Μια μικρή εμπλοκή στην τελευταία συνομιλία της σειράς «Ο Δάσκαλός μου, ο Μαθητής μου» είχε ως αποτέλεσμα την ευρηματικότερη και ουσιαστικότερη κατάληξή της. Την οφείλουμε στον ποιητή Βαγγέλη Χρόνη που μας προέτρεψε ως δεύτερη ακριτική περιοχή να επιλέξουμε το Ελληνικό των Ιωαννίνων. Κατά το λεξικό, το συναντά κανείς «δυτικά του Αραχθου και βόρεια του όρους Ξηροβούνι». Για να έρθουμε σε επαφή με κάτι σαν θαύμα, αφού ο σπουδαίος γλύπτης Θεόδωρος Παπαγιάννης ανέλαβε και μετέτρεψε σε μουσείο ένα εν ζωή σχολείο – έστω και με δώδεκα σήμερα μαθητές. Για τις ανάγκες της συνομιλίας αυτής κράτησε τον ρόλο του δασκάλου, αφού άλλωστε οι δώδεκα μαθητές μέσα στο σχολείο αυτό, χάρη και στα γλυπτά του, διδάσκονται και μορφώνονται. Λόγω μάλιστα της ηλικίας τους, αποκτούν εκείνη την αγωγή την οποία χρειαζόμαστε όλοι μας για να κατανοούμε τους άλλους και τη φύση, ό,τι και αν είναι ο καθένας μας: βοσκός ή αρχιτέκτονας, υδραυλικός ή σκηνοθέτης. Μένει βέβαια το θάμβος της γνωριμίας με έναν χώρο που θα έπρεπε να γίνει τόπος προσκυνήματος, καθώς μια «θεωρία» ποιητών, αγωνιστών, επιστημόνων, από τον Γιώργο Κοτζιούλα ώς τον Νίκο Σκοπούλη (μια μυθική φυσιογνωμία γιατρού στην Ηπειρο), σε υποδέχονται και σε καλωσορίζουν. Υπεύθυνος για αυτή τη «θεωρία» μορφών ο Θεόδωρος Παπαγιάννης που τις έχει σμιλέψει και απεικονίσει, υπογραμμίζοντας τη διάρκεια ενός πολιτισμού, του ελληνικού, μπορώντας σαφέστατα να τον εξειδικεύσουμε ως πολιτισμό του Ελληνικού

Θανάσης Νιάρχος: Κύριε Παπαγιάννη, μπορείτε να μας πείτε, με λίγα λόγια, το ιστορικό για το σχολείο που, αν και έχει γίνει μουσείο, διατηρεί ταυτόχρονα την αρχική του μορφή;

Θεόδωρος Παπαγιάννης: Θα τολμούσα να πω ότι είναι ένα μοναδικό σχολείο γιατί είναι ένα διπλό σχολείο. Ενα σχολείο για γράμματα αλλά κι ένα σχολείο αισθητικής αγωγής. Ενα ασυνήθιστα μεγάλο σχολείο για ένα χωριό, όπως είναι το Ελληνικό, που χτίστηκε τη δεκαετία του ’30 με τα χρήματα ενός μεγάλου ευεργέτη, του Νικόλαου Μαντελόπουλου. Βεβαίως, όταν φοιτούσα εγώ στο σχολείο αυτό, το χωριό ήταν ακόμα μεγάλο, είχε χίλιους κατοίκους και οι μαθητές ήμασταν εκατόν πενήντα. Τώρα οι μαθητές σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού είναι μόνο δώδεκα, οι τέσσερις μάλιστα είναι Αλβανοί.
Θ.Ν.: Υπήρξε περίοδος που να λειτούργησε το σχολείο μόνον ως μουσείο;

Θ.Π.: Ποτέ. Οι τρεις αίθουσες του ισογείου λειτουργούν πάντα ως σχολείο. Παλαιότερα υπήρχε και νηπιαγωγείο, αλλά σιγά σιγά τα παιδιά λιγοστεύανε.

Θ.Ν.: Δημήτρη, εσύ σε ποια τάξη πηγαίνεις;

Δημήτρης Μπερούκης: Στην ΣΤ’ Δημοτικού. Ο μπαμπάς μου είναι βοσκός, η μαμά μου κομμώτρια.

Θ.Ν.: Θα ήθελες να έχεις περισσότερους συμμαθητές;

Δ.Μπ.: Είμαι ευχαριστημένος όσοι είμαστε, αλλά και πιο πολλοί να ήμασταν δεν θα είχα πρόβλημα.

Θ.Ν.: Τις ώρες που δεν διαβάζεις πώς τις περνάς;

Δ.Μπ.: Πηγαίνω για κυνήγι, άλλοτε μόνος μου, άλλοτε με τους φίλους μου. Κυνηγάμε πουλιά, κανονικά πουλιά. Τσίχλες, κοτσύφια, μπεκάτσες.

Θ.Ν.: Κύριε Παπαγιάννη, πέραν του γεγονότος ότι το Ελληνικό είναι ο γενέθλιος τόπος σας, τι σας έδωσε την ιδέα να γίνει αυτό το σχολείο μουσείο;

Θ.Π.: Εβλεπα τον κόσμο να φεύγει, το χωριό και τη γύρω περιοχή να ερημώνουν, το σχολείο στο οποίο φοίτησα να μαραζώνει. Ηθελα να υπάρξει ένα κίνητρο για να αναζωογονηθεί ο τόπος αυτός. Λέγαμε άλλωστε από τα νιάτα μας να πάει η τέχνη κοντά στον λαό. Ετσι, όπως οι μνήμες μου και τα βιώματά μου είναι από εδώ, θεώρησα ότι ο χώρος αυτός θα ήταν ο ιδεωδέστερος για μια σειρά γλυπτών που είχα φτιάξει. Θα ανέπνεαν δηλαδή πολύ καλύτερα μέσα στον φυσικό τους χώρο. Μιλάμε για τέσσερις-πέντε ενότητες γλυπτών. Η μία, λόγου χάρη, είναι το ψωμί, κάτι για το οποίο εμείς οι Ηπειρώτες αισθανόμαστε πολύ περήφανοι. Είναι το σύμβολο της επιβίωσης, γι’ αυτό αγωνιζόμαστε όλοι μας. Είναι έπειτα οι δουλειές του χωριού, ο αγρότης και ο χτίστης. Γι’ αυτό υπάρχει το βαρίδι, το σύμβολο του μάστορα. Μια άλλη ενότητα είναι η ευεργετικότητα. Ο τόπος αυτός γέννησε σπουδαίους ανθρώπους που έκαναν τρομερές ευεργεσίες. Στα Γιάννενα υπήρξαν ονομαστά σχολεία, ακόμα και επί Τουρκοκρατίας. Την τάξη που έφτιαξα ως γλυπτό, με τους μαθητές να κάθονται ένας ένας στα θρανία, θα την έλεγε κανείς ιδανική τάξη, γιατί δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα. Εμείς καθόμασταν τρεις τρεις στο θρανίο…

Θ.Ν.: Μιλάτε για ποια δεκαετία;

Θ.Π.: Για τη δεκαετία του ’50. Ούτε δίναμε τόση προσοχή στον πίνακα όση φαίνεται να έχουν οι μαθητές ως γλυπτά. Ημασταν κακοντυμένοι, κακοφαγωμένοι, υπήρχε μεγάλη φτώχεια τότε στο χωριό, σε όλη την περιοχή. Θα δείτε μια φωτογραφία που έχει ένα καζάνι στη μέση και εμείς τα παιδιά γύρω γύρω να παίρνουμε το συσσίτιο που έδινε η αμερικανική βοήθεια.

Θ.Ν.: Δημήτρη, για τις έξι τάξεις του Δημοτικού με τους δώδεκα μαθητές πόσους δασκάλους έχετε;

Δ.Μπ.: Και οι δώδεκα έχουμε τον ίδιο δάσκαλο. Αυτός κάνει τα μαθήματα σε όλες τις τάξεις.

Θ.Ν.: Δεν χρειάζονται περισσότεροι;

Δ.Μπ.: Μας φτάνει και ο ένας. Είναι βέβαια λίγο πιεστικός, αλλά εντάξει.

Θ.Ν.: Τηλεόραση βλέπεις;

Δ.Μπ.: Μου αρέσει να βλέπω ταινίες, σειρές και κινούμενα σχέδια.

Θ.Ν.: Υπάρχει έστω κι ένα παιδί που να μη βλέπει τηλεόραση;

Δ.Μπ.: Οσο τουλάχιστον ξέρω, όχι.

Θ.Ν.: Παρατηρώντας, κύριε Παπαγιάννη, τις μορφές που έχετε απεικονίσει, αναγνωρίζει κανείς πολλές, όπως ο Μάρκος Αυγέρης ή ο Νίκος Εγγονόπουλος, που έλκουν την καταγωγή τους από την Ηπειρο. Υπάρχουν κι άλλες;

Θ.Π.: Πρόκειται για μια σειρά προσωπικοτήτων που είναι αντιπροσωπευτικές η καθεμία στον χώρο της. Ο ζωγράφος Κώστας Μαλάμος, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ο μουσουργός Δραγασάκης, ο οικολόγος Γουλανδρής. Παιδαγωγοί όπως ο Πεσταλότσι, επαναστάτες, ακόμα και πρωθυπουργοί. Ηθελα μέσα σ’ αυτή την αίθουσα διδασκαλίας που έχει απεικονιστεί ως γλυπτό με τους μαθητές, τους δασκάλους και τα θρανία, όλα μάλιστα βαμμένα άσπρα, να υπάρχει ένα ιδανικό, ας το χαρακτηρίσω, ακροατήριο. Να παρακολουθούν το μάθημα άνθρωποι μεγάλου αναστήματος, που η παιδεία υπήρξε η κύρια έγνοια τους. Για τον δάσκαλο χρησιμοποίησα ως πρότυπο έναν άνθρωπο, τον Κώστα Βασιλείου, που υπήρξε όχι μόνο σπουδαίος δάσκαλος αλλά και μέντοράς μου και πέθανε πάρα πολύ νέος.

Θ.Ν.: Τι σημαίνει ένας καλλιτέχνης όπως εσείς, με έργα του σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, να επιστρέφει στη γενέτειρά του;

Θ.Π.: Υπάρχουν μνήμες και γεγονότα που με συνδέουν άρρηκτα με τον τόπο αυτόν, έναν τόπο που υπήρξε πάντα φτωχός και αντιμετώπισε τρομερές δυσκολίες. Το μουσείο είναι η ανταπόδοσή μου για όσα του οφείλω, το αντίδωρό μου.

Θ.Ν.: Δημήτρη, σκέφτεσαι να σπουδάσεις;

Δ.Μπ.: Τώρα πηγαίνω στο Δημοτικό και μαθαίνω και αγγλικά. Αλλά από το χωριό δεν θα ήθελα να φύγω ποτέ. Μ’ αρέσει ο καθαρός αέρας, να βλέπω τα χιόνια, τα βουνά. Και να πηγαίνω και στα πρόβατα και να βοηθάω τον μπαμπά μου.

Θ.Ν.: Οταν λες ότι βοηθάς τον μπαμπά σου, τι ακριβώς κάνεις;

Δ.Μπ.: Πηγαίνω τα πρόβατα σ’ ένα χωράφι που έχει χορτάρι για να βοσκήσουν.

Θ.Ν.: Πόσα πρόβατα έχετε;

Δ.Μπ.: Σχεδόν εκατό. Δεν είναι βέβαια μεγάλος αριθμός. Μεγάλος είναι να έχεις πάνω από 150 πρόβατα. Υπάρχουν άλλοι που έχουν 500 και 600 πρόβατα.

Θ.Ν.: Σκύλο έχεις;

Δ.Μπ.: Βεβαίως. Τον Τζέρι που μένει στο σπίτι, την Μπαλίκω που πάει στα πρόβατα, την Κοράκω και τον Μαργιόλη.

Θ.Ν.: Παππούδες και γιαγιάδες έχεις;

Δ.Μπ.: Τέσσερις. Εκτός από τον πατέρα της μητέρας μου, που έχει πεθάνει.

Θ.Ν.: Αρα έχεις τρεις.

Δ.Μπ.: Οχι, τέσσερις. Γιατί έχω και μια προγιαγιά. Τη γιαγιά της μητέρας μου.

Θ.Ν.: Εσείς, κύριε Παπαγιάννη, πώς ξεκινήσατε;

Θ.Π.: Τελείωσα το δημοτικό τη δεκαετία του ’50. Ημουν καλός μαθητής. Τόσο καλός που με ρωτούσε ο δάσκαλος μόνο όταν δεν μπορούσαν να απαντήσουν οι άλλοι. Μια φορά όμως που ήμουν μπροστά στον πίνακα και δεν μπορούσα να βρω τη λύση, νευρίασε, ήρθε και μου ‘ριξε μια σφαλιάρα. Χτύπησε το πρόσωπό μου στον πίνακα, σκίστηκε κι άρχισε να τρέχει αίμα. Είπα λοιπόν στο σπίτι ότι δεν πρόκειται να πάω στο γυμνάσιο. «Αφού δεν θέλεις γράμματα, θα βοσκήσεις πρόβατα» μου είπε ο πατέρας μου και μου αγόρασε δεκατρία πρόβατα. Εκανα για κανένα χρόνο τη ζωή του ποιμένα, αυτή είναι όλη μου η προίκα. Καθόμουν τα βράδια με τους τσοπάνηδες κι άκουγα φλογέρες, άκουγα λύκους, φωνές από τον Αραχθο, ακριβώς όπως τα παραμύθια που μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας για φαντάσματα, για διακοναραίους, για διαβολάκια που παίζανε ντέφι.

Θ.Ν.: Πώς συνειδητοποιήσατε την κλίση σας στη γλυπτική;

Θ.Π. Είχε ξελακκώσει ο πατέρας μου ένα χωράφι κι είχε βγει μια πέτρα κάπως μαλακή, έχει άφθονη από αυτή την πέτρα ο τόπος. Πήρα τον σουγιά μου κι άρχισα να σκαλίζω. Τη μια ημέρα έφτιαχνα ένα κεφάλι, την άλλη ένα άλλο, κάθε ημέρα το έβαζα σ’ ένα σακούλι και το έφερνα στο μαγαζί του πατέρα μου. Το έβλεπαν οι χωριανοί και λέγανε: «Α, μπράβο, αυτός είναι ο παπάς, εκείνος είναι ο σοφέρ, ο άλλος είναι ο πρόεδρος». Πέρασε κάποια στιγμή ένας γεωπόνος και ρώτησε κι όταν του είπε ο πατέρας μου ότι είναι του γιου του, ενδιαφέρθηκε να μάθει τι κάνω. «Βοσκάει πρόβατα» απάντησε ο πατέρας μου. «Κρίμα, θα μπορούσε να γίνει ένας θαυμάσιος γλύπτης» συμπλήρωσε ο γεωπόνος. Ο πατέρας μου ήταν φιλοπρόοδος άνθρωπος, στο μεταξύ είχα καταλάβει κι εγώ τι σημαίνει ποιμενική ζωή κι έτσι αποφάσισα κι έδωσα εξετάσεις στο γυμνάσιο. Είχε ακουστεί και λίγο το όνομά μου, ότι κάνω κεφάλια, πήγα λοιπόν στη Ζωσιμαία Σχολή όπου δάσκαλος των τεχνικών ήταν ο Βρέλης, ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο της εποχής εκείνης. Αυτή ήταν η αρχή, λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκα στη Σχολή Καλών Τεχνών.

Θ.Ν.: Πώς συμβαίνει, κύριε Παπαγιάννη, τόσο άγονες περιοχές, όπως η δική σας, να δημιουργούν τα πιο αξιομνημόνευτα, τα πιο μυθικά, θα λέγαμε, πρόσωπα;

Θ.Π.: Ο κόσμος στις εύφορες κοιλάδες, στα εύφορα γενικότερα μέρη, είναι πιο επαναπαυμένος. Εχει το ψωμί του ή το βρίσκει εύκολα. Ενώ ένας που ζει σε ορεινές και άγονες περιοχές, για να επιβιώσει, χρειάζεται να βάζει το μυαλό του να δουλεύει διαρκώς.

Θ.Ν.: Οπως επίσης οι μεγάλοι ευεργέτες προέρχονται από τις άγονες αυτές περιοχές.

Θ.Π.: Αυτή είναι η αλήθεια, γιατί παίζει έναν πολύ μεγάλο ρόλο η στέρηση. Για παράδειγμα, οι Ζωσιμάδες ξεκινήσανε από εδώ και φτάσανε στην Οδησσό με τα πόδια. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Πραγματικό πανεπιστήμιο. Οι άνθρωποι αυτοί, αφού κάνανε ό,τι κάνανε, στο τέλος τα αφιερώσανε όλα στην πατρίδα. Αποφασίσανε να μην παντρευτούν καν.

Θ.Ν.: Ποιος είναι ο καλλιτέχνης που σας συγκινεί ιδιαίτερα;

Θ.Π.: Δεν είναι ένας βέβαια, είναι πολλοί. Θα έλεγα τον Βαν Γκογκ. Τον λένε διαταραγμένο, αλλά αν δεν ξεφύγεις από τα καθιερωμένα, πώς θα μπορέσεις να κάνεις κάτι σημαντικό; Θα έλεγα ακόμα τον Σεζάν ή τον Χένρι Μουρ, κατέληξε να βόσκει ένα κοπάδι πρόβατα στο κτήμα του και να σχεδιάζει. Αν περιοριζόμουν στον εαυτό μου, θα έλεγα ότι βαφτίστηκα στον λαϊκό πολιτισμό της περιοχής μου. Παρά την άλλη τέχνη που έπεσε επάνω μου, ο πολιτισμός αυτός ήταν σαν τη φύτρα που βγαίνει από κάτω διαρκώς. Και φυσικά την αρχαία Ελλάδα. Λόγω του δασκάλου μου, του γλύπτη Γιάννη Παπά, πριν πάμε στην Ευρώπη γνωρίσαμε καλά την Ελλάδα, το μεγαλείο της και το δράμα της. Αλλά και τον μεσογειακό πολιτισμό ευρύτερα. Τα παράλια της Μικράς Ασίας, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Κάτω Ιταλία. Αυτό που με ενδιέφερε κυρίως, ουσιαστικά, ήταν το δίδαγμά τους. Οχι η ίδια η τέχνη αυτή καθ’ εαυτήν. Αυτή είναι απαράμιλλη, δεν μπορείς να τη φτάσεις.