Τον τελευταίο καιρό ξαναήρθε στον δημόσιο διάλογο ο προβληματισμός κατά πόσον πρέπει να εμπλέκεται στην πολιτική η τηλεοπτική/δημοφιλής κουλτούρα. Για πολλούς, η συμμετοχή στην πολιτική τηλεοπτικών δημοσιογράφων, διάσημων ηθοποιών ή αθλητών αντιπροσωπεύει το τέλος της πολιτικής. Κάποιοι ταυτίζουν αυτή την εξέλιξη με τη «μεταμοντέρνα» εποχή, το μαράζωμα των μεγάλων οραμάτων, την παράβλεψη των κοινωνικών ανισοτήτων, τον εξωραϊσμό των εξουσιαστικών όρων. Αλλοι βλέπουν στο φαινόμενο αυτό τη «μεταδημοκρατική» παρακμή, τη μετεξέλιξη της δημοκρατίας σε μια εικονική συνθήκη την οποία επιβουλεύονται διάφορες ελίτ με άξονα τα μίντια. Κάποιοι μάλιστα εντάσσουν τη συγκεκριμένη εξέλιξη στο λαϊκιστικό φαινόμενο (π.χ. Μπέπε Γκρίλο) που χρησιμοποιεί δημαγωγικά το λαϊκό θυμικό είτε για ίδιον όφελος είτε για να εξυπηρετήσει νεο-ολοκληρωτικές αντιλήψεις.

Ολες οι παραπάνω προσεγγίσεις έχουν την αξία τους. Αυτό όμως που όλες τείνουν να παραγνωρίσουν είναι ότι ο κόσμος των μίντια δεν είναι μια σφαίρα έξω από την κοινωνική πραγματικότητα. Ο κόσμος της διασημότητας δεν έχει επιβληθεί χωρίς τη συμβολή των φαν κάθε τύπου. Μάλιστα, το ότι τα ΜΜΕ γίνονται μια υπερ-πραγματικότητα καθόλου αποκομμένη από την κοινωνική ζωή, ειδικά μετά τη διάδοση των social media, καθιστά τους διαχωρισμούς τύπου «από ‘δώ η επικοινωνία και από ‘κεί η κοινωνία» τουλάχιστον απλουστευτικούς.

Προτιμότερο από τον εύκολο αποτροπιασμό μας για την «ανίερη» αυτή συνθήκη είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η ποπ κουλτούρα έχει αποκτήσει εδώ και χρόνια τεράστια συμβολική αξία, πολιτισμική και πολιτική. Από τη στιγμή που οι παραδοσιακοί κομματικοί φορείς φθίνουν σε αξιοπιστία (και όποιος τους υπερασπιστεί θεωρείται ύποπτος ή γραφικός), από τη στιγμή που παλαιότεροι δημόσιοι χώροι πολιτικοποίησης χάνουν τη σημασία τους (π.χ. Πανεπιστήμια), το πεδίο του δημοφιλούς θεάματος και κάθε ξεχωριστής υποκουλτούρας που αναπτύσσεται γύρω από αυτό φτιάχνει τους κύριους τόπους για ταύτιση, διαφοροποίηση, ενίοτε και σύγκρουση (πρόσφατη η διαμάχη Βανδή – Σφακιανάκη). Οι τόποι αυτοί συμπυκνώνουν τον νέο πολιτικό λόγο που ενδιαφέρει την πλειονότητα των πολιτών, με εξαίρεση βέβαια ορισμένους νοσταλγούς της «μεγάλης» πολιτικής περασμένων αιώνων ή δεκαετιών.

Είναι πολύ σημαντικό, π.χ., να θυμηθούμε ότι ο Λάκης Λαζόπουλος και ο Σταύρος Θεοδωράκης που κονταροχτυπιούντα στην επικαιρότητα υπήρξαν οι δύο πιο δημοφιλείς τηλεοπτικές περσόνες την περίοδο της κρίσης, ο καθένας στο είδος του: ο ένας στη σάτιρα, ο άλλος στο δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ. Δύο περσόνες που έφεραν άμεσα πολιτικούς συμβολισμούς και πέτυχαν εξαιρετικές επιδόσεις τηλεθέασης. Ο μεν Λαζόπουλος μετεξέλιξε την επιθεώρηση σε εθνικολαϊκιστική διδαχή μέσα από την υιοθέτηση όλων των μορφών καταγγελίας-διαμαρτυρίας έναντι των ξένων «δυναστών» και των εγχώριων «φερεφώνων» τους (Κερατέα, Σκουριές, Αγανακτισμένοι κ.ά.). Ο δε Θεοδωράκης, παρά τον εγωκεντρικό μελοδραματισμό των εκπομπών του, κατάφερε να προβάλει όχι μόνο τις πολιτικές ή τις εξωγενείς αιτίες της κρίσης αλλά και τις ενδογενείς κοινωνικές παραμέτρους και τις δυνατότητες υπέρβασής της (π.χ. εκπομπές «Πέντε πρόσωπα, πέντε φούσκες», «Από την κρίση στη φύση»). Αλλωστε, οι αποκλειστικότητες των συνεντεύξεων παλαιότερα της Κωνσταντίνας Κούνεβα και πρόσφατα της οικογένειας του Παύλου Φύσσα τού έχουν δώσει ένα δημοσιογραφικό στάτους που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί συμβατικό για τα δεδομένα της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης.

Συνεπώς, Λαζόπουλος και Θεοδωράκης δεν αποτελούν απλώς τηλεοπτικούς αστέρες αλλά πολιτικούς πρωταγωνιστές που έδωσαν εμμέσως ή αμέσως μαζικά φίλτρα για την ανάγνωση της κρίσης και των πρόσφατων συνταρακτικών γεγονότων (ανεξαρτήτως αν αποδειχθεί ότι έχουν πολιτικές ικανότητες). Από το να τους εξομοιώσουμε ως πρόσωπα του θεάματος, καλύτερα ας κατανοήσουμε τη διαφορετική τηλεοπτική υφολογία τους, ας δούμε ποιες διαφορετικές αντιλήψεις και προσδοκίες της κοινής γνώμης διαμορφώνουν και αντιπροσωπεύουν ως δημοφιλείς φιγούρες.

Η αντίληψη που ήθελε η βίαιη πτώση της ελληνικής κοινωνίας τα χρόνια της κρίσης να τη μεταμορφώνει σε πρότυπο καθαρής ταξικής συνείδησης ή τυφλού μίσους διαψεύδεται πολλαπλώς. Θεοδωράκης (Το Ποτάμι), Λαζόπουλος (διακαής πόθος του ΣΥΡΙΖΑ), Ζαγοράκης (ΝΔ), Καϊλή (Ελιά), Μουτσάτσου (ΕΠΑΜ) και οι «παλαιότεροι» Χαϊκάλης (ΑΝΕΛ) και Γεωργιάδης (ΛΑΟΣ-ΝΔ) δείχνουν ότι η ποπ πολιτική ήταν και θα παραμείνει εδώ. Γιατί εάν, όπως έλεγε ο Κλάουζεβιτς, ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, παρόμοια η ποπ πολιτική είναι η συνέχιση της ιδεολογίας σε συνθήκες καταναλωτικής δημοκρατίας. Γι’ αυτό η επιλογή των δημοφιλών πρωταγωνιστών που μας εκφράζουν (εντός και εκτός πολιτικής) δεν είναι καθόλου ασήμαντη.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