Αθήνα. Δεν είναι πόλη αυτή. Είναι επίζηλη ερωμένη. Περιπόθητο αντικείμενο φαντασιώσεων. Το είπε και ο ποιητής: «Διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι». Τρεις μήνες πριν από τις δημοτικές εκλογές δεν έχεις παρά να δεις τον κατάλογο των επίδοξων κατακτητών της. Κάποιοι αντιστοιχούν στον τύπο του «καλού», ένας εμφανίζεται με έντονα χαρακτηριστικά «κακού», κανέναν όμως δεν μπορείς να τον πεις «άσχημο». Είναι όλοι τους ωραίοι. Αντλούν τη λάμψη τους από το γεγονός ότι αξιώθηκαν να διοριστούν ή να αυτοχριστούν υποψήφιοι δημοτικοί άρχοντες «μιας τέτοιας πόλεως», για να θυμηθούμε τον άλλον ποιητή. Δεν χωρούν εδώ μικρόψυχες διακρίσεις ανάμεσα σε αυτοπροτεινόμενους και αντάρτες, αντιμνημονιακούς και μερκελιστές, Νενέκους και Κολοκοτρωναίους. Ολοι αγλαΐζονται από το πνεύμα της θυσίας που είναι έτοιμοι να προσφέρουν στην υπηρεσία της αρχόντισσας του παγκόσμιου πολιτισμού. Μολονότι μοιραία η επιτυχία προορίζεται να στεφανώσει μόνο έναν απ’ αυτούς, η ευγνωμοσύνη μας στρέφεται ήδη σε όλους όσοι ανακοίνωσαν την υποψηφιότητά τους ή απειλούν να την ανακοινώσουν, ασχέτως αν τελικά κάνουν ή όχι πράξη την απειλή τους.

ανειλημμένη. Λέγεται η υποχρέωση που συνομολόγησες με έναν τρίτο. Λέγεται, όμως, και η χώρα που δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος του εαυτού της και αφήνεται σε ξένα χέρια. Ενας τρόπος υπάρχει, λένε οι επιστήμονες και οι σοφοί, για να τερματιστεί το «καθεστώς ανειλημμένης χώρας»: το πρωτογενές πλεόνασμα. Εξού και ο σχετικός σαματάς ως προς την ύπαρξη και το μέγεθός του. Το πρωτογενές πλεόνασμα έχει πρακτική και ψυχολογική αξία. Πρώτον, μπορείς να υποσχεθείς ότι θα το μοιράσεις, ολόκληρο ή ένα μέρος του. Δεν έχει σημασία αν θα το κάνεις. Σημασία έχει ότι θα το υποσχεθείς. Θα είναι μια επαγγελία αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεύτερον, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ψυχολογική τόνωση ενός λαού που έζησε στο πετσί του τα τελευταία χρόνια την αλήθεια που περικλείει ο στίχος «τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια». Η ιδέα και μόνο του πλεονάσματος αμβλύνει τις οδύνες που συνεπάγεται το «καθεστώς ανειλημμένης χώρας» και λειτουργεί ως προάγγελος της νέας εθνικής απελευθέρωσης.

δημοκρατία. Δεν υπάρχει εκεί όπου δεν μπορείς να σταυρώσεις κανέναν. Προτιμώ κάποιον (και τον σταυρώνω) σημαίνει πολύ απλά: του αναθέτω τον σταυρό της εκπροσώπησής μου, εμού του ψηφοφόρου. Οταν δεν έχω να σταυρώσω κανέναν, είμαι σαν χαμένος. Τι θα πει «η ψήφος μου πάει στο κόμμα, σε σχέδια και προγράμματα»; Και αν το κόμμα έχει λήξει και κυκλοφορεί ανάμεσά μας σαν ληγμένο τρόφιμο ή φάρμακο, τι νόημα έχει η υπερψήφισή του; Ενώ ο άνθρωπος, ως υποψήφιος προς σταύρωση, είναι άλλο πράγμα. Είναι οντότητα με σάρκα και οστά, τον σταυρώνεις και το χαίρεσαι. (Βλ. παρακάτω)

ληγμένα (1). Ενας τρόπος υπάρχει για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των ληγμένων κομμάτων. Η μίσθωση επωνυμίας, γνωστότερη ως franchise. Σ’ αυτήν την περίπτωση το κόμμα μισθώνεται ως brand name σε πάντα ενδιαφερόμενο. Γίνεται μια ομπρέλα που στεγάζει τα κεφάλαια, χρηματικά και αναγνωρισιμότητας, που εισκομίζουν οι υποψήφιοί του. Μοιάζει λίγο με το περίφημο «ισπανικό χάνι» στο οποίο οι πελάτες βρίσκουν μόνο ό,τι κουβαλούν αυτοί οι ίδιοι. Γι’ αυτό και κρίνεται αντιδημοκρατικός ο περιορισμός του αριθμού των υποψηφίων στο διπλάσιο του αριθμού των εκλεγομένων ευρωβουλευτών (42 για 21 θέσεις). Γιατί 42 και όχι 84 ή 100; Γιατί απλό, έστω και μεγάλου μεγέθους ψηφοδέλτιο και όχι σεντόνι κανονικό; Να μπορεί να χρησιμέψει σαν κλινοσκέπασμα της δημοκρατικής υπερευαισθησίας και σάβανο του ολέθριου αρχηγισμού;

ληγμένα (2). Με τόσους συμπολίτες μας να σκοτώνονται να προσφέρουν στα κοινά αλλά να τους εμποδίζει η λεγόμενη ανωνυμία, δηλαδή η μη αναγνωρισιμότητα, τα ληγμένα κόμματα μπορούν να θησαυρίσουν εκμεταλλευόμενα την επωνυμία ή, αν προτιμάτε, τη δυσωνυμία τους. Ενα κόμμα, έστω και δυσώνυμο, δεν παύει να προσφέρει σε έναν ανώνυμο υποψήφιο αυτό που του λείπει: ένα όνομα. Και επειδή, ως γνωστόν, «το όνομά μας είναι η ψυχή μας», του εξασφαλίζει επιπροσθέτως, υπό μορφήν δώρου, και ένα συμπλήρωμα ψυχής, όπως λέμε «συμπλήρωμα διατροφής». Οπότε όλοι είναι ευχαριστημένοι. Τα ληγμένα, αξιοποιώντας το ψηφοδέλτιο της Β’ Αθήνας π.χ. στις εθνικές εκλογές, θα κατεβάσουν, επ’ ανταλλάγματι φυσικά, 500 υποψηφίους για 40-42 θέσεις βουλευτών και θα λύσουν το πρόβλημα εξυπηρέτησης των δανείων τους για μια δεκαετία. Οι υποψήφιοι από την πλευρά τους, είτε εκλεγούν είτε όχι, θα έχουν αποκτήσει, το είπαμε, το φωτοστέφανο μιας ψυχής.