι δεν επρόκειτο για δορυφόρο ή βροχή μετεωριτών ή κάποιο άλλο φυσικό φαινόμενο. Λόγω ίσως του συγχρονισμού και της ταχύτητας των δύο εκείνων φωτεινών, παράξενων αντικειμένων που έμοιαζαν να κινούνται απολύτως ελεγχόμενα.

Η διάχυτη αυτή ενέργεια έχει άμεση επιρροή, πιστεύω, και στο καλλιτεχνικό κάθε φορά δρώμενο, δηλαδή στις παραστάσεις, λειτουργώντας άλλοτε προς όφελος και άλλοτε ενάντια.

Οταν κάτι ζωντανό και αυθεντικό και βαθύ έχει κατορθωθεί από σκηνοθέτη και ηθοποιούς, η ατμόσφαιρα του χώρου προσδίδει μια ακόμα παραπανίσια δύναμη. Οταν η σύλληψη είναι αδύναμη, ρηχή ή στείρα εγκεφαλική, δεν υπάρχει περίπτωση να διασωθεί – ενώ σε κάποιον άλλον χώρο ίσως και να ξεγελούσε. Είναι αυτό που λέμε ότι ο χώρος, ο συγκεκριμένος ιδίως χώρος, ξερνάει αμέσως καθετί ανούσιο, επίπλαστο ή αντιαισθητικό. Δεν είναι εύκολο θέατρο η Επίδαυρος, καθόλου.

Καλή η παράσταση ή κακή, ο θεατής μετά το τέλος της θα απομακρυνθεί, θα βγει από τη μαγική περιοχή, τη «Ζώνη», όπως την έχει οραματιστεί κι ο Ταρκόφσκι σε μια ταινία του. Υστερα από λίγα χιλιόμετρα θα βρεθεί στην καρδιά του Λυγουριού, το πιο πιθανό στην κλασική ταβέρνα του Λεωνίδα ή, ίσως ακόμα, στο θορυβώδες Καπάκι. Εχει πια ξεφύγει από τη μεταφυσική επιρροή που δέχθηκε στον χώρο του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου. Ή μήπως όχι εντελώς;

Η Ράνια Οικονομίδου είναι ηθοποιός

γιωργοσ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

Δεν θα ξεχάσω το φεγγάρι

1983. Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με κάλεσε να ανεβάσω τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου, με προορισμό την Επίδαυρο και μετά κάποια άλλα αρχαία θέατρα. Ηταν η πρώτη φορά που θα κατέβαινα στο περίφημο θέατρο ως σκηνοθέτης. Διάλεξα τη μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη (Κώστας Γεωργουσόπουλος), που ήταν αρκετά χριστιανική ορθόδοξη, χρησιμοποιώντας σποραδικά στοιχεία από ύμνους και κρεσέντι της λειτουργίας. Αντί να ακούσω τον μύθο και τον Αισχύλο που μου ψιθύριζαν, κάποτε μου φώναζαν, στράφηκα πλησίστιος προς τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό». Είχα στη διάθεσή μου τριάντα κοπέλες στον Χορό, με κορυφαίες τη Λίνα Λαμπράκη και την Ελεάνα Απέργη. Τι τρίκλιτες βασιλικές, τι σταυροί, τι «δόξες», τι δίλουβα και τρίλουβα παράθυρα, τι πρόναοι γέμισαν την ορχήστρα. Η αμφισβητούμενη ορθοδοξία μου ξεπέρασε και τους αγιορείτες καλόγερους. Μπέρδεψα δύο εντελώς αντίθετους πολιτισμούς: τον αρχαίο ελληνικό με το χριστιανικό. Τραγικό λάθος.

Επιτέλους, ήλθε η ώρα να κατέβουμε στην Επίδαυρο. Φτάσαμε Κυριακή βράδυ. Δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και ξέρω πως το θέατρο είναι μερικά χιλιόμετρα στην ανατολική πλαγιά του λόφου, η οποία κοιτάει τον αργολικό κάμπο που απλώνεται δυτικά. Δεν το ξέρω απλώς, το «νιώθω»· είναι εκεί και με περιμένει. Πρέπει να πάω. Γύρω από ένα τραπέζι όπου έχουμε καθήσει είναι κάποιες κοπέλες από τον Χορό και μερικοί τεχνικοί.

«Θέλω να πάω στο θέατρο!.. Πρέπει να το δω!», τους λέω. Πρόθυμα συναίνεσαν και με δύο αυτοκίνητα διασχίσαμε τον έρημο δρόμο. Πανσέληνος και γύρω μας τα σιωπηλά χωράφια και τα σκοτεινά σπίτια. Αυτό το φεγγάρι δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Ανηφορίσαμε περνώντας πλάι από το μουσείο, κάτω από τα πεύκα, και σταματήσαμε στο πλάτωμα πίσω από το λογείο. Η παρέα μου όρμησε μέσα στην ορχήστρα, ακούστηκαν μονόλογοι και στιχομυθίες. Εμεινα ακίνητος. Το φεγγάρι είχε γείρει προς τον Νότο, έκοβε το θέατρο στη μέση. Οι δεξιές κερκίδες ήσαν μέσα σε μια βαριά σκιά στο χρώμα της βρεγμένης στάχτης, αριστερά το κοίλον έλαμπε, άστραφτε, στο χρώμα του ψαροκόκαλου κάτω από ανελέητο μεσημέρι. Ενιωσα να καταρρέει η ασφάλεια που είχα ως θεατής και ήμουν τώρα περίφοβος μπροστά σ’ αυτό το μέγιστο μυστήριο. Οποιος πιστεύει πως τα θέατρα μένουν βουβά όταν δεν έχουν παράσταση, δεν έχει βρεθεί μόνος σε έρημο θέατρο ύστερα από τη χλαλοή θεατών και ηθοποιών, με τα ξύλα να τρίζουν καθώς αλλάζουν οι θερμοκρασίες, ο αέρας να πυκνώνει και να αραιώνει ψιθυρίζοντας, οι σκιές στις κουίντες να σαλεύουν αργά. Βήματα είναι αυτά που ακούγονται; Ομιλίες; Η τωρινή παράσταση που θα παιχτεί πάλι αύριο και οι προηγούμενες που έφυγαν, έχουν γεμίσει τώρα τα καθίσματα, δεν σταματούν να σχολιάζουν, να θυμίζουν το γεγονός που έζησαν.

Κοιτούσα το Θέατρο της Επιδαύρου και ξάφνου ένιωσα – είδα το κοίλον να κυματίζει. Η σκιά της βρεγμένης στάχτης άρχισε να χύνεται αριστερά και να σκοτεινιάζει τη λαμπερή πλευρά. Φοβήθηκα. Είχα μια τρελή επιθυμία να πάρω ένα αυτοκίνητο και να γυρίσω στην Αθήνα. Η παράσταση είχε συρρικνωθεί, είχε σχεδόν εξατμιστεί.

Και το θέατρο μου είπε, το άκουσα να μου μιλάει:

«Καλωσόρισες!.. Εδώ που ήρθες δεν θα νικήσεις. Θα γυρίσεις στο σπίτι σου ηττημένος. Πόσοι και πόσοι έχουν περάσει από δω και φύγανε με σκυφτό κεφάλι και κανείς δεν τους μνημόνευσε πια… Εδώ είναι η αρένα μονομάχων· μόνο που αντίπαλοί σου δεν είναι οι συνάδελφοί σου, αλλά εγώ… Ξέρω πως είναι πικρό. Εύχομαι να ξανάρθεις, αλλά με περισσότερη γνώση!».

Γύρισα στο δωμάτιό μου, κάθησα σε μια πολυθρόνα στη μικρή βεράντα και κάπνιζα. Κάπνιζα τότε πολύ, το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Η παράστασή μου ξέφτιζε, ξηλωνόταν κι εκείνο το φεγγάρι δεν έλεγε να δύσει. Οι υπόλοιπες ημέρες κύλησαν μέσα στην ένταση των προβών, σε φωτισμούς ώς τα ξημερώματα, αλλά εκείνη η φράση «Ξέρω πως είναι πικρό!» αντηχούσε αδιάκοπα στον νου μου, τις νύχτες, όταν επέστρεφα στο δωμάτιό μου.

Πρεμιέρα. Κάτι σαν στρόβιλος μας συνεπήρε όλους. Ετρεχα από καμαρίνι σε καμαρίνι, να φροντίσω το μακιγιάζ του Χορού, να θυμίσω κάποιες φωνές, κάποια χρώματα, να ακούσω πάλι κάποιο τραγούδι. Ηρθε ένας τεχνικός και με σπαραξικάρδιο ύφος μου είπε:

«Κύριε Μιχαηλίδη, λυπάμαι, αλλά σήμερα δεν θα έχουμε πολύ κόσμο. Συνήθως το ΚΘΒΕ στην Επίδαυρο μαζεύει 3.500 με 4.000 κόσμο. Σήμερα όμως…». Και μου έδειξε τον άδειο δρόμο που οδηγούσε στο θέατρο.

Είχα πολλή δουλειά για να ασχοληθώ μ’ αυτή την καινούργια πίκρα. Ηταν πια 8.30. Σε ένα τέταρτο ο ίδιος τεχνικός ήλθε πάλι τρέχοντας. Με άρπαξε από το χέρι και με οδήγησε στην προηγούμενη θέση. Ο δρόμος τώρα ήταν γεμάτος κόσμο που ανηφόριζε προς το θέατρο. Ωραία! Ηταν κι αυτό μια παρηγοριά.

Πήρα σήμα πως πρέπει να ξεκινήσει η παράσταση. Οδήγησα τον Χορό στο σημείο από όπου θα έκανε την είσοδό του και κίνησα να μπω στο θέατρο.

Το κοίλον ήταν σχεδόν γεμάτο. Με πληροφόρησαν ότι είχαν έλθει πάνω από εννέα χιλιάδες θεατές. Ωραία! Ηταν κι αυτό μια παρηγοριά. Οταν τέλειωσε η παράσταση, θερμό χειροκρότημα, πολλά συγχαρητήρια. Μα, όμως, όποιος μαζεύει τα συγχαρητήρια της πρεμιέρας για να πείσει τον εαυτό του πως έκανε μια υπέροχη παράσταση σημαίνει πως δεν άκουσε ποτέ ένα θέατρο να του μιλάει και έχει μείνει μόνος με τον μέτριο εαυτό του.

Οταν καταλάγιασε όλη αυτή η χλαπαταγή, γύρισα στην Αθήνα. Για μέρες έμεινα κλεισμένος στο σπίτι μου. Ηξερα πως έχω αποτύχει. Τι ήταν αυτό που μου διέφευγε; Πού είχα χάσει το νήμα; Το θέατρο της Επιδαύρου είχε μεταμορφωθεί σε τρόμο. Ηξερα πως δεν θα ξαναπήγαινα εκεί ως σκηνοθέτης.

Κύλησε ο καιρός, πέρασαν τα χρόνια, οι φόβοι δεν έφυγαν ποτέ, αλλά κάπου ησύχασαν μέσα μου, ώσπου μου έγινε πρόταση από το Εθνικό να ανεβάσω τον «Οιδίποδα Τύραννο». Σκηνικά Διονύσης Φωτόπουλος, κοστούμια Γιάννης Μετζικώφ, με τον Νικήτα Τσακίρογλου, την Αντιγόνη Βαλάκου, τον Γιώργο Τσιτσόπουλο, τον Γιώργο Μοσχίδη. Μουσική Θόδωρος Αντωνίου.

Μελέτη, λοιπόν, για την περιπόθητη γνώση. Δεν έφτανε, όμως, μόνο το διάβασμα. Αρχαίο κείμενο, μετάφραση, μυθολογία, Αριστοτέλης, αναλυτές, κριτικοί, προηγούμενες παραστάσεις. Επρεπε να ορίσω τα βήματα του Οιδίποδα στη μαρτυρική του πορεία ώσπου να απαντήσει στο τρομερό ερώτημα… «Γεννήθηκα κακός; Είμαι από τη φύση μου κακός;».

Το θέατρο πλημμύρισε και στις δύο παραστάσεις.

Την προηγούμενη μέρα, όταν τελείωσε η γενική δοκιμή και αφού τακτοποίησα αρκετές λεπτομέρειες, δεν έφυγα. Ζήτησα και μου έφεραν φαγητό και έμεινα πάλι μόνος με το θέατρο. Ηξερα πως δεν έχω νικήσει, ήξερα όμως και πως δεν έχω ηττηθεί. Ανάμεσα στη νίκη και στην ήττα υπάρχει ένα μικρό διάστημα που μοιάζει με σταθμό τρένου. Μπορείς να πάρεις τον επόμενο συρμό και ν’ αρχίσεις πάλι το ταξίδι.

Σε τρένο βρίσκομαι πάλι.

Ο Γιώργος Μιχαηλίδης είναι σκηνοθέτης

ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΚΟΝΗΣ

Η Επίδαυρος της ψυχής

Στην Επίδαυρο έχω παίξει τρεις φορές ως ηθοποιός, δύο φορές με το ΚΘΒΕ και μία με τον θίασο Καρέζη – Καζάκου, όταν ήμουν μαθητής ακόμη, νέος ηθοποιός. Αρκετά χρόνια μετά, σκηνοθέτησα στη Μικρή Επίδαυρο με το Φεστιβάλ Αθηνών τον «Ξεπεσμένο δερβίση». Το χάρηκα. Μου άρεσε πολύ γιατί σε αυτό τον χώρο πήγαινα από μικρό παιδί με δικούς μου ανθρώπους, που δυστυχώς δεν ζούσαν όταν έκανα την παράσταση. Τότε ήταν ακόμα θαμμένο κάτω από τις αμυγδαλιές, σε μια αυλή σπιτιού. Ανέβαινα και καθόμουν με τις ώρες σε αυτή την πέτρα που είναι και σήμερα μέσα στην ορχήστρα, χωρίς να ξέρω τότε τι ακριβώς ήταν. Μια οικογενειακή παράσταση, κάτι εις μνήμην. Ολοι οι συγγενείς και οι φίλοι εκεί, παρόντες.

Εχω ένα μεγάλο παράπονο, αλλά έχει την εξήγησή του την άγια και σοβαρή. Μεγάλωσα δυο βήματα μακριά από το αρχαίο θέατρο και μικρός δεν μπόρεσα ποτέ να παρακολουθήσω μια θεατρική παράσταση.

Εργαζόμουν στα εστιατόρια, στην Πύλη της Ξηράς των αδελφών Τόσκα, στο Ξενία Ναυπλίου, και στον Καραμαλή, το άλλο εστιατόριο στην παραλία του Ναυπλίου. Στα τρία αυτά είχα θητεία σοβαρή, καριέρα αξιοπρόσεκτη. Εξυπακούεται ότι την περίοδο που είχε παραστάσεις δεν μπορούσα να φεύγω. Εκείνη την εποχή είχαμε και εμείς τις δικές μας… παραστάσεις.

Τότε δεν υπήρχε ο δρόμος από τα Ισθμια, από τα Λουτρά της Ωραίας Ελένης, όλοι περνούσαν από το Ναύπλιο. Εφταναν πούλμαν από όλη την Πελοπόννησο, από την Αθήνα. ΚΤΕΛ Αρκαδίας, Ηλείας, Μεσσηνίας, τα έβλεπες να καταφτάνουν ορδές. Και φυσικά τα ΙΧ κι αυτά και πίσω έκλεινε η πομπή θριαμβευτικά με την Τουριστική Αστυνομία. Η Αστυνομία και η Χωροφυλακή τελευταίες. Πάρα πολλοί χωροφύλακες με εκείνο το αντιπαθές κυπαρισσί ένδυμα.

Θυμάμαι λοιπόν ότι ήθελα πολύ να πηγαίνω στις παραστάσεις αυτές αλλά δεν μπορούσα να πάω και προσπαθούσα να καταλάβω από τα λόγια των θεατών, που επιστρέφοντας τους σερβίριζα. Τι ακριβώς παράσταση ήταν, ποιο έργο, ποιοι ηθοποιοί έπαιζαν, αν ξεχνούσε κάποιος ένα πρόγραμμα στο τραπέζι δεν του το επέστρεφα, έκανα το κορόιδο. Γιατί ήταν κάτι που μπορούσα να το κρατήσω, μάζευα λοιπόν προγράμματα από παραστάσεις που δεν είχα παρακολουθήσει. Είχα γίνει συλλέκτης!

Αυτό που έχει γούστο είναι ότι έρχονταν ηθοποιοί, σκηνοθέτες, πρωταγωνιστές, αργότερα, αναδρομικά, κατάλαβα ποιοι ήταν, ειδικά στο Ξενία που πήγαιναν οι πιο επώνυμοι. Με μερικούς από αυτούς συναντήθηκα στο θέατρο αργότερα, όταν έμπλεξα, αλλά τι να έλεγα τότε, δεν μπορούσα. Μου έδιναν και φιλοδώρημα. Κάποιοι άφηναν και πουρμπουάρ, άλλοι όχι, ήταν σπαγκοραμμένοι, άλλοι γενναιόδωροι. Θυμάμαι παραξενιές, ιδιοτροπίες και ιδιαιτερότητες, αλλά το γνώριζα από τότε, ο σωστός σερβιτόρος πρέπει να είναι εχέμυθος.

Ξεκίνησα μικρός αυτό το ένδοξο επάγγελμα, «στο εστιατόριο που τρών’ τα συνεργεία», «τα παλιά γκαρσόνια», και όλα αυτά τα τραγούδια, δεν μπορούσα να το φανταστώ, ούτε καν το σκεφτόμουν τότε ότι θα ασχοληθώ με το θέατρο, κάθε άλλο, ποτέ δεν είπα ότι θα γίνω ηθοποιός. Καμία σχέση. Μέχρι που ανέβηκα στην Αθήνα, δεκαοκτώ ετών, δεν είχα τέτοιες βλέψεις. Δηλαδή, το κακό με βρήκε ξαφνικά. Δεν το προετοίμαζα.

Υπάρχει και μια πικρή ιστορία στη σχέση μου με το αρχαίο θέατρο, τότε που παραλίγο να χάσω τη ζωή μου όταν εκπυρσοκρότησε το όπλο ενός αστυνομικού. Στο εστιατόριο που δούλευα, στην Πύλη της Ξηράς, νομίζω στο τέλος μιας παράστασης, είχαν έρθει αργά τη νύχτα, ή μπορεί να ήταν και μεσημέρι Κυριακής, πριν πάνε στην Επίδαυρο, και ήταν γεμάτο αστυνομικούς το εστιατόριο. Είχαν έρθει λοιπόν όλοι τους και έτρωγαν, δηλαδή μπορεί και 50 αστυνομικοί. Με τα όπλα τους, τα καπέλα τους, εν πλήρει στολή και δόξη.

Εκπυρσοκρότησε το όπλο ενός αστυνομικού, θυμάμαι τη λάμψη, δηλαδή η σφαίρα πέρασε κυριολεκτικά δίπλα από το μάτι μου, τυφλώθηκα για λίγο. Θα είχα πάει «υπέρ θεάτρου».

Το γεγονός το κάλυψαν σαν να έσπασε ένα ποτήρι. Ούτε καν, γιατί αν έσπαζα ένα ποτήρι μπορεί να μου έβαζαν και λίγο πάγο. Θυμάμαι, ήταν σα να μην έγινε, το κουκούλωσαν σαν να μην έγινε ποτέ. Εγώ έντρομος πήγα και κούρνιασα σε μια σκάλα που είχε εκεί κι έκατσα και όσο περνούσαν οι ημέρες συνειδητοποιούσα τι είχε συμβεί. Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι θα πήγαινε ο τύπος αυτός. Δηλαδή εγώ.

Ομως τον χειμώνα έβγαζα το άχτι μου. Πηγαίναμε συχνά εκδρομές στο αρχαίο θέατρο με το γυμνάσιο. Εχω φωτογραφίες μέσα στην ορχήστρα, με συμμαθητές αγκαλιά, με τις μπάλες στα χέρια, δεν παίζαμε βέβαια μπάλα, παίζαμε κάτω εκεί που είναι το πάρκινγκ, γίνονταν φοβερά ματς. Οταν μας φώναζαν επάνω στο θέατρο να μας μιλήσουν οι καθηγητές, εμείς βαριόμασταν, ποιος είχε όρεξη για τον Πολύκλειτο, τον Παυσανία και το κοίλον. Το μόνο που κάναμε, το κόλπο με τη δεκάρα ή το ψιθυριστό «σ’ αγαπώ – μ’ αγαπάς» ή κάτι λεξούλες τολμηρές που ανακαλύπταμε σιγά σιγά και τις δοκιμάζαμε στην ηχητική των αιώνων. Μέχρι εκεί. Τα άλλα δεν ήταν για μας.

Μου είχαν διηγηθεί μια πολύ νόστιμη ιστορία, ότι όταν τραγούδησε η Μαρία Κάλλας στην Επίδαυρο, είχα δει και φωτογραφίες στο Ναύπλιο, είχαν στείλει όλους τους στρατιώτες του Μηχανικού, του ΚΕΜ Ναυπλίου, με καλάμια, να διώχνουν τα τζιτζίκια που τερέριζαν από τα πεύκα γύρω γύρω για να τραγουδήσει, γιατί την ενοχλούσαν στις πρόβες. Τα καλάμια, τα τζιτζίκια και η Μαρία Κάλλας. Ποιος θα έχει το πάνω χέρι. Ο Ανθρωπος ή ο Θεός.

Τώρα που μπορώ και κατεβαίνω συχνά στο αρχαίο θέατρο, όταν κάθομαι στις κερκίδες για να παρακολουθήσω μια παράσταση ή όταν συμμετέχω, σκέφτομαι τους δικούς μου ανθρώπους πολύ έντονα εκεί. Γιατί ήταν άνθρωποι που φτερούγιζαν γύρω γύρω από αυτό τον χώρο. Δούλευαν στους ελαιώνες, μάζευαν τις ελιές, βλέπω τις ελιές και ξέρω ότι αυτές είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Κάθομαι στην κερκίδα επάνω ψηλά και βλέπω το κτήμα απέναντι, σκέφτομαι τον παππού μου, τη μητέρα μου σκυμμένους, ανεβασμένους στο δέντρο με τα καλάθια, τα τσουβάλια, τα ζώα, τους σκέφτομαι εκείνη την ώρα και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στους ηθοποιούς. Και αν η παράσταση είναι βαρετή, παίρνω το μάτι μου και φεύγω, ανεβαίνω στο όρος Αραχναίον, εκεί όπου στεκόταν ο τελευταίος φύλακας όταν ειδοποίησε την Κλυταιμνήστρα ότι έπεσε η Τροία. Σκέφτομαι τον φρουρό αυτόν, τι θα έκανε εκεί, στο όρος Αραχναίον.

Ο Θοδωρής Γκόνης είναι σκηνοθέτης

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ

«Με πάνω από εξακόσιες λέξεις»

