Ποιο είναι το μεγαλύτερο κακό που έκανε στην Ελλάδα η λεγόμενη «τρόικα»; Της χρεώνονται οι πρώτες απολύσεις στον παραδοσιακά απρόσβλητο από κρίσεις και λιτότητες δημόσιο τομέα. Εκείνη μας ανάγκασε να εγκαταλείψουμε μεγαλεπήβολα προγράμματα, όπως αυτό της παλαιάς δημόσιας τηλεόρασης. Εξαιτίας της κλείνουν οργανισμοί, μειώνονται μισθοί και συντάξεις, κατακρημνίζονται οι δημόσιες επιχορηγήσεις προς διάφορους φορείς. Οσο δυσάρεστα κι αν είναι όλα τα παραπάνω, το μεγαλύτερο κακό που μας έκανε η τρόικα είναι άλλο.

Εκείνο που η Ελλάδα χρειάζεται είναι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Δεν έχει ανάγκη να της δώσουν μερικά ψάρια, αλλά να θυμηθεί –και ενίοτε να μάθει από την αρχή –πώς ψαρεύουν. Αυτό, εν προκειμένω, σημαίνει ότι πρέπει να αναμορφώσουμε και, σε κάποιες περιπτώσεις, να επανιδρύσουμε μια σειρά από θεσμούς χωρίς τους οποίους δεν μπορεί να λειτουργήσει μια σύγχρονη δημοκρατία. Δεν χρειαζόμαστε μόνο λογιστές για να μας πουν πόσους φόρους πρέπει να μαζέψουμε, αλλά να καταλάβουμε γιατί είναι καθήκον του πολίτη να πληρώνει τους φόρους του, όπως είναι καθήκον του κράτους να φορολογεί δίκαια και να μην ανέχεται τη φοροδιαφυγή. Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το δικαίωμα από το «κεκτημένο», τον νόμο της δημοκρατίας από τον νόμο του ισχυρού, το δίκιο του εργαζομένου από τα συμφέροντα των συντεχνιών. Χρειαζόμαστε, δηλαδή, ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις με τη συμμετοχή των πολιτών.

Η είσοδος της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια εισήγαγε θεσμούς και διαδικασίες που ήταν ίσως αυτονόητοι στον ευρωπαϊκό πυρήνα, αλλά παρ’ ημίν χωρούσαν πολλή συζήτηση για να γίνουν αποδεκτές από τους πολίτες. Αντί δημόσιας διαβούλευσης, οι ευθυνόφοβες ελληνικές κυβερνήσεις προτιμούσαν να επιστρατεύουν κατά κόρον τον μπαμπούλα της Ευρώπης, ακόμα και στα απλούστερα ζητήματα κοινής λογικής. Γιατί φτιάχνουμε βιολογικούς καθαρισμούς και κλείνουμε χωματερές; Γιατί το απαίτησαν οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών. Γιατί προστατεύουμε βασικά δικαιώματα των πολιτών, ειδικά μειονοτήτων και αδύναμων ομάδων; Γιατί έτσι είπαν οι δικαστές του Στρασβούργου…

Το πρώτο πρόβλημα που προέκυψε από αυτή την τακτική ήταν ο εγκλεισμός της χώρας, ηγετών και πολιτών, σε μία παρατεταμένη πολιτική εφηβεία. Η Ελλάδα προσέγγιζε εισόδημα πλούσιας χώρας, αλλά το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου συνέχισε να θυμίζει συνελεύσεις 15μελούς: οι ευρωπαίοι δάσκαλοι λένε τι να κάνουμε «για το καλό μας» κι εμείς προσπαθούμε να τους ξεγελάσουμε…

Η κοντόφθαλμη στάση των δανειστών μας, τώρα, συμβάλλει στην αναβολή της πολιτικής μας ωρίμασης επ’ αόριστον.

Η κρίση επιδείνωσε το πρόβλημα. Κυβέρνηση και τρόικα επιδίδονται σε διαρκές κρυφτό: οι δανειστές θέτουν στόχους σε συνθήκες εργαστηρίου και οι κυβερνώντες προσπαθούν να σημειώσουν κάποια πρόοδο ώστε να εξασφαλίσουν την επόμενη δόση. Σε αυτή τη διαδικασία οι λογιστές της τρόικας επιμένουν να εστιάζουν όχι στην επίτευξη πραγματικών στόχων, αλλά του κατά προσέγγιση υποκατάστατου που έθεσαν σε ένα φύλλο χαρτί. Ο στόχος όμως δεν μπορεί να είναι, π.χ., οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, αλλά ο εξορθολογισμός του δημόσιου τομέα. Η απόλυση 2.700 υπαλλήλων αδιακρίτως μπορεί να μας φέρνει πιο κοντά σε ένα λειτουργικότερο Δημόσιο, μπορεί και να συντελεί στη διάλυσή του.

Ξεχνάμε ακόμη και βασικούς οικονομικούς κανόνες. Η πώληση ενός περιουσιακού στοιχείου, π.χ., μειώνει το πραγματικό κρατικό χρέος μόνο αν το τίμημα που πληρώνει ο αγοραστής υπερβαίνει την αξία που έχει το αντικείμενο για το κράτος. Αν πουλούσαμε 10 τόνους χρυσού για 10 ευρώ η τρόικα ίσως θα κατέγραφε 10 ευρώ έσοδα για το πρόγραμμα του Μνημονίου, αλλά κάθε λογικός άνθρωπος θα κατέγραφε τη σημαντική απώλεια κρατικής περιουσίας. Η συμβολή των δανειστών μας σε σφάλματα τέτοιου είδους είναι υψηλή, ασχέτως της δεδομένης (λόγω ιδεοληψιών, αγκυλώσεων, διαφθοράς κ.λπ.) αδυναμίας της Ελλάδας να εκμεταλλευθεί τον πλούτο της, ακόμη και όταν οι συνθήκες ήταν προσφορότερες.

Πρέπει κάποιος να πετάει στα σύννεφα για να αρνείται την ανάγκη εξασφάλισης της εκάστοτε δόσης του δανείου που επιβλέπει η τρόικα. Από την άλλη πλευρά, όμως, πρέπει κάποιος να έχει συνηθίσει να σέρνεται στο έδαφος για να μην αντιλαμβάνεται ότι χωρίς ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις η ιστορία που ζούμε θα επαναληφθεί. Παρά τις όποιες προσδοκίες για το αντίθετο, η τρόικα μοιάζει απλώς να βοηθάει να συρθούμε για λίγα μέτρα ακόμα.

Αυτό που χρειαζόμαστε, όμως, είναι στήριξη για να σταθούμε όρθιοι και να αρχίσουμε να βαδίζουμε σταθερά προς τη σωστή κατεύθυνση.

Ο Σωτήρης Γεωργανάς είναι αν. καθηγητής στο City University Λονδίνου και ο Κωνσταντίνος Καλλίρης δικηγόρος και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης