Διευθυντής φωτογραφίας με περγαμηνές, έχει μεταξύ άλλων συνεργαστεί με τον Τζορτζ Κλούνι (φωτογράφισε τη νέα του ταινία «The Monuments’ Men» που θα κάνει την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βερολίνου), τον Ολιβερ Στόουν, τον Βιμ Βέντερς αλλά και τον πολλά βαρύ (σε εμπορικό εκτόπισμα) Γκορ Βερμπίνσκι, σκηνοθέτη των τριών «Πειρατών της Καραϊβικής».
Προτιμά όμως να δουλεύει με τον –επίσης ελληνικής καταγωγής –Αλεξάντερ Πέιν (που οι περισσότεροι γνωρίσαμε από το «Πλαγίως» του 2004). «Γνωριζόμαστε 25 χρόνια», λέει ο Παπαμιχαήλ για τον φίλο του. «Σκεφτείτε πως εγώ κινηματογράφησα την πτυχιακή του ταινία! Τότε ζούσε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα και εγώ είχα ήδη γυρίσει κάποιες ταινίες για φοιτητές –εκεί συναντηθήκαμε πρώτη φορά. Δεν ξέρω αν φταίει η ελληνική μας καταγωγή αλλά καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο. Επίσης δεν συμπαθώ ιδιαίτερα τις υπερπαραγωγές, τις θορυβώδεις ταινίες, δεν τις βλέπω ο ίδιος. Προτιμώ να βλέπω ταινίες χαρακτήρων. Και να βασίζομαι στο ένστικτό μου».
Ενώ όμως το άστρο του παραμένει σε δυσθεώρητα (για τους τεχνικούς αυτής της δουλειάς) ύψη, ο ίδιος δείχνει να μην απολαμβάνει και τόσο τις διαδρομές του στο Λος Αντζελες. «Θέλω να περνώ περισσότερο χρόνο στην Ελλάδα» λέει. «Οι γονείς μου ζουν εκεί, το σπίτι μου είναι εκεί. Επισκέπτομαι το Λος Αντζελες επειδή εκεί είναι η δουλειά μου, αλλά κάποια στιγμή, προφανώς θα επιστρέψω στο χωριό μου, το Λεωνίδιο. Δεν θα ήθελα να περάσω το λυκόφως της ζωής μου στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Παράλληλα, βρίσκει χρόνο να παρακολουθεί τον πορεία του ολοένα και πιο δημοφιλούς στα διεθνή φεστιβάλ νέου ελληνικού κινηματογράφου. «Δράμα, ποίηση, θέατρο, αυτά έχουμε να προσφέρουμε, αυτά είναι τα δώρα της Ελλάδας. Δεν υπάρχει λόγος να το εγκαταλείψουμε αυτό –μπορούμε να γίνουμε μια κινηματογραφική δύναμη στην Ευρώπη. Αλλά όταν έρχεται εδώ μια ξένη παραγωγή έχει να αντιμετωπίσει ένα γραφειοκρατικό τείχος και, φυσικά, είμαστε πολύ ακριβοί. Στοιχίζει λιγότερο σήμερα για έναν παραγωγό να κάνει μια ταινία στη Βουλγαρία ή στην Τουρκία από ό,τι στην Ελλάδα. Το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει, βέβαια, για τους αμερικανούς παραγωγούς, θα ήταν να γυρίσουμε στη δραχμή. Αυτό, φυσικά, είναι αδύνατον. Από την άλλη, είναι απαράδεκτο να έχεις κερδίσει μεγάλα βραβεία στο εξωτερικό και να υποχρεώνεσαι να γυρίζεις την επόμενη ταινία σου με αγώνες και ελάχιστα χρήματα. Αν δεν τους στηρίξουμε τότε και αυτοί με τη σειρά τους θα εγκαταλείψουν τη χώρα. Ποιος θα γεμίσει αυτό το δημιουργικό κενό;». Με αυτό το τελευταίο ο φωτογράφος αναφερόταν στον Γιώργο Λάνθιμο που, μετά τον «Κυνόδοντα», το βραβείο στις Κάννες και την υποψηφιότητα της ταινίας για Οσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, βρέθηκε να γυρίζει τις «Αλπεις» του με… δανεικά (διόλου παράξενο, λοιπόν, που γυρίζει τη νέα του ταινία στη βρετανική πρωτεύουσα).
Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΗ. Παράλληλα με όλα αυτά, ο Παπαμιχαήλ ετοιμάζεται να ανοίξει τη δική του σχολή διεύθυνσης φωτογραφίας, παρέα με δύο άλλους διάσημους φωτογράφους, τον Γουάλι Πφίστερ (συνεργάτης του Κρίστοφερ Νόλαν) και τον Γιάνους Καμίνσκι (βασικός φωτογράφος του Στίβεν Σπίλμπεργκ). «Το κάνω γιατί υπάρχει μια νέα γενιά ταλαντούχων κινηματογραφιστών και πραγματικά ελπίζω να τα καταφέρουν σ’ αυτή τη δουλειά, έτσι όπως αυτή αλλάζει και μεταβάλλεται διαρκώς μέσα από την ψηφιακή τεχνολογία. Πριν από τις ψηφιακές κάμερες οι διευθυντές φωτογραφίας είχαν αυτή τη μυστηριώδη αύρα, κυρίως επειδή κανείς δεν καταλάβαινε τι ακριβώς έκαναν! Ηταν οι τύποι με το φωτόμετρο και τους φακούς και μιλούσαν με όρους παράξενους, εργαστηριακούς. Ολοι συνήθως έλεγαν «κι εγώ μπορώ να σκηνοθετήσω», «κι εγώ μπορώ να μοντάρω», κανείς όμως δεν έλεγε «ναι, ξέρω πώς να κινηματογραφήσω», καταλαβαίνετε; Ε, τώρα με το ψηφιακό βίντεο μπορείτε να δείτε το τελικό προϊόν σχεδόν στο σύνολό του στην οθόνη, ενώ η σκηνή έχει μόλις ολοκληρωθεί. Δεν είναι κακό σαν εργαλείο, διότι τώρα είμαι σε θέση να κουβεντιάζω με τον σκηνοθέτη με μεγαλύτερη ευθύτητα και αμεσότητα. Αλλά οι συνθήκες εκεί έξω σκληραίνουν…».
Περιμένοντας την επόμενη δουλειά του, πάντως, οι ανά την υφήλιο κινηματογραφόφιλοι έχουν έναν διευθυντή φωτογραφίας που μπορούν να «παρακολουθούν». Λίγοι συνάδελφοί του είναι εξίσου προσεκτικοί –και εκλεκτικοί –στις επιλογές τους, ώστε το όνομά τους να λειτουργεί αυτόφωτο δίπλα σε εκείνο του σκηνοθέτη.