Το κακό είναι ότι τίποτε δεν μένει πια μεταξύ μας. Στην αρχή χάσαμε την πολυτέλεια να κάνουμε τους λογαριασμούς μας μόνοι μας, να λέμε ότι το έλλειμμα είναι 5% και «όπου να ‘ναι πάει στο 3%». Δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν η ζημιά έγινε εκείνο το βράδυ στις Βρυξέλλες που η Κριστίν Λαγκάρντ κοιτούσε έκπληκτη τον Γιάννη Παπαθανασίου να αναλύει τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας κάνοντας προσθαφαιρέσεις πάνω σε μια χαρτοπετσέτα ή τότε που ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου ομολογούσε την αλήθεια στην πρώτη του συμμετοχή στο Eurogroup κάνοντας τον Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ να σφυρίξει τη λήξη της κοροϊδίας με τη φράση «το παιχνίδι τελείωσε».

Μας πήρε καιρό να καταλάβουμε τη μεγάλη αλλαγή που συντελέστηκε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Δεν αντιληφθήκαμε με την ταχύτητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις ότι δεν ήμασταν πια μια χώρα σε μια γωνιά της Βαλκανικής Χερσονήσου που πουλούσε στους τουρίστες πολύ αρχαίο κλέος, κάμποσο Ζορμπά, άφθονο ήλιο και ωραία νερά. Συνεχίσαμε να πιστεύουμε ότι μια γλώσσα που μιλούσαμε μόνο εμείς ήταν αδύνατο να φτάσει μεταφρασμένη στα αυτιά των άλλων, επαναπαυθήκαμε στη βολή ενός κόσμου περίκλειστου, νομίζαμε ότι εξακολουθούσαμε να ζούμε σε ένα απομονωμένο μέρος που μας επιτρέπει να τσακωνόμαστε, να υποδυόμαστε τους ασυμβίβαστους επαναστάτες, να παριστάνουμε τους μετρ της διαπραγμάτευσης, να βρίζουμε και να λοιδορούμε μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και ενοχλητικές ερωτήσεις. Μεταξύ μας νομίζαμε ότι είμαστε –γιατί να μην πούμε σαν τον λαγό και καμιά βλακεία παραπάνω;

Ο κόσμος αυτός, όμως, έχει τελειώσει. Μπορεί κάποιος να αισθάνεται ότι ζει στην επαρχία μιας αυτοκρατορίας, άλλος ότι έχει παραχωρήσει την εθνική του κυριαρχία, ένας τρίτος ότι είναι πολίτης μιας υπερεθνικής κοινότητας, ο τέταρτος να πλέει στα πελάγη της ευτυχίας του κοσμοπολιτισμού. Οπως και να τοποθετεί κανείς τον εαυτό του στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, η πραγματικότητα είναι ότι η θέση μας στον κόσμο έχει αλλάξει επειδή η κρίση υποχρέωσε την Ευρώπη να αλλάξει. Οι πολίτες της δεν αγαπήθηκαν περισσότερο, αλλά είναι εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον περισσότερο από ποτέ.

Αυτός είναι ο λόγος που οι δηλώσεις και οι πόζες εσωτερικής κατανάλωσης περνούν πλέον τα σύνορα της χώρας. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ρώτησε ο γερμανός δημοσιογράφος της εφημερίδας «FAZ» τον Αλέξη Τσίπρα τι εννοούσε όταν δήλωνε ότι το «ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ υπέστειλαν την ελληνική σημαία και την παρέδωσαν στην Ανγκελα Μέρκελ», γι’ αυτό τον ρώτησε αν φλερτάρει με το «ημιφασιστικό κόμμα» του Καμμένου. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ενοχλήθηκε από τις ερωτήσεις και διέκοψε τη συνέντευξη. Το επιτελείο του προσπάθησε να καλύψει το λάθος με ένα μεγαλύτερο λάθος: κατηγόρησε τον δημοσιογράφο ότι περίπου εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία, έψαχνε τους εχθρούς του κόμματος που υποτίθεται ότι του είχαν υπαγορεύσει τις ερωτήσεις. Η δυσανεξία του ΣΥΡΙΖΑ προς τα μέσα ενημέρωσης, η αντίληψη ότι η κριτική είναι η μάσκα της διαπλοκής πέρασε κι αυτή τα σύνορα.

Αύριο η γερμανική εφημερίδα θα δημοσιεύσει ένα εκτενές ρεπορτάζ με το παρασκήνιο αυτής της συνέντευξης που δεν τελείωσε ποτέ. Και μην πιστέψει κανείς ότι δεν μεταφράζεται στα γερμανικά η «γαλάζια μονταζιέρα».