Μάθανε ότι κυνηγιόμαστε, πλακώσανε τώρα κι οι νεκροζώντανοι. Βγήκε από την κρυψώνα του ο Γιώργος Καρατζαφέρης για να μας πει τι; Οτι ο Βύρων Πολύδωρας είναι ο σύγχρονος Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Κατόπιν τούτου, τι με κοιτάς; Σπρώξε με. Να πέσω απ’ τον Λυκαβηττό ή μήπως από την Ακρόπολη, μπας και με πιάσει ο Τζορτζ Κλούνι και σωθώ απ’ όλες τις απόψεις. Τότε ήταν θαρρώ που έσκασε μύτη στο Βυζάντιο κι ο Πτωχοπρόδρομος, ο ψοφοδεής καλόγερος. Ποιητής εκ του προχείρου, σφουγγοκωλάριος περιωπής με λαϊκό μάλιστα έρεισμα ο οποίος είχε αναγάγει τις εδαφιαίες υποκλίσεις σε πρωινή γυμναστική, τον φθόνο και τη ζητιανιά σε υψηλή τέχνη επιβίωσης. Ακου πτώμα να μαθαίνεις: «Βλέπεις τον δείνα τέκνον μου, πεζός περιεπάτει/ και τώρα εν διπλοεντέληνος και παχυμουλαράτος/ Αυτός μικρός ουδέν είδεν το του λουτρού κατώφλιν/ και τώρα λουτρακίζεται τρίτον την εβδομάδα/ ο κόλπος του εβουρβούρυζεν φθείρας αμαμυγδαλάτας». Ωχ, στάσου ένα λεπτό να ξυστώ και μετά βλέπουμε τι θα γίνει με τους δημάρχους και τα ευρωψηφοδέλτια.

Τζάμπα νομίζεις ότι σε προγυμνάζω στη βυζαντινή γραμματεία; Εχω τον λόγο μου. Μη σηκωθείς αύριο – μεθαύριο και μου πεις ποιος είμαι εγώ και πού κατάντησα από το αρχοντικό 20% των αναποφάσιστων στα ρείθρα και στ’ απόνερα του Καρυπίδη, του Πολύδωρα και του Καρατζαφέρη. Τζάμπα νομίζεις ότι στομώνει ο Κασιδιάρης κάθε πρωί ένα πακέτο ξυραφάκια δίκοπα και βουλώνει με τις τρίχες του το σιφόνι του νιπτήρα; Ορίστε, το λέει και το ανάθεμα, έτσι όπως μας το κατέλιπεν η δημώδης βυζαντινή ποίηση: «Αξιον εστί μαγαρίζειν εν τω σω γενείω». Κι επειδή εγώ γένειον δεν έχω, ό,τι μαγαρίσουμε θα είναι από το δικό σου.