Θέρος 1975 αρχή η πρώτη μου Επίδαυρος δέκα ετών εγώ ο αδελφός μου Γιάννης εννέα το λυκόφως στο αρχαίο θέατρο παρέλαση παραδοσιακή του χορού «Οιδίπους επί Κολωνώ» ο Μινωτής οι κερκίδες ζεστές ο πατέρας μου Τάσος η μάνα μου Ευγενία το «σήμαντρο» του γκιόνη από τα πεύκα απέναντι η έξοδος του Οιδίποδα-Μινωτή η έκστασή μου η πρώτη ταβέρνα ο «Παράξενος» τα επόμενα καλοκαίρια όλα εκεί παραθερισμός τα ποδήλατα οι παρέες στο λιμάνι της Παλιάς Επιδαύρου το γήπεδο του Ασκληπιού Παλαιάς Επιδαύρου ακόμη πατέρας και ο αδελφός του και φίλοι οικογενειακοί εκεί όλοι αγόρια κορίτσια ψαρέματα κανονικά τότε ακόμα οι ντίσκο πάντα το Σαββατοκύριακο στις παραστάσεις Μινωτής Κουν Ευαγγελάτος Χορς Λαζάνης Βαλάκου Συνοδινού Κατράκης κι άλλοι πολλοί άγιοι πια εντός μου έβλεπα από κοντά κι άκουγα και μαγευόμουν ανεξίτηλα αλλά πού μυαλό τότε από θέατρο άσχετος εγώ πού να ‘ξερα με τον αδελφό μου και τον Χρήστο Ζαφείρη πιάναμε καβουρομάνες στην παραλία της Παλιάς πριν την επιχωμάτωση φαΐ στη Μουριά στα Κλήματα χρόνια περνούν η Επίδαυρος εκεί μέσα μου κι έξω μου μπαίνω Δραματική Σχολή Εθνικού αποφοιτώ ξανά πάλι εκεί στα ίδια μέρη έρωτες και έρωτες οι πρώτοι κι ανεπανάληπτοι χοροί στα κλαμπάκια στούντιο 54 ντίσκο Εσπερίδες αργότερα Καπάκι το έπος του Ηλία Τζαβέλλα μες στις πορτοκαλιές και κάμπινγκ κι έπειτα το χοτέλ «Τάσος» ανεξάρτητος και πιο υποψιασμένος εγώ κι ενήλικος ο Θεός να με κάνει οι πρώτοι ρόλοι στη σκηνή Ευριπίδου «Ηλέκτρα» Διόσκουρος από μηχανής θεός με μηχανή δική μου πια και αυτοκίνητο βόλτες και φλερτ καμάκι τότε ακόμη λεγόταν το είχα λιώσει το θέατρο σκηνή κερκίδες τα πέριξ δάση τα καμαρίνια η μυρωδιά των μακιγιάζ και το ρετσίνι κόλλα για βοστρύχους και γένια το θέατρο γεμάτο κανένας φόβος μόνο δέος κι αγάπη και ρίγος σα να γεννήθηκα εκεί από πάντα ύστερα «Φοίνισσες» με Μινωτή σκηνοθέτη και τύραννο πατρικό Μενοικέας σα να πήγα στα Ο.Υ.Κ. οι διαταγές στον Στρατό τα δυο μετά χρόνια μου φάνηκαν παιχνίδι η άδεια μου στην Επίδαυρο πάλι για να παρακολουθήσω τις πρόβες του Μινωτή και μόνο μεγάλη η χάρη μου διονυσιακά και σωκρατικά συμπόσια στον «Παράξενο» με συναδέλφους και φίλους ως αντίδραση στον λυγουριάτικο «Λεωνίδα» το καλοκαίρι εκείνο ο θάνατος του πατέρα μου εκεί με βρήκε η φοβερά από τότε κραυγή του γκιόνη έως σήμερα τελειώνει ο στρατός ύστερα Νεοπτόλεμος με Κούρκουλο «Φιλοκτήτη» και Αίμωνας στην «Αντιγόνη» και με Αντιγόνη Βαλάκου Αγγελος στη Μήδειά της την υπέρτατη και Υλλος στις «Τραχίνιες» με Παπαμιχαήλ και Ορέστης στην «Εν Αυλίδι» με Σπύρο – Λήδα τέλος πάντων μεγαλώνω έπειτα παίζω σκηνοθετώ τη ζωή στη σκηνή κι ανάποδα έγινα δάσκαλος χωρίς πατέρα χωρίς Μινωτή χωρίς χλαμύδες φύγαν τα ποδήλατα και τα παράνομα φιλιά βράδια όμως κρυφά σε κείνα δοσμένος για πάντα κι ας επιχωματώθηκε η παιδική μου προβλήτα του λιμανιού της Παλιάς Επιδαύρου αλλά με όλες τις προσχώσεις που άφησαν εκείνα συνεχίζω η Επίδαυρος για μένα για πάντα εκεί σκοπός κι αφετηρία και τελικός προορισμός με τα «Καπάκια» της και τα μεθύσια της και τα σώματα τα θερινά σε πλήρεις περιπτύξεις μια αγάπη για το καλοκαίρι σε κάθε όνειρο για το θέατρο την προσέγγισα με χίλιους κωμικούς τρόπους και χίλια κοστούμια τραγικά αχ δύσκολη γυναίκα άπιστη και αγία σκληρή και φιλόξενη η αγάπη μου τη σκηνοθέτησα με «Βατράχους» απασφαλίζοντας την ασφάλειά μου μπήκα μέσα της μεθυσμένος προσκυνητής παραπατώντας μα όχι εξαπατώντας την αγάπη μου την παλαιόθεν γεμάτη από κόσμο μα εγώ να «βλέπω» μόνο κάπου ψηλά στις κερκίδες τον πατέρα μου και τον Μινωτή και όλους τους θεατρικούς μου προπάτορες να με κοιτούν με το μάτι το δήθεν αυστηρό και το υπομειδίαμα όχι δεν μήδισα ούτε φοβήθηκα την αγάπη για την Επίδαυρο τη ζωντανή μου την τωρινή και την αρχαία ένα και το αυτό κι αυτό που θα μείνει στη μνήμη είναι η Επίδαυρος της νιότης μου έτσι θα ‘ναι πάντα μέσα μου σε πείσμα όλων θα τη φωτίζει το λυκόφως του πρώτου Οιδίποδα και θα ‘ναι πάντα του Χορού τα στάσιμα αναστάσιμα για τη ζωή μου στην τέχνη και τα επεισόδια των δραμάτων πιο ζωντανά κι αειθαλή απ’ της ζωής μου στο θέατρο τα επεισόδια τα εφήμερα που και όλα αν τα αποστραγγίσεις μαζί δεν βγάζουν ούτε μια σταγόνα μπροστά στο δάκρυ που τώρα μου τρέχει για την Επίδαυρο της ψυχής μου με τους Μινωτήδες και τους Οιδίποδές τους με τις Συνοδινού και τις Βαλάκου τότε με τον πατέρα μάνα αδελφό θείους φίλους και φιλιά με τα ποδήλατα με τα καβούρια με την παραλία με τον «Παράξενο» με τα πρώτα ερωτικά αγγίγματα και τραγούδια και καφέδες στο «Ξενία» πριν την παράσταση με το γήπεδο του Ασκληπιού Παλαιάς Επιδαύρου και τους παίκτες τους ξυπόλητους κι άλλα κι άλλα μέχρι να σιγήσει για πάντα ο παλαιός των ημερών γκιώνης το πουλί της ψυχής μου που όλα για μένα συνοδεύει τα αρχαία της Επιδαύρου δράματα εντός μου κι εκτός μου κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε 2014 άνοιξη.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης είναι

