Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Αυγή», ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του λαϊκιστικού φαινομένου, ο Ερνέστο Λακλάου, διατυπώνει την πρόταση ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά πρέπει «να αναδειχθεί στα χνάρια του Τσάβες, του κιρχνερισμού, του Μοράλες στη Λατινική Αμερική» όπως λίγο-πολύ επιχειρεί στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο Λακλάου κλείνει τη συνέντευξή του με την ευχή «να πάει ο Μανώλης Γλέζος στον Παρθενώνα και να ανεβάσει την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη». Η συνέντευξη δημοσιεύεται περίπου τις ίδιες ημέρες που βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με άλλους των Ανεξάρτητων Ελλήνων επιχειρούν να εισβάλουν στη φυλασσόμενη από τα ΜΑΤ ΕΡΤ και να αναβιώσουν (με την ανάποδη φορά) σκηνές Πολυτεχνείου. Είναι την ίδια ημέρα που η πρόταση δυσπιστίας δεν θα περάσει στη Βουλή ενώ η έκκληση για παλλαϊκή διαμαρτυρία έξω από τη Βουλή θα βρει ανταπόκριση μόνο σε ένα μικρό ακροατήριο.

Είναι γεγονός ότι χρωστάμε στον Λακλάου τη σημαντική προτροπή τού να εξετάσουμε τον λαϊκισμό έξω από τα συμφραζόμενα της δημαγωγίας και να τον δούμε ως έναν πολύ σύγχρονο λόγο που χρησιμοποιείται συχνά για την πολιτική κινητοποίηση ανόμοιων κοινωνικών ομάδων. Η βασική του θέση ότι ο λαϊκισμός είναι ένα καλούπι μέσα στο οποίο πολλές φορές πρέπει να μπει το αίτημα εκδημοκρατισμού για να πολιτικοποιήσει άτομα και συλλογικότητες που νιώθουν αποκλεισμένα από την πολιτική ή αδιάφορα γι’ αυτήν, παραμένει ενδιαφέρουσα, ειδικά σε μια εποχή που τα «αόρατα» χέρια της αγοράς φαίνεται να κινούν τα νήματα προς απροσδιόριστες κατευθύνσεις για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Σε μεγάλο βαθμό, άλλωστε, η προσέγγισή του περιέγραφε με ακρίβεια την περίπτωση του παπανδρεϊκού λαϊκισμού στην Ελλάδα που άνοιξε το πολιτικό παιχνίδι σε νέα κοινωνικά στρώματα (με ακριβό βέβαια οικονομικό αντίτιμο).

Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι τα συγκεκριμένα σχήματα ανάλυσης του λαϊκισμού αποτελούν τα κατάλληλα στη σημερινή συγκυρία. Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τις τελευταίες ημέρες φανέρωσαν κατ’ αρχήν έναν λαϊκισμό χωρίς χαρισματικό ηγέτη. Η δραματοποίηση από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης γεγονότων όπως οι νεκροί από την έλλειψη θέρμανσης σε συνδυασμό με αστεία υπονοούμενα για το «βάρος» πολιτικού του αντιπάλου σίγουρα δεν ανέδειξαν ιδιαίτερα χαρίσματα. Οι τελευταίες ημέρες επίσης όμως φανέρωσαν έναν οξύμωρο λαϊκισμό χωρίς το βασικό συστατικό του, τον λαό. Ναι μεν υπήρξαν οι γνωστές επικλήσεις στο υποκείμενο του λαού –που μόνο αυτός μπορεί να δώσει εντολή για ακύρωση των Μνημονίων –όμως και για άλλη μια φορά αυτός δεν σχηματοποιήθηκε σε κάτι άλλο από μια εθνική οντότητα που την έχουν βάλει στο μάτι οι δανειστές της. Εκτός του ότι δεν ακούγεται ένα ρητορικό συνώνυμο των «μη προνομιούχων» της δεκαετίας του ’80, ακόμη σημαντικότερο είναι ότι η μεγάλη λαϊκή αγανάκτηση του 2011, που είχε σύμμαχο τότε τον δεξιό λαϊκισμό του Α. Σαμαρά, δεν επαναλαμβάνεται εύκολα. Αλλωστε ένα σημαντικό μέρος της «Πλατείας» τώρα αντιπροσωπεύεται υφολογικά και ιδεολογικά μέσα στη Βουλή.

Ορισμένοι παράγοντες που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν πιο κατατοπιστικά την απουσία του λαού από τον συγκαιρινό λαϊκισμό είναι: Πρώτον, ότι ο τελευταίος έχει κυρίως εθνικιστικά χαρακτηριστικά (τα οποία επιβεβαιώνει στην κατακλείδα της συνέντευξής του και ο Λακλάου) που δεν ταιριάζουν απολύτως με αιτήματα αναζωογόνησης ή διεύρυνσης της δημοκρατικής κουλτούρας και συμμετοχής. Δεύτερον, ότι οι αφορμές που βρίσκει ο σύγχρονος λαϊκισμός για να καλέσει τις πληγείσες κοινωνικές ομάδες από την κρίση για πολιτική κινητοποίηση αντί να εξαλείψει τις μεταξύ τους διαφορές, τις τονίζει. Για ποιον λόγο να επαναστατήσει ο άνεργος «λαός» για την ΕΡΤ που η ίδια η αντιπολίτευση χαρακτήριζε αμαρτωλή και ενώ η κυβέρνηση υπόσχεται να επαναπροσλάβει το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού; Ο νέος λαϊκισμός δεν μπορεί να καλύψει τη διάθεσή του να προστατεύσει ως πεδία αιχμής συγκεκριμένα συμφέροντα που κάθε άλλο παρά μη προνομιούχα εκλαμβάνονται από τη μεγάλη μάζα των πληγέντων και ταπεινωμένων της κρίσης. Τέλος, φαίνεται ότι το λαϊκιστικό ρεπερτόριο που επικρατεί σήμερα αδυνατεί να αντιμετωπίσει θετικά το γενικό μούδιασμα από τη φασιστική και τρομοκρατική απειλή που έγινε απολύτως προφανής τον τελευταίο καιρό. Βάζοντας τα όρια συμμαχιών και ταυτίσεων με βάση τη διάκριση Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο και το ότι «η χούντα δεν τελείωσε το 1973» δύσκολα οι φορείς του σημερινού λαϊκισμού μπορούν να διαμορφώσουν ένα πλειοψηφικό ρεύμα στήριξης και διεύρυνσης της δημοκρατίας.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης