Εχουν περάσει δεκαοκτώ χρόνια από τότε που η Αθήνα, υπό τη δημαρχία Αβραμόπουλου, επιχειρούσε τα Χριστούγεννα να εντυπωσιάσει τα πέρατα του κόσμου, στήνοντας στην Πλατεία Συντάγματος το ψηλότερο δέντρο της Ευρώπης. Ηταν τότε που λεφτά πράγματι υπήρχαν και αποτυπώνονταν στα 60 χιλιόμετρα γιρλάντας και στα 100.000 λαμπιόνια πάνω στους αλουμινένιους σωλήνες του εικονικού ελάτου που καταλάμβανε τη μισή πλατεία. Η περίοδος της ευημερίας επιβεβαιωνόταν από τις ουρές των καινούργιων αυτοκινήτων που παρήλαυναν μπροστά από το πανύψηλο δέντρο στην πορεία τους για τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Αλλωστε οι χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις εκείνη την περίοδο συμπληρώνονταν από τους δημοφιλείς τραγουδιστές που εκτόξευαν το κόστος του όλου εορτασμού σε χολιγουντιανά επίπεδα. Η «υπέρλαμπρη» αυτή επίδειξη ματαιοδοξίας υποσκάφτηκε σταδιακά από τη ραγδαία αλλαγή της σύνθεσης του πληθυσμού στο κέντρο της Αθήνας: οι Ελληνες παρέμειναν περαστικοί από το Σύνταγμα (στα τζιπ τους πια) και την εορταστική πλατεία τη γέμιζαν όλο και περισσότερο οι μετανάστες που άρχισαν να χαλάνε τη «βιτρίνα» του τότε δημάρχου, δημιουργώντας ένα μυστήριο μείγμα πλήθους αλλά και προκαλώντας μικροεπεισόδια την ώρα που οι αστέρες του ελληνικού πενταγράμμου προσπαθούσαν να δώσουν τον ρυθμό της διασκέδασης, σαν να μη συνέβαινε τίποτα.

Εχουν περάσει σχετικά λίγα χρόνια από τον Δεκέμβριο του 2008, όταν το χριστουγεννιάτικο δέντρο της δημαρχίας του Νικήτα Κακλαμάνη έγινε ο χώρος επίδειξης της αντιεξουσιαστικής συμβολικής που θέριεψε εξαιτίας της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο καίγεται, γεμίζει σκουπίδια και αποφασίζεται να φυλαχτεί από τα ΜΑΤ για να μπορέσει να σταθεί στην πλατεία. Ηταν προφανές, πριν από την έλευση της κρίσης ακόμη, ότι το «πάρτι είχε τελειώσει» και ότι η ελληνική κοινωνία, ακριβώς γύρω από το συμβολικό στερεότυπο της επιτήδευσης και του εντυπωσιασμού που έστησε τα προηγούμενα χρόνια, είχε ξεκινήσει έναν νέο συγκρουσιακό κύκλο, αυτή τη φορά με έντονα χαρακτηριστικά γενεακού χάσματος. Επίσης είναι εκείνη την υπερκαταναλωτική εποχή που παρατηρείται για πρώτη φορά το μαζικό πλιάτσικο ηλεκτρικών ειδών ανάμεσα στα βίαια επεισόδια που ξεσπούν και καίνε την πόλη.

Η Πλατεία Συντάγματος πολιτικοποιείται και πάλι, όχι όμως όπως τη δεκαετία του ’80, με κομματικά λάβαρα, αλλά, αντιθέτως, με την επιταγή της υπέρβασής τους. Οι πρωτόγνωρα μαζικές συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων το καλοκαίρι του 2011, η κατασκήνωση μέσα στην πλατεία, η εντεινόμενη οργή που εκφράστηκε απέναντι στον κοινοβουλευτισμό δεν έφερναν τίποτα από τις διασκεδαστικές στιγμές του πρόσφατου παρελθόντος –παρά το γεγονός ότι τα δεκάδες λέιζερ των συγκεντρωμένων που «στόχευαν» τη Βουλή έδιναν ένα εφέ που μπορεί να ζήλευε και ο Δ. Αβραμόπουλος.

Τα Χριστούγεννα του 2013 κάτι αλλάζει. Η κρίση βρίσκεται στο βαθύτερο σημείο της παρά τη μικρή βελτίωση κάποιων οικονομικών δεικτών. Το κατόρθωμα της δημοσιονομικής προσαρμογής μέσα σε τρία χρόνια είναι πρωτοφανές αλλά το τίμημα της ανεργίας και της ραγδαίας αύξησης των outsiders, αυτών που είναι ή βιώνουν τον εαυτό τους «εκτός συστήματος», είναι δυσανάλογο. Κανείς δεν έχει όρεξη για πανηγύρια. Αλλά δεν υπάρχει και διάθεση για μαζική διαμαρτυρία, είτε για πραγματικούς λόγους είτε για αυτούς που ανακαλύπτει η προσπάθεια πόλωσης του αντιμνημονιακού μετώπου (π.χ. ΕΡΤ).

Το κάλεσμα των εμπόρων και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για τη Λευκή Νύχτα την τελευταία Κυριακή του χρόνου γνωρίζει μεγάλη ανταπόκριση. Η κατανάλωση, έστω αναπροσαρμοσμένη σε νέα δεδομένα, επιβεβαιώνει ότι είναι εκείνη η πρακτική που επιμένει να κάνει την Ελλάδα μέρος του σύνθετου δυτικού κόσμου και όχι του φιλοδραχμικού-φιλοτσαβικού «παραδείσου» ή των τρομοκρατών που χτυπάνε το Mall. Ο πεζόδρομος της Ερμού γεμίζει, τα μαγαζιά επίσης. Στο Σύνταγμα Ελληνες και μετανάστες, που κατά κύριο λόγο έχουν φτάσει όχι με το αυτοκίνητο αλλά το μετρό, ακούνε ήρεμα τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο έχει αντικατασταθεί από ένα μικρό φωτεινό καράβι. Είναι σαν οι σκηνές πολέμου που εκτυλίχθηκαν στον ίδιο χώρο λίγο καιρό πριν να προσπαθούν να σβηστούν. Είναι σαν οι εικόνες του υπερκαταναλωτικού γλεντιού που έχουν προηγηθεί τα «καλά χρόνια» να έχουν απομακρυνθεί οριστικά. Το πλήθος που συναρθρώνεται στο Σύνταγμα (και όχι στη δαπανηρή αγορά του Κολωνακίου) δεν πλέει σε πελάγη ευτυχίας, δεν φέρνει όμως ούτε τα πανό με τις κρεμάλες της «πάνω πλατείας» ούτε εκείνα με τα συνθήματα της αμεσοδημοκρατίας της «κάτω πλατείας». Αν διεκδικεί κάτι είναι τη χαμένη κανονικότητα, την επαναφορά της κοινοτοπίας, το να πάει «παρακάτω».

Ο Bασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