σκηνοθέτης και ηθοποιός

βασιλησ νικολαϊδησ

Το χαμόγελο του θεάτρου

Πρωτοπήγα στην Επίδαυρο το 1973, στα 19 μου, μαζί με έναν παιδικό μου φίλο. Θα βλέπαμε τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Μουζενίδη, με τον Κατράκη. Από ό,τι θυμάμαι έμεινα άναυδος από το μέγεθος του θεάτρου, άφωνος και εκστατικός. Και κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ: μόλις άρχισε να βραδιάζει και το φως αχνόφεγγε στα απέναντι βουνά, ενώ άρχιζε η παράσταση, μαζί με τη φωνή του γκιόνη, τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν, άθελά μου και έτρεχαν συνέχεια. Σχεδόν δεν παρακολούθησα την παράσταση… Δεν ξέρω να πω αν μου άρεσε ή όχι, μόνο τη συγκίνησή μου θυμάμαι…

Αυτό ήταν. Ερως κεραυνοβόλος! Αρχαίο δράμα φυσικά είχα ξαναδεί, αλλά όχι στην Επίδαυρο. Η Επίδαυρος, όμως, ήταν κάτι σαν προσκύνημα…

Είδα σχεδόν όλες τις παραστάσεις του ‘74. «Προμηθέας Δεσμώτης» του Μουζενίδη, πάλι με τον Κατράκη και την εξαιρετικά ευέλικτη τότε Συνοδινού, την «Αντιγόνη» του Σολομού, πάλι με τη Συνοδινού, αρκετά ώριμη, όμως, πια για τον ομώνυμο ρόλο, το απολαυστικό δίπτυχο του Ευαγγελάτου «Αλκηστις – Κύκλωψ» και τον «Ιππόλυτο», πάλι του Ευαγγελάτου, με την Αρώνη ως Φαίδρα.

Περάσαμε στη Μεταπολίτευση. Η Επίδαυρος που μέχρι τότε, από την αρχή των Επιδαυρίων, το ‘54, λειτουργούσε μόνο με το Εθνικό, ανοίγει το ‘75 τις πύλες της και σε άλλους θιάσους. Ετσι είδα τους «Ορνιθες» του Κουν, ίσως τη σημαντικότερη παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, που για μια δεκαετία ακόμα τουλάχιστον θα διατηρούσε τη φρεσκάδα και τη μοναδικότητά της. Είδα όμως και τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Μινωτή με το Εθνικό, μια σπουδαία, προσωπική, σύγχρονης αισθητικής ερμηνεία, σε μια παράσταση που από τότε μου φάνηκε λίγο παλιά.

Οι πρώτες παραστάσεις που είδα στην Επίδαυρο είναι για μένα πολύ σημαντικές, γιατί ουσιαστικά μέσω αυτών ήρθα σε επαφή με αυτό τον φοβερό χώρο. Δεν θα απαριθμήσω, βέβαια, εδώ ό,τι είδα στην Επίδαυρο. Θα σταθώ μόνο σε μια παράσταση που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου ανεξίτηλα. Θυμάμαι πολύ καλά την «Ορέστεια» του Κουν, το ‘80, με τη Μελίνα ως Κλυταιμνήστρα. Αυτή ήταν και η μοναδική της παράσταση στην Επίδαυρο. Ντυμένη θεϊκά από τον Φωτόπουλο, σαν βυζαντινή αυτοκράτειρα, σάστισε φανερά μπρος στο ασφυκτικά γεμάτο θέατρο… Δεν μπόρεσε να βγάλει το σανδάλι του Καλαβρούζου και έτσι ο Αγαμέμνων μπήκε… μονοσάνδαλος στο παλάτι! Ξέχασε επίσης να βγει στη σκηνή, προς το τέλος του «Αγαμέμνονα», για να φωνάξει την Κασσάνδρα-Λυμπεροπούλου να μπει και αυτή για τη θυσία… Χάσμα, επανάληψη του χορικού που προηγείται, γενική αμηχανία…

Το προσωπικό μου ραντεβού, πάντως, με το αργολικό θέατρο ήταν μια ανάγκη. Δεν χόρταινα τον χώρο, τη στιγμή δε που έσβηναν τα φώτα για να αρχίσει η παράσταση, μου κοβόταν η ανάσα κάθε φορά. Είχα πάντα την αίσθηση, τη βεβαιότητα πως και το ίδιο το θέατρο, σαν ζωντανός οργανισμός, ήταν και αυτό σε εγρήγορση, έτοιμο να δεχτεί ή να απορρίψει αυτό που θα παιζόταν στην ορχήστρα του… Και αυτό το αισθάνθηκα πολύ νωρίς, από τα πρώτα χρόνια της θητείας μου ως θεατής στο τρομερό αυτό θέατρο. Και έχω δει παραστάσεις να συρρικνώνονται, να καταποντίζονται, να βουλιάζουν και να χάνονται στην ορχήστρα, που σαν κινούμενη άμμος τις καταβρόχθισε, κι έχω δει και παραστάσεις που θαρρείς πως ανυψώνονταν και οι ερμηνευτές τους γίνονταν γίγαντες κι έφταναν έως το πάνω διάζωμα. Και ήρθε η ώρα που κι εγώ, με τη σειρά μου, αναμετρήθηκα με τον χώρο. 2000. Εθνικό Θέατρο. «Ειρήνη» του Αριστοφάνη. Χάρις στον Νίκο Κούρκουλο. Επί των ημερών του άνοιξαν οι πόρτες του Εθνικού σε όλη την γκάμα των καλλιτεχνών, για να ξανακλείσουν μετά τον θάνατό του.

Στην «Ειρήνη» προσπάθησα να αγαπήσω το έργο, που εδώ που τα λέμε δεν είναι και από τα σημαντικότερα του Αριστοφάνη. Προσπάθησα να το αγαπήσω μέσα από μουσικές αναφορές, τραγούδια του Μεσοπολέμου που, κατά τη γνώμη μου, ταίριαζαν με τις καταστάσεις. Ολοι φοβήθηκαν τότε (και αυτό ήταν λόγος για παρεξηγήσεις και φιλονικίες) πως επειδή δεν τόνισα το σκαμπρόζικο στοιχείο, η παράσταση θα ήταν αδιάφορη αφού κανένα δεν θα «γαργαλούσε». Τρεις, στην κυριολεξία, βωμολοχίες έχει η «Ειρήνη» (είναι από τα πιο «σεμνά» έργα του Αριστοφάνη), τρεις βωμολοχίες άφησα, δεν πρόσθεσα τίποτα. Απλώς θέλησα να τονίσω την «κωμική ποίηση», που ουσιαστικά καθιστά σπουδαίο τον Αριστοφάνη.

Ευτυχώς η παράσταση άρεσε, είχαμε επιτυχία απρόσμενη, έως το βραβείο Κάρολος Κουν, σκηνοθεσίας και πρώτου ρόλου, πήραμε ο Παρτσαλάκης κι εγώ. Και πραγματικά, πιστέψτε με, είχα την αίσθηση ότι το ίδιο το θέατρο αγκάλιασε αυτή την παράσταση, σχεδόν γελούσε…

Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2004, έζησα την ακριβώς αντίθετη ιστορία. Πάλι με το Εθνικό, 50 χρόνια μετά την πρώτη παράσταση των Επιδαυρίων, κάναμε τον «Ιππόλυτο», όπως τότε, το ‘54, ο Ροντήρης. Είχα μάλιστα το θράσος να χρησιμοποιήσω και την ίδια μουσική με την παράσταση του τότε, που υπέγραφε ο Μητρόπουλος. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων ηχογράφησε τη μουσική, ανανεωμένη από τον Γιάννη Σαμπροβαλάκη. Η μουσική όμως αυτή, γραμμένη το 1938, απαιτούσε άλλη σκηνική αντιμετώπιση, άλλη παράσταση, άλλο ήθος και φυσικά μας καταβρόχθισε· άλλωστε και το ίδιο το θέατρο «θύμωσε», ήταν εχθρικό, ξένο, παγερό. Μεγάλη εισπρακτική επιτυχία για το Εθνικό ο «Ιππόλυτος» το 2004, τι τα θέλεις όμως…

Το επόμενο ραντεβού ήταν έξι χρόνια μετά, το 2010, πάλι με Αριστοφάνη, τους «Ιππείς». Παραγωγή της Θεατρικής Διαδρομής και του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου. Παρότι ο Αριστοφάνης δεν είναι η αδυναμία μου, και αυτή η παράσταση πήγε καλά. Φαίνεται ότι όταν δεν αγαπάς κάτι πολύ δεν του χαρίζεσαι, το αντιμετωπίζεις πιο αυστηρά.

Αλλά τι σημαίνει αυτό πια. Ολα ειπωμένα είναι, όλα έχουν ξαναγίνει. Ποιος πραγματικά «ανανέωσε» το αρχαίο δράμα τα τελευταία χρόνια; Αλλωστε η αποτίμηση δεν θα γίνει τώρα. Πάντως ακρότητες είδαμε και βλέπουμε. Οταν ξεκινάει, όμως, κάποιος με το σκεπτικό «να κάνει κάτι που δεν έχει κάνει κανείς άλλος», σίγουρα δεν βαδίζει σωστά. Το πραγματικά καινούργιο προέρχεται από εσωτερική ανάγκη και όχι από προσπάθεια εντυπωσιασμού.

Από ό,τι είδα τα τελευταία χρόνια, και είδα αρκετά, κρατώ το σκηνικό της Χλόης Ομπολένσκυ για την «Αντιγόνη» του Βογιατζή, που μεταμόρφωσε την ορχήστρα και τα ερείπια του λογείου της Επιδαύρου σε ένα υπέροχο αλώνι, καθώς και την προσωπική ερμηνεία της Λυδίας Κονιόρδου στην κατά Βασίλιεφ «Μήδεια». Ολα τα άλλα περνούν και φεύγουν από τη μνήμη μου. Κάθε φορά όμως που σβήνουν τα φώτα, απλώνεται σιγή και μόνο ο γκιόνης σπάει αυτό τον «ήχο της σιωπής» έχω και θα έχω, όσο θα ζω, την ελπίδα πως το θέατρο της Επιδαύρου θα χαμογελάσει ξανά και θα αγκαλιάσει κάτι που θα παιχτεί στην ορχήστρα του.

Ο Βασίλης Νικολαΐδης είναι σκηνοθέτης

γιανΝησ μετζικωφ

Ενας δρόμος δύσκολος, με ιστορία

Είναι δύσκολο να περιγράψω τι ακριβώς είναι η Επίδαυρος για μένα και τι νιώθω όταν δουλεύω μια παράσταση μέσα σ’ αυτό το θέατρο. Ξέρω επίσης καλά ότι η ομορφιά του δεν είναι προϋπόθεση για ένα καλό θεατρικό αποτέλεσμα, ότι σίγουρα έχω δει κι εκεί κάποιες πολύ κακές παραστάσεις, και ότι ποτέ δεν εξασφάλισε κανείς μια συνταγή επιτυχίας για μια καλή παράσταση, η οποία θα μπορούσε εξάλλου να είχε βλαστήσει ακόμα και μέσα σ’ ένα μπουντρούμι. Ομως αν χρειαζόταν εδώ να εξομολογηθώ για κάτι, μετά από τριάντα χρόνια δουλειάς στο θέατρο, θα έλεγα πως μερικές από τις ομορφότερες στιγμές της ζωής μου τις έχω ζήσει μέσα σ’ αυτό το θέατρο, ένα θέατρο που η εκπληκτική του αρχιτεκτονική και η ιερότητα της φύσης που το κυκλώνει, το κάνει μοναδικό στον κόσμο. Αυτή τη μοναδικότητα την ένιωσαν πολλοί που πέρασαν και περνούν εξήντα χρόνια τώρα από’κεί και έκαναν αυτόν τον χώρο πια να αποτελεί αναμφισβήτητα πεδίο υπέρτατης καταξίωσης για τους έλληνες δημιουργούς της θεατρικής τέχνης και ταυτόχρονα μέγιστη πληροφορία και μείζον σημείο έρευνας για τα σύγχρονα ρεύματα και τη διαχρονική εξέλιξη της ερμηνείας του αρχαίου δράματος.

Ηθοποιοί, συνθέτες, σκηνοθέτες, ενδυματολόγοι, σκηνογράφοι, μουσικοί, χορογράφοι, θεατρολόγοι, χορευτές, ένα ατέλειωτο πλήθος θεατρανθρώπων και επιστημόνων της αρχαίας γραμματείας, φτιάχνουν πάνω από μισό αιώνα τώρα την ιστορία των παραστάσεων αυτού του θεάτρου, που αποτελεί από μόνη της σημαντικό αντικείμενο σπουδών και επιστημονικής έρευνας της σύγχρονης θεατρολογίας σχετικά με το αρχαίο δράμα στην εποχή μας.

