Δεν γίνεται να δεις τη «Νεμπράσκα», την καινούργια ταινία τού επίσης ελληνικής καταγωγής Αλεξάντερ Πέιν, χωρίς να παρατηρήσεις την υπέροχη – ασπρόμαυρη! – φωτογραφία του Phaidon. Ο διευθυντής φωτογραφίας που γεννήθηκε στην Αθήνα βρίσκεται πλέον ανάμεσα στα ονόματα των πιο περιζήτητων κινηματογραφιστών της αμερικανικής βιομηχανίας.

Διευθυντής φωτογραφίας με περγαμηνές, έχει μεταξύ άλλων συνεργαστεί με τον Τζορτζ Κλούνι (φωτογράφισε τη νέα του ταινία «The Monuments’ Men» που θα κάνει την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βερολίνου), τον Ολιβερ Στόουν, τον Βιμ Βέντερς αλλά και τον πολλά βαρύ (σε εμπορικό εκτόπισμα) Γκορ Βερμπίνσκι, σκηνοθέτη των τριών «Πειρατών της Καραϊβικής».

Προτιμά όμως να δουλεύει με τον –επίσης ελληνικής καταγωγής –Αλεξάντερ Πέιν (που οι περισσότεροι γνωρίσαμε από το «Πλαγίως» του 2004). «Γνωριζόμαστε 25 χρόνια», λέει ο Παπαμιχαήλ για τον φίλο του. «Σκεφτείτε πως εγώ κινηματογράφησα την πτυχιακή του ταινία! Τότε ζούσε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα και εγώ είχα ήδη γυρίσει κάποιες ταινίες για φοιτητές –εκεί συναντηθήκαμε πρώτη φορά. Δεν ξέρω αν φταίει η ελληνική μας καταγωγή αλλά καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο. Επίσης δεν συμπαθώ ιδιαίτερα τις υπερπαραγωγές, τις θορυβώδεις ταινίες, δεν τις βλέπω ο ίδιος. Προτιμώ να βλέπω ταινίες χαρακτήρων. Και να βασίζομαι στο ένστικτό μου».

Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΣΣΑΒΕΤΗ. Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962, η οικογένειά του όμως μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν αυτός ήταν 6 ετών. Ο πατέρας του, βλέπετε, ήταν φημισμένος σκηνογράφος και εκείνη την περίοδο δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον Τζον Κασσαβέτη, που τον παρακαλούσε να έρθει στην Αμερική για να δουλέψουν μαζί. Ε, η αγάπη για το σινεμά, από εκεί και πέρα, ήρθε μάλλον εύκολα.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Φαίδων Παπαμιχαήλ βρίσκεται στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου και λίγο μετά την αποφοίτησή του ξεκινά να εργάζεται ως φωτορεπόρτερ. Μια δουλειά που τον έφερε στη Νέα Υόρκη το 1983 όπου άρχισε σιγά σιγά να δουλεύει και ως κινηματογραφιστής. Σύντομα βρέθηκε να δουλεύει σε διαφημιστικά ενώ ως διευθυντής φωτογραφίας υπέγραψε βιντεοκλίπ καλλιτεχνών όπως U2, Pearl Jam, Μπράιαν Φέρι και Ερικ Κλάπτον. Το σινεμά ακολούθησε.
Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ δεν είναι μόνο φωτογράφος. Εχει στο ενεργητικό του τέσσερις ταινίες ως σκηνοθέτης, μία εξ αυτών μάλιστα, με τίτλο «Arcadia Lost», αφηγούνταν την ιστορία δύο νεαρών που, έπειτα από βλάβη του αυτοκινήτου τους, χάνονται στην ελληνική επαρχία (ανάμεσα στα ονόματα των ηθοποιών συναντά κανείς αυτό του Νικ Νόλτε αλλά και του Ρένου Χαραλαμπίδη).
Αλλά είναι η δουλειά του στη φωτογραφία που του έχει χαρίσει μια σπουδαία καριέρα στο Χόλιγουντ. Και, στ’ αλήθεια, έχει ένα στυλ προσωπικό και αναγνωρίσιμο, ακόμα κι όταν κινηματογραφεί αστέρες πρώτου μεγέθους –είναι ο μόνος που δεν φοβάται να αφαιρέσει τόσο δα από τη λάμψη τους και να τους φέρει πιο κοντά μας. Σε μια περίοδο όπου κανόνας είναι η ιλουστρασιόν καλλιέπεια, ο Παπαμιχαήλ αντιπροτείνει έναν κινηματογράφο που μοιάζει να έχει τις ρίζες του στην –αντιηρωική –δεκαετία του 1970.

