Το πρόβλημα με τις υποψηφιότητες του Θ. Καρυπίδη και του Ο. Βουδούρη για περιφερειάρχες Δυτικής Μακεδονίας και Πελοποννήσου αντίστοιχα δεν είναι τόσο το κατά πόσο ο κ. Καρυπίδης είναι αντισημίτης ή το κατά πόσο ο κ. Βουδούρης νομιμοποιείται να πλασάρεται ως αντιμνημονιακός, αλλά το ότι και οι δύο αποτελούν απόρροια μιας συγκεκριμένης αντιπολιτικής ατμόσφαιρας. Οι δύο υποψηφιότητες είναι γέννημα – θρέμμα μιας αντίληψης σύμφωνα με την οποία η χώρα γεννήθηκε το 2010 (για τον Βουδούρη γεννήθηκε δύο χρόνια αργότερα) και από τότε χωρίζεται σε δύο μεγάλα στρατόπεδα, σε αυτούς που ασπάζονται το Μνημόνιο και σε όσους το αντιμάχονται. Οι αιτίες που οδήγησαν σε αυτό είτε αποσιωπούνται είτε, ακόμη χειρότερα, προτείνονται ως λύσεις για την υπέρβαση του Μνημονίου.

Σε μια επίσκεψή μου στην Κοζάνη είχα δεχθεί πρόσκληση να συμμετάσχω σε μια από τις εκπομπές του κ. Καρυπίδη. Από τις πρώτες ερωτήσεις μού έγινε εμφανές πως είχα να κάνω με κάποιον που εξέφραζε έναν βαθιά διχαστικό, εμφυλιοπολεμικό θα έλεγα, λόγο. Ενας φανατικός αλλά ελκυστικός για πολλούς λόγος μίσους, ιδίως για πολλούς απ’ όσους είδαν να καταρρέει το όραμα της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, χωρίς οι ίδιοι να αντιλαμβάνονται το γιατί και πολλοί από αυτούς χωρίς καν να φταίνε. Σε αυτόν τον λόγο η κοινωνία δεν χωρίζεται σε τάξεις με αντιτιθέμενα συμφέροντα, σε ανισότητες εισοδηματικές, ευκαιριών και αφετηριών. Χωρίζεται σε αγνούς αντιμνημονιακούς πατριώτες και μνημονιακούς εθνοπροδότες. Αυτός ο λόγος «εξαπάτησε» την τοπική οργάνωση του ΣΥΡΙΖΑ και προώθησε στην ηγεσία αυτήν την υποψηφιότητα. Προτού όμως τους εξαπατήσει ο «όφις» Καρυπίδης, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο είχε «διαπαιδαγωγήσει» τα μέλη της να στραφούν προς τέτοιες υποψηφιότητες. Γι’ αυτό είναι καλύτερα η ηγετική ομάδα να μην ψάχνει την «αστοχία υλικού» στην τοπική οργάνωση, αλλά στην αντίληψη για την πολιτική που η ίδια προωθεί.

Η υποψηφιότητα Βουδούρη είναι η άλλη πλευρά του ίδιου απολιτικού νομίσματος. Μόνο που αυτήν την υποψηφιότητα την προωθεί η ηγεσία εις βάρος της άποψης των τοπικών κοινωνιών. Ο υποψήφιος περιφερειάρχης Πελοποννήσου είναι προϊόν μιας αντίληψης για την πολιτική που αναπτύχθηκε περίπου από τα μέσα του 2000, κυρίως στο ΠαΣοΚ αλλά όχι μόνο, σύμφωνα με την οποία τη θέση των παλαιών υποκειμένων της πολιτικής (κόμματα, τάξεις, κράτος, έθνος, λαός) έρχονται να καταλάβουν κάποια νέα (μη κυβερνητικές οργανώσεις, εθελοντικοί και φιλανθρωπικοί σύλλογοι, ηλεκτρονικές δικτυώσεις), ενώ τις ταξικές ταυτότητες αντικαθιστούν κατηγορίες όπως μετανάστες, νεολαία, γυναίκες, εθελοντές κ.ά.

Η πολιτική εμφανίζεται ως απλή διαβούλευση μεταξύ κοινών αξιών και όχι ως πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σε αντιτιθέμενες αξίες. Αυτή η πολιτική αντίληψη νομιμοποιείται μόνο από την ηγεσία και όχι από τη λαϊκή κυριαρχία. Ανοιξαν έτσι οι δρόμοι για τους λεγόμενους «κηπουρούς» ή για τους πολιτικούς «λάστιχα», οι οποίοι σήμερα είναι εδώ και αύριο εκεί και θεωρούν ότι τα πάντα είναι διαβούλευση και θέμα διαπραγμάτευσης. Πολιτικοί δηλαδή για τους οποίους το ζητούμενο είναι η παραμονή τους στο προσκήνιο, αδιαφορώντας για τη σύγκρουση αξιών που γεννά η στάση τους.

Και οι δύο υποψηφιότητες είναι αποτέλεσμα μιας ριζοσπαστικής αντιπολιτικότητας που γεννιέται από το υπαρκτό αλλά ανορθολογικό δίλημμα Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο.

Είναι αλήθεια ότι οι πολιτικές του Μνημονίου στήθηκαν πάνω σε ιδεολογίες που θεωρούν τις δημόσιες δαπάνες και τον δημόσιο χώρο «μιάσματα». Η χώρα όμως τα τελευταία χρόνια είχε τη δυνατότητα είτε να συνδυάσει τις μεταρρυθμίσεις στο Δημόσιο και στην αγορά με τη συγκρότηση ευρωπαϊκών συμμαχιών που θα αμφισβητούσαν την ηγεμονική αντίληψη της λιτότητας εντός της ΕΕ είτε να αποχωρήσει από αυτή. Δυστυχώς δεν έκανε το πρώτο και ευτυχώς ούτε το δεύτερο. Η πολιτική του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ αυτό το δεύτερο μπορεί να το πετύχει.

Μακάρι τα παθήματα της απολιτικότητας του διλήμματος Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο να γίνουν μάθημα για την αξιωματική αντιπολίτευση και να επιστρέψει στην πολιτική, μακριά από Καρυπίδηδες και Βουδούρηδες. Αλλά όσο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει συμμάχους, πέραν των ΑΝΕΛ, δεν το βλέπω. Από αυτόν εξαρτάται να τους αποκτήσει. Ενα μάθημα στροφής του ΣΥΡΙΖΑ προς την πολιτική θα ήταν η υποστήριξη προς υποψηφιότητες όπως αυτές των Καμίνη, Μπουτάρη και Σκοτινιώτη ως εκπροσώπων όχι γενικά μιας αφαιρετικής Κεντροαριστεράς, αλλά ως φορέων μιας συγκεκριμένης αντίληψης για την πολιτική ως μοντέλο κοινωνικής αλληλεγγύης. Αλλά φευ…

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι επιστημονικός διευθυντής στο ΙΣΤΑΜΕ