Τη ζωή των ανθρώπων την ορίζουν οι λέξεις. Κάποιες περισσότερο από άλλες. Χωρίς πάντα να το συνειδητοποιούμε, οι λέξεις κυκλοφορούν γύρω μας επικριτικές, επιτακτικές, αξιολογικές και αποφαντικές. Ξεπηδούν από το στόμα των ανθρώπων και δίνουν τον ρυθμό στη ζωή μας. Αυτές μας κάνουν να αποφασίζουμε, να δρούμε, να αντιδρούμε. Οταν όμως πρόκειται για λέξεις που βγαίνουν από «επίσημα» χείλη ή από το στόμα του νόμου, εκεί πια είναι δυσκολότερο να αντιδράσουμε.

Τη ζωή των ανθρώπων την ορίζουν οι λέξεις. Οι λέξεις όμως ορίζουν και τον θάνατο. Εκεί τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα γιατί η οργάνωση αφορά την πιο υλική υπόσταση των ανθρώπων: το σώμα τους. Η διαχείριση του νεκρού σώματος, «αυτού που μένει» από τον άνθρωπο όταν πεθάνει, υπαγόταν μέχρι πρότινος σχεδόν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας. Εκείνη υπαγόρευε – και ακόμα υπαγορεύει –πώς θα γίνει τι και πώς θα «διατεθεί» το λείψανο. Από τις αρχές του 20ού αιώνα και ενώ ο τρόπος που πεθαίνουμε αλλάζει διαρκώς, η διαχείριση των νεκρών περνάει όλο και πιο γρήγορα στη δικαιοδοσία του κράτους.

Πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή που οι εκάστοτε άρχοντες διέταζαν τους κρατουμένους τους να τακτοποιούν στις κατακόμβες τα κόκαλα των θυμάτων της πανούκλας και πολλά έχουν μεσολαβήσει από τη μαζική και απρόσωπη διαχείριση των σορών των θυμάτων του Ολοκαυτώματος από μια παρανοϊκή εξουσία. Οι νεκροί, αν και ανολοκλήρωτα πλέον πρόσωπα, στερημένοι από την έμβια πρωτοπρόσωπη οπτική, απολαμβάνουν υποχρεωτικά την εξατομικευμένη αναγνώριση από την ίδια κρατική εξουσία που οργάνωνε και τη ζωή τους.

Στην Ελλάδα, η διαχείριση των σορών όσων πεθαίνουν περιγράφεται τις περισσότερες φορές ως «καθυστερημένη» σε σχέση με τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες. Η καύση των νεκρών παρέμεινε αδύνατη καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα και από το 1987 που ο δήμαρχος Αθηναίων Μιλτιάδης Εβερτ έθεσε για πρώτη φορά το θέμα στην ελληνική Εκκλησία, πέρασαν δεκαεννέα χρόνια για να ψηφιστεί η σχετική νομοθεσία. Αλλά ακόμα και σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, η καύση των νεκρών παραμένει ανεφάρμοστη.

Κι όμως, ακόμα και στην Ελλάδα όπου η Εκκλησία φαίνεται να προπορεύεται του κράτους στο θέμα της οργάνωσης του θανάτου, οι σοροί απολαμβάνουν μια ιδιότυπη εθνική ταυτότητα. Οι νεκροί ταυτοποιούνται, καταλογογραφούνται και τοποθετούνται στους χώρους που ελέγχουν οι δήμοι. Δεν μπορεί να κρατήσει κανείς τη σορό του δικού του στον κήπο του και σύμφωνα και με τον νέο νόμο, ούτε τη στάχτη (θα) μπορεί να διαθέσει όπως θέλει. Το σώμα, ακόμα και μετά θάνατον, είναι ελληνικό ή βελγικό ή αλβανικό και παραμένει έτσι. Πολλές φορές μάλιστα ταξιδεύει για να τοποθετηθεί στο εθνικό του έδαφος. Και ως νεκρό και εθνικό απολαμβάνει μια ιερότητα, την οποία δεν φροντίζει να διαφυλάξει μόνο η Εκκλησία αλλά και το ίδιο το κράτος.

Οι σοροί των ελλήνων υπηκόων που πεθαίνουν σε κάποιο μαζικό ατύχημα στο εξωτερικό, από κάποια φυσική καταστροφή ας πούμε ή σε τρομοκρατικό δυστύχημα, επιστρέφουν στην Ελλάδα κρατική δαπάνη. Ανθρωποι που αναγνωρίζονται κατά τη διάρκεια του βίου τους για την προσφορά τους ή διαπρέπουν στον τομέα των δραστηριοτήτων τους ανάγονται, με τον θάνατό τους, σε εθνικά σύμβολα. Η σορός τους περνάει σε μια ιδιότυπη «ιδιοκτησία» του κράτους, το οποίο «χρησιμοποιεί» τα ανθρώπινα απομεινάρια, όπου το ευνοεί, για να χτίσει τον μύθο του.

Τι σημαίνει όμως αυτό για όλους εκείνους τους ανθρώπους που πεθαίνουν χωρίς έθνος; Τι απογίνονται οι σοροί των νεκρών μεταναστών που κατοικούν στη χώρα μας χωρίς χαρτιά; Και ποια διαχείριση θα έχουν τα νεκρά σώματα των ναυαγών του τραγικού δυστυχήματος στο Φαρμακονήσι; Οι συγγενείς των νεκρών «λαθραίοι» στην Ελλάδα και οι σοροί των θυμάτων ξεβρασμένοι κάπου στην Τουρκία. Η ταυτοποίηση γίνεται από μακριά, με φωτογραφία. Θα ταξιδέψουν αυτά τα σώματα ή έστω οι συγγενείς για να ταφούν «συντροφευμένα»; Και ποιο έθνος θα φιλοξενήσει «αυτό που μένει» από αυτούς τους ανθρώπους;

Τη ζωή μας την ορίζουν οι λέξεις, που μας κατατάσσουν, μας διεκδικούν, μας ταυτοποιούν ως πρόσωπα. Τον θάνατό μας επίσης. Πολύ συχνά πρόκειται για τις ίδιες λέξεις. Και πολύ συχνά ζούμε και πεθαίνουμε με λέξεις που δεν προφέρονται ποτέ.

Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτική επιστήμων, υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στο EHESS (Paris)