Μετά την πολυαναμενόμενη χθεσινή ανακοίνωση της Eurostat, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνώρισε και επίσημα ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα της Ελλάδας ύψους 1,5 δισ. ευρώ ή 0,8% του ΑΕΠ για το 2013. Εφόσον το πρωτογενές πλεόνασμα δημιουργήθηκε νωρίτερα από την προθεσμία που υπαγόρευε το Μνημόνιο και προβλέπεται διατηρήσιμο, η κυβέρνηση προτίθεται από σήμερα κιόλας να ανοίξει στις Βρυξέλλες τη συζήτηση για μιαν επαναρρύθμιση του υπέρογκου ελληνικού χρέους, ώστε να περιοριστούν οι ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησής του και να απομένουν περισσότεροι πόροι για κατανάλωση και επενδύσεις στη χώρα. Την επιδίωξη αυτή προβάλλει άλλωστε κατά απόλυτη προτεραιότητα πολλούς μήνες τώρα. Ολο αυτό το διάστημα οι ευρωπαίοι συνομιλητές της την παρέπεμπαν στην πιστοποίηση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων από τη Eurostat, η οποία είναι πλέον γεγονός.

Αν όμως το πρωτογενές πλεόνασμα του 2013 και η εκτίμηση ότι μπορεί να διατηρηθεί στο απαιτούμενο ύψος και φέτος χωρίς πρόσθετα μέτρα σηματοδοτούν μια νέα κατάσταση, πιο «κανονική» ύστερα από τέσσερα χρόνια αδιάκοπων έκτακτων επεμβάσεων, εσωτερικά τίθεται ένα ζήτημα πολύ πιο σημαντικό. Και αυτό είναι να ξανασχεδιαστούν η δημοσιονομική πολιτική, η κατανομή των δημοσίων δαπανών και η κατανομή των φορολογικών βαρών, με τρόπο που να υπηρετούν με σταθερότητα και συνέχεια την αύξηση της παραγωγής και των επενδύσεων, της απασχόλησης και των εισοδημάτων και ταυτόχρονα την κάλυψη βασικών κοινωνικών αναγκών. Μπορεί το χρονοδιάγραμμα που έθεσαν οι επίσημοι δανειστές της χώρας, τα κράτη της ευρωζώνης και το ΔΝΤ, για να εξαλειφθεί το τεράστιο έλλειμμα του 2009 να εκπληρώθηκε συνιστώντας μια δημοσιονομική προσαρμογή χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Αλλά αυτό έγινε κάτω από την αυστηρή κηδεμονία της τρόικας, οι σχεδιασμοί και οι προβλέψεις της οποίας σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκαν εκτός πραγματικότητας, ενώ το ελληνικό πολιτικό σύστημα βρέθηκε σε πλήρη αδυναμία να προωθήσει δικούς του ρεαλιστικούς στόχους, πόσω μάλλον να συνενώσει τις δυνάμεις της κοινωνίας σε μια προοπτική εξόδου από την κρίση. Ετσι η αναγκαστική προσαρμογή κόστισε πολύ περισσότερο σε εθνικό προϊόν, σε ανεργία και φτώχεια.

Κάθε απόκλιση από τους ποσοτικούς στόχους των Μνημονίων ακολουθούσαν μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις, ανάμεσα στην εκάστοτε κυβέρνηση που πάσχιζε να προστατεύσει κοινωνικές ομάδες της εκλογικής της βάσης και την τρόικα με τις δογματικές της εμμονές και τις ποικίλες, ταλαντευόμενες επιδιώξεις των εντολέων της, για το πώς θα διορθωνόταν. Στα διαστήματα αυτά η οικονομία παρέλυε μέσα στην αβεβαιότητα και βυθιζόταν. Σχεδόν ένα εξάμηνο μεσολάβησε ανάμεσα στις εκλογές του 2012 και στην απόφαση του Eurogroup της 29ης Νοεμβρίου με παγωμένες τις αποφάσεις του Μαρτίου εκείνου του έτους. Αλλο ένα εξάμηνο είχε χαθεί αντίστοιχα το 2011, ώσπου κατέληξε στην πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου. Το ίδιο και παλαιότερα, το ίδιο και το 2013, αλλά και τον χειμώνα που μόλις πέρασε, έστω και με μικρότερες απώλειες. Αλλά πέρα από τον χαμένο χρόνο, οι όποιοι συμβιβασμοί τελικά επιτυγχάνονταν κάθε φορά οδηγούσαν σε σπασμωδικά μέτρα που κάθε άλλο παρά υπηρετούσαν τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα, ή του φορολογικού συστήματος.

Τα παραδείγματα βρίθουν. Τελευταίο η εξωφρενική επιβάρυνση ανέργων ή φοιτητών με τεκμήρια μέσω των τραπεζικών τους λογαριασμών, οι οποίοι ειδοποιήθηκαν ευτυχώς χθες να αναβάλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις μέχρι να ψηφιστεί τροπολογία που θα λύνει το πρόβλημα (;). Αλλά και αυτό να διευθετηθεί, οι παραλογισμοί που αντιμετωπίζουν όσοι θέλουν να είναι συνεπείς φορολογούμενοι είναι άφθονοι. Και μόνο το γεγονός ότι σχεδόν κανείς δεν είναι σε θέση να συμπληρώσει τη δήλωσή του χωρίς να καταφύγει –επ’ αμοιβή –σε φοροτεχνικό, τόσο πολύπλοκο κατάντησε το σύστημα, τα λέει όλα. Ο χωρισμός άλλωστε των εισοδημάτων κατά πηγή, αντί να ενταχθούν όλα σε ενιαία προοδευτική κλίμακα, συχνά ευνοεί τους ευπορότερους, χωρίς αυτή να ήταν η αρχική επιδίωξη –κ.ο.κ. Από την άλλη, οι αυθαίρετες περικοπές και οι απολύσεις κλάδων ολόκληρων εργαζομένων χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση, μόνο για να επιτευχθούν επιμέρους ποσοτικοί στόχοι, στενό δημοσιονομικό όφελος δεν έφεραν, ενώ ζημιώνουν τη λειτουργία του Δημοσίου, εντέλει την οικονομία συνολικά. Ακόμα περισσότερο ζημιώνει την οικονομία η δραματική πτώση των δημοσίων επενδύσεων.

Στον βαθμό που δημόσια έσοδα και δαπάνες έπαψαν να παράγουν ελλείμματα, υπάρχει ευχέρεια να επανεξεταστούν χωρίς να κλονιστεί η ισορροπία. Η αναδιαμόρφωσή τους θα ήταν η καλύτερη πολιτική αξιοποίηση του πρωτογενούς πλεονάσματος.