«Κατά τας παραμονάς των Χριστουγέννων δύο νησιώται, οι οποίοι μετέβησαν διά κοπήν ξύλων, απεκλείσθησαν εις το Κάστρον λόγω αιφνιδίας πτώσεως χιόνος. Ο ιερεύς αποφασίζει να μεταβή εις την εγκαταλελειμμένην εκκλησίαν του Κάστρου, διά να λειτουργήση και συγχρόνως να παράσχη βοήθειαν εις τους αποκλεισθέντας. Η διά ξηράς μετάβασις είναι αδύνατος, η δε διά θαλάσσης λίαν επικίνδυνος λόγω της θαλασσοταραχής». Ετσι συνόψιζε το 1892 το περιοδικό «Εστία» το περίφημο διήγημα του Παπαδιαμάντη. Δυστυχώς, το δικό μας χριστουγεννιάτικο αδιέξοδο δεν συνοψίζεται εύκολα. Η γλώσσα έχει χάσει την ικανότητα της να κόβει δρόμο προς το ουσιώδες, ο δε παπάς έχει σήμερα άλλα στο κεφάλι του. Καμία σχέση με τον παπά Φραγκούλη τον Σακελλάριο ο οποίος «αφού έκαμε την ευχαριστίαν του εξ οσπρίων και ελαιών οικογενειακού δείπνου, την εσπέραν της 23ης Δεκεμβρίου του έτους 186…» .

Ο Φώτης, βιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη όπου κατέφευγα παιδίσκη για να ανοίξω τα στραβά μου, μου το είχε υποσχεθεί. Οταν θα μεγάλωνα, τότε θα εκτιμούσα τον Παπαδιαμάντη. Σε εκείνη τη φάση, χούντα έξω καμαρωτή, ήθελα Ρίτσο και Ελύτη για να δω όσα δεν έβλεπα με τα μάτια μου. Ούτε τώρα διακρίνω τους νυσταγμένους που «απεκοιμήθησαν σιγά εις τα στασίδιά των, βαυκαλιζόμενοι από την έρρινον και μονότονον απαγγελίαν του κυρ Αλεξανδρή». Θα κάνω όμως ότι τους βλέπω.