Ενώ όμως το άστρο του παραμένει σε δυσθεώρητα (για τους τεχνικούς αυτής της δουλειάς) ύψη, ο ίδιος δείχνει να μην απολαμβάνει και τόσο τις διαδρομές του στο Λος Αντζελες. «Θέλω να περνώ περισσότερο χρόνο στην Ελλάδα» λέει. «Οι γονείς μου ζουν εκεί, το σπίτι μου είναι εκεί. Επισκέπτομαι το Λος Αντζελες επειδή εκεί είναι η δουλειά μου, αλλά κάποια στιγμή, προφανώς θα επιστρέψω στο χωριό μου, το Λεωνίδιο. Δεν θα ήθελα να περάσω το λυκόφως της ζωής μου στις Ηνωμένες Πολιτείες».

Παράλληλα, βρίσκει χρόνο να παρακολουθεί τον πορεία του ολοένα και πιο δημοφιλούς στα διεθνή φεστιβάλ νέου ελληνικού κινηματογράφου. «Δράμα, ποίηση, θέατρο, αυτά έχουμε να προσφέρουμε, αυτά είναι τα δώρα της Ελλάδας. Δεν υπάρχει λόγος να το εγκαταλείψουμε αυτό –μπορούμε να γίνουμε μια κινηματογραφική δύναμη στην Ευρώπη. Αλλά όταν έρχεται εδώ μια ξένη παραγωγή έχει να αντιμετωπίσει ένα γραφειοκρατικό τείχος και, φυσικά, είμαστε πολύ ακριβοί. Στοιχίζει λιγότερο σήμερα για έναν παραγωγό να κάνει μια ταινία στη Βουλγαρία ή στην Τουρκία από ό,τι στην Ελλάδα. Το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει, βέβαια, για τους αμερικανούς παραγωγούς, θα ήταν να γυρίσουμε στη δραχμή. Αυτό, φυσικά, είναι αδύνατον. Από την άλλη, είναι απαράδεκτο να έχεις κερδίσει μεγάλα βραβεία στο εξωτερικό και να υποχρεώνεσαι να γυρίζεις την επόμενη ταινία σου με αγώνες και ελάχιστα χρήματα. Αν δεν τους στηρίξουμε τότε και αυτοί με τη σειρά τους θα εγκαταλείψουν τη χώρα. Ποιος θα γεμίσει αυτό το δημιουργικό κενό;». Με αυτό το τελευταίο ο φωτογράφος αναφερόταν στον Γιώργο Λάνθιμο που, μετά τον «Κυνόδοντα», το βραβείο στις Κάννες και την υποψηφιότητα της ταινίας για Οσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, βρέθηκε να γυρίζει τις «Αλπεις» του με… δανεικά (διόλου παράξενο, λοιπόν, που γυρίζει τη νέα του ταινία στη βρετανική πρωτεύουσα).

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΗ. Παράλληλα με όλα αυτά, ο Παπαμιχαήλ ετοιμάζεται να ανοίξει τη δική του σχολή διεύθυνσης φωτογραφίας, παρέα με δύο άλλους διάσημους φωτογράφους, τον Γουάλι Πφίστερ (συνεργάτης του Κρίστοφερ Νόλαν) και τον Γιάνους Καμίνσκι (βασικός φωτογράφος του Στίβεν Σπίλμπεργκ). «Το κάνω γιατί υπάρχει μια νέα γενιά ταλαντούχων κινηματογραφιστών και πραγματικά ελπίζω να τα καταφέρουν σ’ αυτή τη δουλειά, έτσι όπως αυτή αλλάζει και μεταβάλλεται διαρκώς μέσα από την ψηφιακή τεχνολογία. Πριν από τις ψηφιακές κάμερες οι διευθυντές φωτογραφίας είχαν αυτή τη μυστηριώδη αύρα, κυρίως επειδή κανείς δεν καταλάβαινε τι ακριβώς έκαναν! Ηταν οι τύποι με το φωτόμετρο και τους φακούς και μιλούσαν με όρους παράξενους, εργαστηριακούς. Ολοι συνήθως έλεγαν «κι εγώ μπορώ να σκηνοθετήσω», «κι εγώ μπορώ να μοντάρω», κανείς όμως δεν έλεγε «ναι, ξέρω πώς να κινηματογραφήσω», καταλαβαίνετε; Ε, τώρα με το ψηφιακό βίντεο μπορείτε να δείτε το τελικό προϊόν σχεδόν στο σύνολό του στην οθόνη, ενώ η σκηνή έχει μόλις ολοκληρωθεί. Δεν είναι κακό σαν εργαλείο, διότι τώρα είμαι σε θέση να κουβεντιάζω με τον σκηνοθέτη με μεγαλύτερη ευθύτητα και αμεσότητα. Αλλά οι συνθήκες εκεί έξω σκληραίνουν…».

Περιμένοντας την επόμενη δουλειά του, πάντως, οι ανά την υφήλιο κινηματογραφόφιλοι έχουν έναν διευθυντή φωτογραφίας που μπορούν να «παρακολουθούν». Λίγοι συνάδελφοί του είναι εξίσου προσεκτικοί –και εκλεκτικοί –στις επιλογές τους, ώστε το όνομά τους να λειτουργεί αυτόφωτο δίπλα σε εκείνο του σκηνοθέτη.