Την περασμένη Κυριακή, και μάλιστα στην ίδια εφημερίδα, δημοσιεύθηκαν δύο ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις. Μία του Αλέκου Παπαδόπουλου και μία του Γιάννη Δραγασάκη. Τις ξαναδιαβάζω προσεκτικά.

Η ρητορική διαφέρει, οι αφετηρίες και το πολιτικό πρόσημο διαφέρουν επίσης. Η επιπόλαιη ανάγνωση μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι δύο αναλύσεις κινούνται σε αντιδιαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Αλλά, στ’ αλήθεια, συμπίπτουν σε δύο καίρια σημεία.

Ενα: Στη διαπίστωση ότι ο δρόμος που ακολουθεί η χώρα δίχως διόρθωση, δίχως κάποιες κρίσιμες προϋποθέσεις δεν οδηγεί σε ασφαλές λιμάνι. Ο Δραγασάκης λέει: «Η συνέχιση της σημερινής πολιτικής οδηγεί σε μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές με απρόβλεπτες συνέπειες». Ο Παπαδόπουλος λέει σε άλλο τόνο και ύφος: «Κι αν ακόμη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα δεν έχουμε ούτε ατύχημα στον τραπεζικό χώρο ούτε αδυναμία αποπληρωμής κάποιου ομολόγου, πάλι θα ζούμε το φάσμα της κατάρρευσης παραγωγικών πεδίων της πραγματικής οικονομίας». Και οι δύο, δηλαδή, λένε πως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε τον ίδιο δρόμο δίχως διόρθωση πορείας.

Αλλά τι να κάνουμε;

Υποστηρίζει ο Παπαδόπουλος πως χρειάζονται τρία πράγματα. «Αναδιευθέτηση χρόνου καταβολής των εναπομενόντων τόκων» το ένα. «Απόσβεση του επίσημου χρέους σε ακόμη μακρότερο βάθος, με πρόσθετη μείωση επιτοκίων» το δεύτερο. Και επειδή αυτά δεν θα είναι παρά ένα «ξέσφιγμα του βρόχου», κι ένα απαραίτητο τρίτο: «Ειδικές κεφαλαιακές ροές για τη στήριξη ενός ελάχιστου επιπέδου επενδυτικής δραστηριότητας (της τάξης των 10, 12 ή 15 δισ. τον χρόνο) και αυστηρά προσδιορισμένων κοινωνικών αναγκών».

Του Δραγασάκη η απάντηση στο ερώτημα «τι να κάνουμε;» περιέχει επίσης τρία σημεία. «Διαγραφή μέρους του συσσωρευμένου χρέους – μη δανειακή αναπτυξιακή χρηματοδότηση στο πρώτο στάδιο – αναπτυξιακή ρήτρα, δηλαδή εξυπηρέτηση του συμφωνημένου χρέους ανάλογα με την αύξηση του ΑΕΠ και όχι ανάλογα με το πλεόνασμα».

Ωραία. Ξύστε τώρα τη ρητορική, σβήστε τις διαφορές ύφους και τόνου και τι θα βρείτε; Μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση απαντήσεων στο ερώτημα «τι να κάνουμε;».

Μπορεί οι δύο αναλύσεις να διαφέρουν στο σκεπτικό, στα «επειδή», συμπίπτουν όμως στο διατακτικό, στο διά ταύτα. Λένε, με διαφορετικά η καθεμία λόγια, πως η χώρα, μετά τις μυλόπετρες που πέρασε τέσσερα χρόνια τώρα, για να δει φως πρέπει να διαπραγματευθεί με τα κράτη και τους θεσμούς που διακρατούν το χρέος της τρία πράγματα: Οσο γίνεται μεγαλύτερη ελάφρυνση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους. Οσο γίνεται μεγαλύτερη ελάφρυνση (με κούρεμα ή με απόσβεση σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου και με μικρότερα επιτόκια, αδιάφορο) του ίδιου του χρέους. Και, προπάντων, αναπτυξιακή, μη δανειακή χρηματοδότηση για την αναπτυξιακή επανεκκίνηση και την αποτροπή μιας επικείμενης κοινωνικής καταστροφής.

Η ουσιαστική σύμπτωση των δύο παρεμβάσεων δεν θα έπρεπε να προκαλεί εκπληξη. Οποιον νουνεχή άνθρωπο, με ρεαλιστική αίσθηση της εθνικής πραγματικότητας και των διεθνών συσχετισμών και να ρωτήσετε, τα ίδια πάνω – κάτω θα σας απαντήσει.

Εκείνο που θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη είναι ότι στο έδαφος αυτής της ολοφάνερης, έστω και μη ομολογημένης, ευρείας συναίνεσης –από την οποία αποκλίνουν μόνο οι οπαδοί της εξόδου από το ευρωπαϊκό πλαίσιο ή/και το ευρώ (άποψη σεβαστή καθ’ όλα, αλλά προφανώς και ευλόγως μειοψηφική) –οικοδομείται μια φρενήρης πόλωση. Οτι ενώ τα περιθώρια της ουσιαστικής διαφωνίας τώρα πια, εδώ που φθάσαμε, περιορίζονται, ενώ οι διαφορές στα βασικά αιτήματα όσων καταφάσκουν στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ελαχιστοποιούνται, το κλίμα στον δημόσιο διάλογο γίνεται πιο πολεμικό. Και ο δρόμος προς τις ευρωεκλογές –την επαύριο των οποίων όλοι συμφωνούν ότι τα ίδια πάνω – κάτω θα πρέπει να διαπραγματευθούμε και να διεκδικήσουμε, έστω και αν διαφέρει το στυλ διεκδίκησης –μοιάζει οδός του Γολγοθά, με έναν στέφανο εξ ακανθών ποτισμένο στον φανατισμό, την εμπάθεια, τη μισαλλόδοξη αντιπαράθεση.

Σαν τον παλιό καλό καιρό του παλιού καλού δικοματισμού, όπου όσο οι ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των διεκδικητών της εξουσίας λιγόστευαν τόσο κόρωνε η φωτιά της πόλωσης. Και τόσο τη θέση της απούσας πολιτικής έπαιρναν η πληθωρική ηθικολογία και οι μάχες των σκιών. Αλλά στις συνθήκες που βρίσκεται η χώρα μάς παίρνει να ανεβάσουμε ξανά το παλιό έργο με νέους ήρωες;