Με τις υγείες μας. Η προεκλογική περίοδος για τις ευρωεκλογές του Μαΐου ξεκίνησε και επισήμως. Τσίπρας και Σαμαράς χρησιμοποίησαν την τελετή ανάληψης της ευρωπροεδρίας από την Ελλάδα για να δώσουν το εναρκτήριο προεκλογικό λάκτισμα. Ο ένας διά της τάχα «καταγγελτικής» απουσίας. Ο άλλος διά της διαπόμπευσης του ΣΥΡΙΖΑ ενώπιον Μπαρόζο και ξένου Τύπου ως κόμματος αντιευρωπαϊκού, που θα έθετε σε κίνδυνο τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρώπη.

Πήραμε έτσι μια ισχυρή πρόγευση αυτού που θα ζήσουμε τους ερχόμενους πέντε μήνες. Ο μεν ένας θα προβάλλει το δίλημμα «ή Ευρώπη ή ΣΥΡΙΖΑ», ο άλλος θα απαντά με το δίλημμα «ή ΣΥΡΙΖΑ ή Μνημόνιο» και οι δύο μαζί θα προσπαθούν από κοινού να στήσουν στα πόδια του έναν αμοιβαία ωφέλιμο νέο διπολισμό, ένα κοινής χρήσεως δίλημμα: Σαμαράς ή Τσίπρας;

Είναι ένα ερώτημα, βέβαια, κατά πόσον προσφέρονται οι ευρωεκλογές να γίνουν τα μαρμαρένια αλώνια ενός νέου και κάπως ατροφικού δικομματισμού. Ποτέ ώς τώρα οι ευρωεκλογές δεν έπαιξαν μείζονα πολιτικό ρόλο. Οταν συνέπιπταν με εθνικές εκλογές, λειτουργούσαν ως δεύτερη, χαλαρή κάλπη «συνείδησης» –στις πρώτες ευρωεκλογές, για παράδειγμα, το 1981 η ευρωπαϊκή κάλπη «διόρθωσε» αδάπανα το αποτέλεσμα της διπλανής εθνικής κάλπης, αφαιρώντας 13 ποσοστιαίες μονάδες από το άθροισμα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και κάνοντας κόμματα όπως το ΚΚΕ εσωτερικού και το ΚΟΔΗΣΟ να πετάξουν από το 1,3% στο 5,3% και από το 0,7% στο 4,2% αντίστοιχα. Οταν πάλι διεξάγονταν στο εκλογικό μεσοδιάστημα, είτε επιβεβαίωναν το προηγούμενο εκλογικό αποτέλεσμα είτε προανάγγελλαν το επόμενο, όποιο ήταν εγγύτερο χρονικά. Και υπάρχει και το μοναδικό παράδειγμα των ευρωεκλογών του 1999, τις οποίες η ΝΔ κέρδισε με 3 μονάδες, για να χάσει, δέκα μήνες αργότερα, τις εθνικές βουλευτικές εκλογές. Μπορούν λοιπόν αυτή τη φορά, λόγω ειδικών συνθηκών, οι ευρωεκλογές να αποδειχθούν τόσο καταλυτικές όσο πραναγγέλλονται; Μένει να αποδειχθεί.

Ενα δεύτερο ερώτημα είναι αν, έτσι κι αλλιώς, ένας νέος διπολισμός, η ανοικοδόμηση, με νέο σχήμα, του γκρεμισμένου δικομματισμού της Μεταπολίτευσης είναι ρεαλιστικός (αφήνω κατά μέρος αν είναι επιθυμητός ή ωφέλιμος για μια χώρα που έχει ανάγκη ένα μίνιμουμ συναίνεσης και συνεννόησης) στόχος. Ολη η σειρά των δημοσκοπικών ευρημάτων από τις εκλογές του 2012 ώς σήμερα δείχνουν ότι το εκλογικό σώμα στέκει δύσπιστο και δίχως ενθουσιασμό απέναντι στην προοπτική αυτή. Μπορεί να αλλάξει στάση ώς τον Μάιο; Μένει κι αυτό να αποδειχθεί.

Αλλά υπάρχει κι ένα τρίτο θέμα. Αν τις ευρωεκλογές εμείς τις θέλουμε ως εκκαθάριση των εθνικών μας πολιτικών λογαριασμών, αυτές θα εγγραφούν επίσης, θέλουμε – δεν θέλουμε, και στο γενικότερο ευρωπαϊκό τοπίο. Κι είναι η πρώτη φορά, από τότε που ψηφίζουν οι ευρωπαίοι πολίτες ως κοινό εκλογικό σώμα, που οι ευρωεκλογές δεν είναι μόνο μια «δεύτερης τάξης» εθνική εκλογή, αλλά και μια αυθεντικά ευρωπαϊκή πολιτική αντιπαράθεση, με κοινό και πολύ σημαντικό πολιτικό διακύβευμα. Δεν είναι, αυτήν τη φορά, απλώς μια «νερωμένη» εκδοχή της παραδοσιακής σύγκρουσης προοδευτικών – συντηρητικών, μπλε και κόκκινων. Είναι κυρίως μια σύγκρουση ανάμεσα σε εκείνους που, με όλες τις μεταξύ τους διαφορές, επιμένουν ευρωπαϊκά και εκείνους που, εκπροσωπώντας τον ανερχόμενο παντού ευρωσκεπιτικισμό, ονειρεύονται να δουν το ευρωσύστημα «να εκρήγνυται». Εκείνων που κλείνουν το μάτι σ’ ένα κουρασμένο, θυμωμένο, απογοητευμένο ακροατήριο και του υπόσχονται «οίκαδε», επιστροφή στην ουτοπία μιας περίκλειστης ευτυχίας εντός των παλιών εθνικών συνόρων, με την επανεθνικοποίηση της πολιτικής.

Τα κοινά για όλους τους ευρωπαίους ψηφοφόρους διλήμματα δεν είναι, συνεπώς, μόνον εκείνα που εμάς βασανίζουν: εμμονή στο δόγμα της λιτότητας ή νέα, αναπτυξιακή ευρωπαϊκή πολιτική εξόδου από την κρίση. Είναι προπάντων το δίλημμα: Ευρώπη ή οίκαδε; Και Ευρώπη πώς; Με έναν νέο φεντεραλιστικό αυταρχισμό made in Berlin ή με δημοκρατία, διαφάνεια και ισοτιμία;

Θα ήταν πολύ ωραίο και βολικό αν αυτά τα περίπλοκα και αγωνιώδη διλήμματα μπορούσαμε να τα συσκευάσουμε σε ένα απλό πολωτικό δίλημμα «Σαμαράς ή Τσίπρας». Αλλά θα ξεγελούσαμε τον εαυτό μας.