Αγαπώ τα καλοκαίρια για τη ραστώνη τους. Εκείνη την ανεμελιά και τη γλυκιά ύπνωση που σου προσφέρουν τα αυγουστιάτικα μεσημέρια, σκεπασμένος με μια πολύχρωμη πετσέτα, με την καυτή άμμο να σου γαργαλάει τις πατούσες και το μυθιστόρημα μυστηρίου να σε περιμένει με τσακισμένο το φύλλο για τη συνέχεια.

Η αλήθεια είναι ότι είμαι παρατηρητικός τύπος από επαγγελματική διαστροφή.

Ξαπλωμένος στη σεζ λονγκ μου, πίσω από τα μαύρα γυαλιά και εξασφαλίζοντας την ανωνυμία που σου δίνει ο πλατύγυρος παναμάς, παρατηρώ τους συνέλληνες να τσαλαβουτάνε στα ρηχά, να ρεμβάζουν, να τρώνε κεφτεδάκια και να πίνουν τους καφέδες τους. Και αυτό το καλοκαίρι ανακάλυψα ένα μοναδικό σκεύος παραλίας, το οποίο τείνει να γίνει το συνοδευτικό must του ήλιου και της θάλασσας: το ταπεράκι.

Εκείνο το πλαστικό σκεύος που συνόδευε τις εκδρομές μας και η μάνα μου το ξεχείλιζε με κεφτεδάκια και χορτόπιτες. Αυτό λοιπόν το φτωχό ταπεράκι, σε όλα τα χρώματα και τα μεγέθη, έκανε ξανά προσφάτως την εμφάνισή του στις παραλίες της χώρας μας, από Αλεξανδρούπολη μέχρι Κρήτη…

Kαι ο καφές από το σπίτι, είναι το σύνθημα. Το χαρζιλίκι, έτσι λένε το μηνιάτικο (για όσους τυχερούς ακόμη το διαθέτουν), που εξοικονομήθηκε για τις ολιγοήμερες διακοπές, δεν περισσεύει ούτε για το καθιερωμένο φραπόγαλο.

Και αν δεν με απατά η μνήμη μου, η κυρία με τα δύο πιτσιρίκια, την οποία πέρυσι είχα ξαναδεί στην ίδια παραλία, πάλι και εφέτος με το ίδιο μαγιό εμφανίστηκε.

Και οι παρέες με νεολαίους όλο και πιο συχνά την πέφτουν στην άμμο, απλώνοντας απενοχοποιημένα τις πετσέτες τους, αγνοώντας επιδεικτικά την ομπρέλα με τη διπλή ξαπλώστρα και το παλικάρι με τη βερμούδα και τη σαγιονάρα, που περιμένει να εισπράξει το αντίτιμο.

Ετσι προσπαθώ να γυρίσω ξανά το ρολόι 14 καλοκαίρια πριν, πάλι Αύγουστος, πάλι ζέστη, πάλι άμμος, πάλι παιδάκια, πάλι καλλίπυγες νεάνιδες και γραμμωμένοι νεαροί που παίζουν ρακέτες ένα εκατοστό από τη μύτη μου, και ανάμεσα στο ρυθμικό ταπ ταπ της χνουδωτής μπάλας στο κόντρα πλακέ της ρακέτας προσπαθώ να εντοπίσω και να εξηγήσω αυτή την κολοσσιαία μετάπτωση, αυτής της δεκατετραετίας, από την ευφορία στη μελαγχολία…

Γι’ αυτή την ευφορία μιλάω, της παραίσθησης που ζήσαμε νομίζοντας ότι ήμασταν κάτι άλλο απόαυτό που είμαστε. Τότε που η Ελλάδα γνώρισε τις ορεινές διαδρομές με τα 4Χ4, τότε που ανακαλύψαμε την ευεργετική επίδραση της εικοσάλεπτης πρωινής προπόνησης στην ιδιωτική μας πισίνα. Τότε που ένα Σαββατοκύριακο στο Λονδίνο, για να ψωνίσεις κουρτίνες για το καθιστικό, φάνταζε ευκολότερο από το να κατέβεις στο κέντρο και να παρκάρεις στου Χυτήρογλου.

Τότε που το δημόσιο σχολείο ήταν ντεπασέ στα πηγαδάκια των συζητήσεων των κυριών για το πού θα πάει ο κανακάρης τους τον Σεπτέμβρη.

