Ως υπουργός Δικαιοσύνης, τον Δεκέμβριο του 2011, εισηγήθηκα σχέδιο νόμου για την καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, που τελούσε σε αρμονία με όσα προβλέπει το Σύνταγμα, το διεθνές δίκαιο και ήταν σε συμμόρφωση με σχετική απόφαση-πλαίσιο της ΕΕ. Τo νομοσχέδιο, έπειτα από δημόσια διαβούλευση, εισήχθη στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή και ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία. ΝΔ και ΚΚΕ επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν επί της αρχής στη συζήτηση της Ολομέλειας. ΛΑΟΣ και ΣΥΡΙΖΑ το καταψήφισαν, για διαφορετικούς λόγους. Δεν ήλθε τότε για ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής, όμως, γιατί υπήρξαν μεγάλες αντιδράσεις από ΝΔ και ΛΑΟΣ, με τη δικαιολογία ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου δεν έπρεπε να ψηφίζει νομοσχέδια ιδεολογικού περιεχομένου.

Η νέα συμμαχική κυβέρνηση αντί να επαναφέρει το αρχικό σχέδιο νόμου για ψήφιση, όπως το πράττει σήμερα, άνοιξε έναν νέο ανούσιο και επικίνδυνο πολιτικό διάλογο, με αποτέλεσμα την πρόκληση αναταράξεων σε όλο το πολιτικό σκηνικό. Το μεγάλο λάθος ήταν ότι οι επιχειρούμενες τότε νέες προσθήκες συνδέθηκαν με τη δημοσκοπική άνοδο της Χρυσής Αυγής, τις ακραίες εκδηλώσεις και τις εγκληματικές πράξεις της. Το πολιτικό μας σύστημα, για άλλη μια φορά, είχε «πνιγεί σε μια κουταλιά νερό» αφού αγνοούσε τη βασική αρχή, ότι οι νόμοι δεν φωτογραφίζουν ιδεολογίες και κόμματα, φωτογραφίζουν πράξεις και δράστες. Οτι ο πολίτης ή οι ομάδες πολιτών που παραβιάζουν τον νόμο πρέπει να τιμωρούνται, ανεξάρτητα σε ποιο κόμμα ανήκουν, αν ανήκουν, ή όποια ιδεολογία και αν υπηρετούν. Εκείνος ο διάλογος έριξε πολύ νερό στον «μύλο της Χρυσής Αυγής» θέτοντας τεράστια ζητήματα κοινωνικής συνοχής και πολιτικής λειτουργίας.

Σήμερα, η κυβέρνηση επανακαταθέτει το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο με βάση το αρχικό του περιεχόμενο. Η νομοτεχνική του παρουσία ως τροποποίηση του Ν. 927/1979 δεν έχει καμία ιδιαίτερη νομική αξία. Είναι ένας μικροπολιτικός τακτικισμός του υπουργού Δικαιοσύνης για να αιτιολογηθεί η αντιπολιτευτική θέση της ΝΔ στο αρχικό νομοσχέδιο, αφού ουδεμία από τις ισχύουσες διατάξεις του Ν. 927/1979 παραμένει σε ισχύ. Στο νέο Σχέδιο Νόμου δεν περιλαμβάνονται, όμως, τρεις σημαντικές ρυθμίσεις, σε σχέση με το αρχικό, που αποδυναμώνουν την αποτελεσματική εφαρμογή του:

α. Η μη ρητή αναφορά στον σεβασμό των θεμελιωδών αρχών και ατομικών δικαιωμάτων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται η ελευθερία της έκφρασης, του Τύπου, της τέχνης, του συνεταιρίζεσθαι. Είναι, έτσι, υπαρκτός ο κίνδυνος, η δικαστική πρακτική να τα θέσει σε αμφισβήτηση, κάτι που είναι έξω από το γράμμα και το πνεύμα των νέων ρυθμίσεων.

β. Η εξαίρεση από τις προστατευτικές τους διατάξεις «της ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό». Είναι μια υποχώρηση της σημερινής κυβέρνησης στους ακραίους εκκλησιαστικούς κύκλους της χώρας, όπως αυτές εκφράστηκαν κατ’ επανάληψη από τον Μητροπολίτη Πειραιώς. Η κυβέρνηση οφείλει όχι μόνο να επαναφέρει την αρχική ρύθμιση αλλά να φέρει προς συζήτηση στη Βουλή το συντομότερο και το σχέδιο νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης των ομοφύλων. Δυστυχώς, η χώρα μας εξακολουθεί να παραμένει από τις λίγες που δεν αποδίδουν νομοθετικά τον οφειλόμενο σεβασμό στην ιδεολογία της ισότητας, της οποίας έκφανση είναι και ο σεβασμός της διαφορετικότητας.

γ. Είναι, επίσης, επικίνδυνες οι νέες ρυθμίσεις που προβλέπουν ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να επιβάλει αυθαίρετα υψηλά διοικητικά πρόστιμα σε νομικά πρόσωπα, χωρίς την προηγούμενη γνώμη κάποιου αρμόδιου συλλογικού οργάνου. Η αρχική διάταξη προέβλεπε προηγούμενη γνώμη από την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Το Σχέδιο Νόμου, με όσα εκθέτω παραπάνω, επιβάλλεται να ψηφισθεί το συντομότερο, με τις αναγκαίες συμπληρώσεις. Να υπενθυμίσω ότι σύμφωνα με την απόφαση – πλαίσιο της ΕΕ, το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο θα έπρεπε να είχε ψηφισθεί ώς τις 28/11/2010 και ότι πριν από τις 28/11/2013 θα έπρεπε να είχε γίνει η αξιολόγησή του! Πολύ φοβάμαι ότι μέχρι τότε η ελληνική Πολιτεία ούτε καν θα το έχει νομοθετήσει με δική μας υπαιτιότητα.

Θέλω να πιστεύω ότι ο σχετικός διάλογος στη Βουλή, μετά τις αρνητικές εμπειρίες του πρόσφατου παρελθόντος, θα διεξαχθεί με νηφαλιότητα και ψυχραιμία. Ο λαϊκισμός και η οξύτητα δεν πρέπει να έχουν θέση απ’ όσους πράγματι νοιάζονται για τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δικαιώματα του κάθε ανθρώπου, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, θρησκείας, καταγωγής ή σεξουαλικού προσανατολισμού.

Ο Μιλτιάδης Ηλ. Παπαϊωάννου είναι πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων