Σε τρία χρόνια συμπληρώνεται μισός αιώνας από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Οσο υπάρχουν άνθρωποι που ζήσανε την εφτάχρονη διάρκειά του, ενδέχεται οι αναμνήσεις τους να μην εγείρουν την οργή που αισθάνονταν να τους πλημμυρίζει τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Δεν έχει καμιά σημασία, φτάνει να παραμένει ενεργής η κρίση για την κοινωνική – επομένως και ατομική – εκβαρβάρωση που προκάλεσε η χούντα. Ο συναισθηματικός αντίκτυπος από τα γεγονότα πάντα μικραίνει και χάνεται – σημασία έχει να παραμένουν αμείωτες μέσα μας οι ηθικές τους διαστάσεις. Τότε μόνον υπάρχουν πιθανότητες να μην επαναληφθούν λάθη και εγκλήματα. Αν η 21η Απριλίου συνιστά μια συμφορά, όπως όλες οι μεγάλες εθνικές δοκιμασίες, είναι κατά τούτο: ότι το σύνολο σχεδόν του λαού στερείται τη δυνατότητα να ταυτιστεί με κάτι ωραίο και γνήσια δημιουργικό. Για να επιβιώσει, χρειάζεται να υποβαθμιστεί. Το κείμενο που ακολουθεί ας θεωρηθεί μια έμμεση μαρτυρία αυτής της αλήθειας

Γράφεις τόσα χρόνια και σου είναι αδύνατον να συμφιλιωθείς με τον πρώτο ενικό. Ακόμη κι όταν επιβάλλεται, από τον φόβο μην τυχόν και θεωρήσουν οι άλλοι ότι υπεκφεύγεις, προτιμάς να εκτεθείς παρά να φανεί ότι λογαριάζεις τον εαυτό σου τόσο σπουδαίο ώστε να μπορείς να μιλάς σε πρώτο πρόσωπο. Ο καθείς και τα συμπλέγματά του.

Εχουν περάσει ακριβώς 45 χρόνια από τότε που παρουσιάστηκες στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΚΕΣΑ), στου Παπάγου. Για την ακρίβεια στις 29 Μαρτίου 1969, την ημέρα που ο Γιώργος Σεφέρης έκανε τη γνωστή δήλωση κατά της χούντας αλλά και ημέρα που πριν από δεκαοχτώ χρόνια, το 1951, είχε πεθάνει η μητέρα σου. Είναι η πρώτη φορά σήμερα που ανοίγεις το στόμα σου να μιλήσεις για τη θητεία σου ως εσατζή. Και μάλιστα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου τοποθετήθηκες ως γραφέας υπασπιστηρίου, όταν τελείωσε η εκπαίδευση στο ΚΕΣΑ, στα μέσα Ιουνίου του ίδιου χρόνου. Εχοντας μέσα στον ενάμιση χρόνο που έμεινες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ τρεις διαδοχικά διοικητές: τον Κούτρα (καλή του ώρα αν ζει, θα εξηγήσεις παρακάτω το γιατί), τον Χατζηζήση και τον Θεοφιλογιαννάκο (για τους δύο τελευταίους δεν θα μπορούσες να κάνεις την ίδια ευχή, και δεν χρειάζεται να εξηγήσεις το γιατί).

Οι ΦΑΝΤΑΡΟΙ. Το ΕΑΤ-ΕΣΑ τον ενάμιση αυτόν χρόνο «φιλοξένησε» πλήθος ανθρώπων που είχαν κατηγορηθεί ότι ενεργούσαν κατά της χούντας. Από έναν άγνωστο επιπλοποιό, που είχε το μαγαζί του στην Ηλιούπολη, έως τον κατοπινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Χρήστο Σαρτζετάκη. Το κτίριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ, προορισμένο να λειτουργεί ως κέντρο λήψης αποφάσεων, σε συνδυασμό με τον Ιωαννίδη που είχε το γραφείο του στο υπουργείο Αμυνας, αλλά και ως μονάδα δίωξης, με τους ίδιους τους εσατζήδες (απλούς φαντάρους που κάνανε τη στρατιωτική τους θητεία), να παρακολουθούν και να συλλαμβάνουν, επόμενο ήταν να μην έχει κελιά. Με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε χώρους κράτησης τα ίδια τα γραφεία – κατά περιόδους είχε χρησιμοποιηθεί για αντίστοιχους λόγους και το γραφείο του επιλοχία.

Αν την κουβέντα σου λοιπόν με τον επιπλοποιό από την Ηλιούπολη δεν θα υπήρχε κανείς στον κόσμο που μπορεί πια να την μαρτυρήσει, για την επαφή σου με τον Χρήστο Σαρτζετάκη υπάρχει ο αψευδέστερος μάρτυρας που είναι ο ίδιος. Η γνωριμία έγινε κάτω από συνθήκες μυθιστορηματικές, όταν, επιστρέφοντας ένα βράδυ στη μονάδα, έμαθες πως όσο έλειπες είχαν συλλάβει και είχανε φέρει τον διαπρεπή νομικό στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Κρατούνταν όρθιος μέσα σ’ ένα στενόχωρο δωματιάκι, κάτι σαν παράρτημα του ΚΨΜ. Ενας από τους 45 εσατζήδες – τόση ήταν η δύναμη της μονάδας – τον φυλούσε, προσέχοντας κυρίως μην τυχόν κι ο κρατούμενος καθήσει κατάχαμα αφού δεν υπήρχε μια καρέκλα ή κάποιο σκαμνί. Επρεπε να βηματίζει διαρκώς ή να μένει ακίνητος – αυτό μόνο επιτρεπόταν – χωρίς να μπορεί καν να πιαστεί από το περβάζι ενός υπερυψωμένου παραθύρου – διαφορετικά τι είδους δοκιμασία θα ήταν.

Χωρίς να έχεις υπάρξει θαρραλέος στη ζωή σου – μάλλον το ακριβώς αντίθετο φανταζόσουν για τον εαυτό σου – έσπευσες στον χώρο του ΚΨΜ και, ξενύχτης από κούνια καθώς είσαι, πρότεινες στον συνάδελφό σου φρουρό να πάει να κοιμηθεί. Θα έμενες εσύ στο πόδι του, για δύο ώρες, ώς την επόμενη βάρδια. Ο κατοπινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας είδε την αλλαγή του φρουρού με την απάθεια του εξουθενωμένου ήδη ανθρώπου. Με ποιον τρόπο θα μπορούσες τώρα να επικοινωνήσεις μαζί του, αφού η ώρα, ο τόπος, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η ίδια η εποχή, θα έκαναν τον καθένα να πιστέψει ότι αν δεν ήσουν βαλτός για να τον ψαρέψεις, με το πρόσχημα ότι τον ανακουφίζεις, δεν μπορεί παρά να είσαι και συ ίδιος με όλους τους άλλους που είναι εδώ μέσα;

Ο συγγραφέας Θανάσης Νιάρχος την περίοδο που υπηρετούσε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ

Η λογοτεχνία, για μία ακόμη φορά, έκανε το θαύμα της. Είχες ακούσει ότι στη Θεσσαλονίκη ο Χρήστος Σαρτζετάκης διατηρούσε επαφή με τον ποιητή Γ.Θ. Βαφόπουλο, που έναν χρόνο πριν, όταν δεν είχες ακόμη στρατευθεί, του είχες πάρει μία συνέντευξη που είχε δημοσιευθεί στον «Ταχυδρόμο» του Βόλου. Του ανέφερες λοιπόν το όνομα του Βαφόπουλου καθώς και το γεγονός ότι στο Παρίσι που είχες πάει πριν από λίγο καιρό είχες δει την ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά (τη βασισμένη στο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού) με τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν στον ρόλο του Σαρτζετάκη. Ο ίδιος ο Σαρτζετάκης απόψε φάνηκε να πείθεται ότι δεν κινδυνεύει – όσο κι αν η απορία του παρέμενε μεγάλη. Προπαντός όταν του έδωσες την καρέκλα που προοριζόταν για τον φρουρό προκειμένου να καθήσει. Συνέχισε όμως, χωρίς να του το ζητήσεις, να χτυπάει τα πόδια του στο πάτωμα, ώστε σε περίπτωση που περνούσε απέξω ένας εσατζής να ακούσει ότι ο κρατούμενος συνεχίζει να βηματίζει μέσα στο κελί.

Την επόμενη μέρα εξιστόρησες με το νι και με το σίγμα αυτά που συμβαίνανε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και ιδιαίτερα στον Χρήστο Σαρτζετάκη στον καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλο, πατέρα του φίλου σου Νίκου Θεοδωρακόπουλου, που είχε φύγει με δραματικό τρόπο στις 14 Φεβρουαρίου 1964, σε ηλικία 20 μόλις χρόνων. Ο Θεοδωρακόπουλος σου πρότεινε να συναντηθείς στο σπίτι του, Διδότου και Μασσαλίας, με τον φίλο του Παναγιώτη Κανελλόπουλο – οι δυο τους, μαζί με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, υπήρξαν οι διαπρεπέστεροι έλληνες μαθητές της Σχολής της Χαϊδελβέργης. Συμπλήρωσε μάλιστα ο Θεοδωρακόπουλος ότι θα έπρεπε να φτάσεις στο σπίτι του – χωρίς βέβαια να φοράς την στολή του εσατζή – δύο ώρες νωρίτερα από τον Κανελλόπουλο ώστε να μην κινηθούν υποψίες, καθώς ο καταργημένος από τη χούντα πρωθυπουργός παρακολουθούνταν σε όλες του τις μετακινήσεις. Θα παρέμενες μάλιστα, ενώ θα έφευγε ο Κανελλόπουλος, στο σπίτι του Θεοδωρακόπουλου, όπου και θα διανυκτέρευες. Το πρωί, ασφαλής πια, θα επέστρεφες στο σπίτι σου για να φορέσεις τη στολή του εσατζή και ώρα 7.30 να παρουσιαστείς στη μονάδα σου.

Επανέλαβες όσα είχες ήδη πει στο Θεοδωρακόπουλο, στον Κανελλόπουλο, που διακρίνοντας την ταραχή σου, σου είπε καθησυχαστικά: «Μην ανησυχείτε κύριε Νιάρχο, ουδείς Ελληνας θα μάθει οτιδήποτε. Ενεργώ για τον κύριο Σαρτζετάκη μέσω αμερικανών γερουσιαστών». Οι εξελίξεις που ακολούθησαν έχουν σχέση με την Ιστορία και πολύ λιγότερο με την προσωπική μαρτυρία – άλλωστε είναι γνωστές. Οφείλεις ωστόσο χάριτες στον Χρήστο Σαρτζετάκη γιατί δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1981, υπήρξε από τους πρώτους συνδρομητές στο περιοδικό «Η Λέξη» – έγραψε μάλιστα συνδρομητές και άλλους πέντε. Σταμάτησε να είναι συνδρομητής όταν έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η «Λέξη» όμως συνέχισε να του πηγαίνει «τιμής ένεκεν».

Οπως αναλογίζεσαι την περίοδο του ΕΑΤ-ΕΣΑ, σκέφτεσαι πως αντί για τόλμη – που αν τη διέθετες θα είχες ζητήσει μετάταξη σε ένα άλλο σώμα, όπως το είχανε κάνει πολλοί – θα χρέωνες τον εαυτό σου με μια απροσμέτρητη αφέλεια, αφού αισθανόσουν, πέρα από κάθε λογική, πως ό,τι κι αν συνέβαινε θα ήταν αδύνατον πραγματικά να κινδυνεύσεις. Διαφορετικά πώς θα ήταν δυνατόν να πιστεύεις ότι μπορούσες να ξεγελάσεις τον Χατζηζήση και τον Θεοφιλογιαννάκο, που δεν τους ξέφευγε ό,τι γινόταν μίλια μακριά, ενώ εσύ ως γραφέας υπασπιστηρίου ήσουν στο ακριβώς απέναντι από το δικό τους γραφείο; Ωστόσο έγινε και αυτό. Θρασύτατα έγραφες, ή μάλλον αντέγραφες, τις απογευματινές ώρες στη γραφομηχανή του ΕΑΤ-ΕΣΑ το μυθιστόρημα της κομμουνίστριας φίλης σου Ελλης Αλεξίου «Βασιλική Δρυς». Το μυθιστόρημα αναφερόταν στα εγκλήματα που είχαν διαπράξει οι φασίστες εις βάρος των κομμουνιστών εκπαιδευτικών. Ως δασκάλα και ως κομμουνίστρια η Ελλη Αλεξίου ήξερε τα πράγματα από μέσα αλλά επειδή η γραφομηχανή της ήταν παμπάλαια, σου είχε εμπιστευθεί το χειρόγραφό της, ξορκίζοντάς σε να μην το δει ανθρώπου μάτι. Τη διαβεβαίωσες πρόθυμα πως δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε κακό.

Η ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ. Για να μη μένεις λοιπόν άπραγος τις απογευματινές ώρες, είχες πάρει το χειρόγραφο της Αλεξίου στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και χτυπούσες με πάθος τα πλήκτρα της γραφομηχανής απολαμβάνοντας την παρανομία σου. Είναι γεγονός πως και τα δύο χρόνια της θητείας σου στην ΕΣΑ δεν είχες προκαλέσει την παραμικρή υποψία και εξακολουθούσαν να είναι φίλοι σου όλοι οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες που είχες γνωρίσει ώς τότε – οι περισσότεροι από αυτούς, βέβαια, αριστεροί. Το πολύ πολύ να άκουγες ένα «το κακόμοιρο το παιδί, πώς βρέθηκε στην ΕΣΑ;». Ηταν άλλωστε πρόσφατες οι περγαμηνές της συνεργασίας σου με τη «Μαγνησία», την εφημερίδα της ΕΔΑ που έβγαινε στον Βόλο έως τον Απρίλιο του 1967. (Ο Θεός να αγιάσει την ψυχούλα του Αντώνη Πατσιαντά, βουλευτή και εκδότη της εφημερίδας, από τους αγνότερους ανθρώπους και τους εντιμότερους αριστερούς που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς σε αυτή τη ζωή.) Ερχόταν λοιπόν ο Χατζηζήσης στο γραφείο σου και σου έλεγε, με έναν ειρωνικό και περιφρονητικό τόνο, ενώ χτυπούσες στη γραφομηχανή το μυθιστόρημα της Αλεξίου, «Πάλι τα δικά σου γράφεις εσύ;», και σου έβαζε μπροστά σου ένα χαρτί, συνήθως μια απόρρητη αναφορά προς την ΚΥΠ.

Αναρωτιέσαι ακόμη και σήμερα – τώρα πια χωρίς καμία αγωνία – πώς έγινε και έστω και μία φορά δεν πήρε ο Χατζηζήσης, από απλή περιέργεια, μία σελίδα από τις 10-15 δακτυλογραφημένες που είχες πλάι σου να διαβάσει τι ακριβώς έγραφες. Να υπολόγιζες ακόμη και τότε ότι θα ήταν αδύνατον να καταλάβει έστω και αν διάβαζε, το αποκλείεις. Φαίνεται πως υπάρχει στους πολύ πονηρούς, καχύποπτους και διεστραμμένους ανθρώπους ένας μηχανισμός, αναγνωρίσιμος όμως από όλους τους άλλους, που δεν τους αφήνει να καταλάβουν πως το απίθανο και το αδιανόητο παίρνουν σάρκα και οστά διαρκώς μπροστά στα μάτια μας. Ή ίσως να φαντάζονται πως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να αμφισβητήσει ή να μη φοβηθεί τη διαστροφή τους.

Το τι θα ακολουθούσε αν ο Χατζηζήσης είχε σκύψει να πάρει μια σελίδα από τη «Βασιλική Δρυ», που αποκλείεται να την πήρε είδηση ακόμη κι όταν κυκλοφόρησε μετά τη Μεταπολίτευση – αλλά κι αν το έμαθε, δεν θα πίστευε ότι ήταν δυνατόν να έχει καθαρογραφεί κάτω από τα μάτια του σε γραφομηχανή του ΕΑΤ-ΕΣΑ – το τι θα ακολουθούσε λοιπόν, μπορεί να το φανταστεί κανείς, φτάνει να πληροφορηθεί ένα περιστατικό που δεν έγινε ποτέ γνωστό. Ενας εσατζής ονόματι Θανάσης Τσαγκάρης, που υπηρετούσε ταυτόχρονα μ’ εσένα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, χωρίς να γνωρίζει το ποιόν ενός κρατουμένου, πήρε, όταν ο τελευταίος του έδωσε τον αριθμό του τηλεφώνου της μητέρας του, το σχετικό χαρτάκι προκειμένου να την ειδοποιήσει για το πού βρίσκεται ο γιος της κι ότι είναι καλά. Οταν έγινε γνωστό – πώς; Αγνωστο – ότι ο Τσαγκάρης πήρε το χαρτάκι με τον σημειωμένο αριθμό τηλεφώνου, έστω κι αν δεν τηλεφώνησε ποτέ, η δικαιολογία για τη βαρύτατη τιμωρία που του επεβλήθη ήταν η εξής: με την κίνησή του να πάρει το χαρτάκι με τον αριθμό πρόσφερε ψυχολογική διευκόλυνση στον κρατούμενο, ενώ η ελπίδα που του δημιούργησε καθυστέρησε για δυο-τρεις μέρες το έργο της ανάκρισης. Το αποτέλεσμα ήταν τον Τσαγκάρη να τον βασανίσει προσωπικά ο ίδιος ο διοικητής, γιατί αν τον παρέδιδε στους ώς πριν από λίγο συναδέλφους του εσατζήδες μπορεί να μην το έκαναν, να περάσει Στρατοδικείο, να φάει δύο χρόνια φυλακή και βεβαίως να τον διώξουν από την ΕΣΑ – που μπορεί και να το ήθελε – και να τον μετατάξουν στο Πεζικό.

Ο «ΑΝΙΔΕΟΣ» ΕΣΑΤΖΗΣ. Δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της χούντας (και υπάρχει έως σήμερα) η πεποίθηση ότι η ΕΣΑ και ειδικότερα το ΕΑΤ-ΕΣΑ υπήρξε ένα άντρο ανθρωπόμορφων τεράτων – είτε μιλάμε για μόνιμους αξιωματικούς είτε για έφεδρους στρατιώτες.

Ακόμη κι αν ήσουν ένας αθώος πολίτης και έσπαζε ο διάολος το πόδι του και βρισκόσουν στο κτίριο της Βασιλίσσης Σοφίας, σου κόβονταν τα γόνατα στη θέα ακόμη και του πιο «αυτοβασανιζόμενου βασανιστή»», κατά την καταπληκτική έκφραση του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου. Δικαιούσαι όμως στον βαθμό που αναγνωρίζεις την αλήθεια όσων υπό εχεμύθεια λέγονταν μέσα στη δικτατορία και με στεντόρεια φωνή, μετά την πτώση της, για το ΕΑΤ-ΕΣΑ, να μην ξεχάσεις να καταθέσεις, τώρα που όλα πια έχουν γίνει Ιστορία, ένα-δύο περιστατικά, που αμφιβάλλεις αν τα ξέρει ή αν τα θυμάται άλλος κανείς. Για τον εσατζή που, χωρίς να έχει απλώσει ο ίδιος το χέρι του ποτέ πάνω σε άνθρωπο, κατέληξε αλκοολικός καθώς το ποτό υπήρξε ο μόνος τρόπος να ξεχάσει τη θηριωδία που είχε βιώσει. Ή για έναν αξιωματικό με το παρατσούκλι Μπουλ Μπουλ, που βλέποντας έναν εσατζή, καυτό μεσημέρι του Αυγούστου, να δίνει ένα ποτήρι με πορτοκαλάδα σε έναν κρατούμενο στο Γραφείο Κινήσεως, γύρισε προς την άλλη μεριά το πρόσωπό του ώστε να δείξει ότι δεν είχε τίποτε αντιληφθεί. Ο εσατζής βέβαια αισθάνθηκε ότι είχε έρθει το τέλος του κόσμου.