Μέχρι σήμερα τετρακόσιες πρωτότυπες παραστάσεις χρηματοδοτήθηκαν, σχεδιάστηκαν, σκηνοθετήθηκαν, οργανώθηκαν και παρουσιάστηκαν ειδικά γι’ αυτό το θέατρο, από το 1954 μέχρι σήμερα. Εκείνη τη χρονιά ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Δημήτρης Μητρόπουλος και ο Αντώνης Φωκάς έθεσαν τον θεμέλιο λίθο του θεσμού των Επιδαυρίων, παρουσιάζοντας στο αρχαίο θέατρο τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη με το Εθνικό Θέατρο. Ετσι φέτος γιορτάζοντας τα εξήντα χρόνια του θεσμού, εισηγήθηκα στο διοικητικό συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου και λάβαμε ομόφωνη απόφαση να αφιερωθεί ο «Ιππόλυτος», που θα παρουσιάσει στην Επίδαυρο το καλοκαίρι, στους τρεις μεγάλους αυτούς καλλιτέχνες και να υπάρξει γραπτή αναφορά για το έργο τους στα προγράμματα των παραστάσεων του Εθνικού, ως ελάχιστη ένδειξη τιμής και μνήμης για την προσφορά τους.

Την Επίδαυρο τη γνώρισα πολύ πριν ασχοληθώ με τη σκηνογραφία, όταν φοιτητής ακόμα στο εργαστήριο ζωγραφικής του Γιάννη Μόραλη κατεβαίναμε με τα χαρτιά και τα μολύβια μας να σχεδιάσουμε τ’ ανθέμια στα μάρμαρα του Ασκληπιείου τις κρύες Κυριακές της δεκαετίας του ‘70. Λίγοι ξέρουν, πως πέρα από τον συνωστισμό του καλοκαιριού, υπάρχει μια άλλη Επίδαυρος τον χειμώνα, πανέμορφη, με τη θολάδα μιας βροχής που μόλις πέρασε, με μια ολοπράσινη λασπωμένη κόκκινη γη, με έναν δραματικό ουρανό και πάνω από όλα με κυρίαρχη την εκπληκτική σιωπή της, μια σιωπή που φτιάχνει κάθε ήχο μοναδικό άκουσμα και που αργότερα ξανάκουσα στις πρόβες τα βράδια στα κενά των φράσεων των ηθοποιών, όταν χώριζε τις λέξεις τους και τις έκανε καθαρές και πολύτιμες. Με δυο λόγια σ’ αυτό το θέατρο ζωγράφισα φοιτητής, μελέτησα σκηνογράφος, βρέθηκα με φίλους, ξενάγησα ερωτευμένος, είχα βοηθό τη γυναίκα μου, κυνήγησα στις κερκίδες τα παιδιά μου, χειροκρότησα, χειροκροτήθηκα, απελπίστηκα, συγκινήθηκα, έκλαψα, γέλασα, θύμωσα, γέρασα, είναι ένας τόπος που κατοίκησα με τη βαθύτερη έννοια του όρου.

Κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί, σε κάθε νέα παράσταση, έχω μέσα μου την αμηχανία της πρώτης φοράς. Ξεκινάω μια μονοήμερη με κάποιον συνεργάτη ώστε να βρεθώ στην ορχήστρα και να φανταστώ την εικόνα της παράστασης. Πάντα κάνω μια βόλτα τριγύρω να ξαναδώ τις διαφορετικές γωνίες του αρχαίου θεάτρου σαν να το πρωτοανακαλύπτω! Εκεί μόνος θα τοποθετήσω νοερά το σκηνικό στον χώρο και θα επιστρέψω στην Αθήνα μ’ αυτή την εικόνα για να το κατασκευάσω. Με εντυπωσιάζει πάντα η αρμονία της συνύπαρξης του φυσικού τοπίου με το μνημείο. Η σχέση αυτή είναι τόσο δυνατή, ώστε ακόμα και τα υπερβολικά σκηνικά ή οι ογκώδεις εικαστικές παρεμβάσεις μοιάζουν να ενοχλούν αντί να βοηθούν ένα ποιητικό αποτέλεσμα. Κάποιοι τόλμησαν και παραστάσεις χωρίς καθόλου σκηνικά. Ισως γιατί η φύση εδώ μοιάζει να έχει γλώσσα οπτική και διεισδυτική και παρεμβαίνει με τρόπο ποιητικό και άμεσα κατανοητό σε μια παράσταση.

Δεν μπορώ να παραβλέψω ότι όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι των βιβλίων που σπούδασα, Τσαρούχης, Μόραλης, Εγγονόπουλος, Χατζηκυριάκος Γκίκας, Τάκης κ.ά., προβληματίστηκαν και δημιούργησαν μέσα σ’ αυτόν τον χώρο ανεβάζοντας τον πήχη και αφήνοντας μια σημαντική εικαστική παρακαταθήκη στους νεότερους καλλιτέχνες για να συνεχίσουν. Ενας δύσκολος δρόμος με ιστορία. Ούτως ή άλλως η Επίδαυρος θα είναι πάντα εκεί για να μας ενθαρρύνει και να μας εμπνέει.

Ο Γιάννης Μετζικώφ είναι σκηνογράφος

Βαγγελης Χρόνησ

Επίδαυρος

Τα θερμά μάρμαρα της Επιδαύρου

ένα αυγουστιάτικο βραδινό

ζωντανεύουν αόρατα μαζί με τον θίασο

όλους εκείνους τους παλιούς θεατές

στις ίδιες πάντα θέσεις

να παρακολουθούν ίσως και το ίδιο έργο.

Πόσους βίους ακόμη θα διένυα

εάν τους γνώριζα

και πόσα δεν θα άκουγα

από θεραπευμένους και θεραπευτές

του Ασκληπιείου

για την παραποίηση των έργων

σε μία γλώσσα μεταποιημένη.

Ισως τα μόνα πιστά στo τερέτισμα τους

να είναι τα τζιτζίκια.

Ο Βαγγέλης Χρόνης είναι ποιητής