Τότε, εκείνο το τόσο μακρινό τότε, που όλα ήταν μια εικονική πραγματικότητα, την οποία όμως όλοι ζήσαμε ώς το μεδούλι, σαν παίκτες ενός ριάλιτι όπου μόνοι εμείς είμαστε θεατές του εαυτού μας.

Για εκείνη την ευφορία μιλάω, που είχε γίνει η εθνική μας τρέλα και η έννοια της ρευστοποίησης είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, γιατί τότε όλα έπρεπε και όφειλαν να μετατραπούν στο κέρας της Αμάλθειας που λεγόταν «μετοχή».

Τότε που η «πίστη», σε όλο της το μεγαλείο, είχε απογειωθεί τόσο ώστε όλα και όλοι μετατρέπονταν σε ανταλλάξιμους τίτλους: από τις εισφορές των ασφαλιστικών ταμείων μέχρι τη σύνταξη της γιαγιάς, και από την αγροτική παραγωγή της χρονιάς του συμπαθούς κυρ Γιώργη μέχρι τον κουμπαρά του Ταμιευτηρίου που έσπαγαν οι νοικοκυρές για να παίξουν και αυτές σε «μια καλή πληροφορία».

Ολοι είχαμε πιαστεί γαϊτανάκι σε αυτόν τον χορό που οδηγούσε μαθηματικά στον Ζάλογγο, μόνο που κανένας δεν μας προειδοποίησε. Ή, τέλος πάντων, όταν κάποιοι πιο νηφάλιοι επιχείρησαν να σηκώσουν τη φωνή της ψυχραιμίας και του μέτρου…

Εμείς ανοίγαμε τσίτα τα γκάζια στο ράδιο και τραγουδούσαμε ανέμελα «δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη».

Ηταν εκείνο το καλοκαίρι που φτάσαμε στο σημείο να κλείνουν οι φούρνοι στην Κρυσταλλοπηγή για να ανοίξουν γραφεία ΕΛΔΕ, ήταν εκείνο το καλοκαίρι που οι κωδικοί των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο έφταναν στο ενάμισι εκατομμύριο, όταν το δυναμικό του συνόλου των εργαζομένων της χώρας ήταν τεσσεράμισι εκατομμύρια. Ηταν εκείνο το καλοκαίρι που μπήκαν στον χορό του χρηματιστηριακού τζόγου από μικροεταιρείες που τύλιγαν σφολιάτα για τυρόπιτα μέχρι περιοδικά για νεόπλουτους περιφερόμενους.

Εκείνο το καλοκαίρι που 100 δισ. άλλαξαν χέρια και που, φυσικά, έχασαν –ποιοι άλλοι; –οι μικροεπενδυτές.

Και καλά, θα μου πείτε, όλο αυτό το πανηγύρι είχε τις ευλογίες και είχε βραχεί από την αγιαστούρα της επίσημης πολιτείας, της οποίας οι εκπρόσωποι έβγαιναν ανθυπομειδιώντας και δήλωναν: «Η χρηματιστηριακή άνοδος είναι ένα σαφές και καθοριστικό δείγμα της επιτυχίας της οικονομικής μας πολιτικής».

Τώρα, δεκατέσσερα χρόνια μετά τις προσφορές των τραπεζών, τα διακοποδάνεια, τα εορτοδάνεια, τα στεγαστικά δεύτερης και τρίτης κατοικίας, τα δάνεια επέκτασης επιχειρήσεων, τις αγροτικές επιδοτήσεις για να θάψεις την παραγωγή σου· τώρα που το τοπίο απογυμνώθηκε, τώρα που η εργασία από κοινωνικό δικαίωμα έγινε προνόμιο, και μάλιστα απλήρωτο προνόμιο· τώρα που η μονιμότητα έγινε ανέκδοτο, τα μεταπτυχιακά κουρελόχαρτα και τα συσσίτια θεσμός· τώρα που η κατάργηση της εγγύησης καταθέσεων και η κατάσχεση της πρώτης κατοικίας είναι προ των πυλών…

Τώρα είναι ώρα να αναλογιστεί ο καθένας μας τη θέση του στην κοινωνία, έτσι ώστε η ατομική συνείδηση να γίνει κάποια στιγμή συλλογική ευθύνη.

Ο Στέλιος Μάινας είναι ηθοποιός