Ο Σάκης Μπουλάς ήταν μια πολύ αγαπητή φιγούρα της μουσικής του μεταπολιτευτικού κόσμου της χώρας. Η πορεία του προς τη λαϊκότητα αλλά και η πρόνοια να μεταφέρει τις ειδικές ποιότητες με τις οποίες τον είχε εφοδιάσει η νεότητα, οι αισθητικές και οι ιδεολογικές του αναζητήσεις και ο χαρακτήρας του τον έκαναν πολύ αγαπητό. Ευνόητη είναι, λοιπόν, η εκδήλωση της αγάπης του κοινού μετά τον θάνατό του. Η λύπη που εκφράζουν διάφορες προσωπικότητες, συνάδελφοί του, δημοσιογράφοι αλλά και ο πολύς κόσμος στα ΜΜΕ αλλά και στο Ιντερνετ είναι ειλικρινής.

Η έκφραση της λύπης των ανθρώπων, ωστόσο, όπως συμβαίνει όλο και συχνότερα στην ελληνική πραγματικότητα, διαλύεται πολύ συχνά είτε στην υπερβολή είτε σε ένα γκροτέσκο κλίμα, που έχει εισαχθεί μέσω καινοφανών εκφράσεων οι οποίες πλέον μοιάζει να έχουν εγκατασταθεί για τα καλά στη γλώσσα. Εκφράσεων που, καταρχήν, δεν σημαίνουν τίποτα, ωστόσο χρησιμοποιούνται αξιωματικά, σαν κυριολεξίες. Πόσο κυριολεκτική, όμως, είναι η χρήση της έκφρασης «καλό ταξίδι», μιας ευχής για ζωντανούς, όταν οι άνθρωποι τη χρησιμοποιούν για έναν πεθαμένο;

Ζούμε σε μια χώρα που παράγει ευφημισμούς. Οι νεκροί δεν πεθαίνουν, απλώς «φεύγουν». Για πού; Μα, για «εκεί ψηλά», για «τη γειτονιά των αγγέλων». Ακόμη και στα νεκροταφεία, μια νέα γενιά ιερέων (μου έτυχε σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις τις τελευταίες εβδομάδες) δεν λένε πια «συγχωρεμένος» ή ««ο Θεός να τον συγχωρήσει», αλλά «καλή ανάσταση».

Δεν είναι μόνο η κουλτούρα της θλίψης που έχει αλλάξει. Από το εστιατόριο όπου σου εύχονται «καλή απόλαυση» μέχρι το σινεμά όπου η παραδοσιακή ευχή «καλή διασκέδαση» έχει αντικατασταθεί με την κουλτουριάρικη ιαχή «καλή θέαση», οι ευφημισμοί έχουν πλημμυρίσει τις ζωές μας. Προέκυψαν, άραγε, από τον νεοπλουτισμό μας; Από την ανάγκη μας να δώσουμε «υψηλό» περιεχόμενο σε πράγματα συνηθισμένα της καθημερινότητας; Επιβλήθηκαν από τη μαξιμαλιστική κοινή γλώσσα της τηλεόρασης; Από την αμετροέπεια του βαθιού Ιντερνετ; Από τα σπαράγματα του lifestyle που διεκήρυσσε «η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι θλιβερή»;

Οπως και να ‘χει, η ουσία είναι μία. Η γλώσσα των Ελλήνων απομακρύνεται από την κυριολεξία των διατυπώσεών της. Ισως διότι η κυριολεξία σημαίνει γνώση της πραγματικότητας και συμβιβασμός με τα δεδομένα της –ενώ ως γνωστόν οι σύγχρονοι Ελληνες ζούμε σε μια χώρα οι κάτοικοι της οποίας έχουν εθιστεί να μην αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα. Αν δεν είναι εύκολη, αν δεν είναι ροζ και φωτεινή και νεανική και χαρούμενη, αν δεν έχει λεφτά και επιβολή και υγεία και ακμή, η πραγματικότητα δεν υπάρχει.