Τρία περιστατικά θλιβερά παρατηρημένα ανάμεσα σε δυο οικοδομικά τετράγωνα και πραγματοποιημένα σχεδόν μέσα σε μισή ώρα, είναι πάρα πολλά ώστε να αισθανθεί κανείς τον κοινωνικό ιστό μιας πόλης να διαλύεται. Σίγουρα δεν είναι τα μόνα, ενώ δεν αποκλείεται αυτά που αγνοεί κανείς να είναι πολύ χειρότερα και να απλώνονται κατά μήκος και κατά πλάτος ολόκληρης μιας πόλης –στην περίπτωσή μας της Αθήνας.

Δεν έχει σημασία αν οι «πρωταγωνιστές» των τριών περιστατικών δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Η ζημιά που προκαλείται είναι σαν να βρίσκονται σε απόλυτη συνεννόηση και μάλιστα συνωμοτική. Συγκροτούν όλοι μαζί μια ακαταδάμαστη πολιτική παράταξη, ακριβώς γιατί τα ίδια τα περιστατικά «επικοινωνούν» θαυμάσια ανάμεσά τους. Θα τα αναφέρουμε και τα τρία με τη σειρά του ζημιογόνου –κατά τη γνώμη μας –χαρακτήρα τους.

ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ, στο ύψος που διασταυρώνεται με την Αραχώβης, ένα περίπου τρίχρονο αγοράκι κλωτσάει με μανία ένα μαύρο αυτοκίνητο, επαναλαμβάνοντας «εγώ θα το χαλάσω αυτό, θα το χαλάσω». Η μητέρα, αντί να ανατριχιάσει στο άκουσμα της λέξης «θα το χαλάσω», έστω κι αν αδυνατεί να σκεφτεί σήμερα πως, αν συμβεί ο γιος της μεγαλώνοντας ν’ αποκτήσει δύναμη, το ρήμα «χαλάσω» θ’ αφορά πια, υπό κλίμακα, ολόκληρη την ανθρωπότητα, του λέει σχεδόν τρυφερά, χωρίς να μετακινείται ώστε να παρασύρει και το βλαστάρι της: «Μην το κάνεις, αγάπη μου, κι εμφανιστεί κανείς αγριάνθρωπος και μας μαλώσει».

Το πιο εντυπωσιακό, εντυπωσιακότερο ακόμη κι από το ίδιο το περιστατικό, είναι ότι η μητέρα με το ρήμα «μαλώσει» έδειχνε να μοιράζεται τις ευθύνες ασφαλώς για να μην τραυματιστεί και νιώσει τύψεις ο γιος της. Με λίγα λόγια, ότι θα μπορούσε να είναι η ίδια που έχει κάνει καθ’ ολοκληρίαν την πράξη αυτή, δηλαδή να έχει κλωτσήσει το αυτοκίνητο.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ περιστατικό γίνεται ακριβώς στη συμβολή της Σίνα με τη Σκουφά. Ενας άντρας και μια γυναίκα έχουν παρατήσει τα αυτοκίνητά τους στη μέση των δρόμων και κυριολεκτικά έχουν έρθει στα χέρια, βρίζοντας και προσπαθώντας να χαστουκίσει ο ένας τον άλλον. Το χειρότερο όμως δεν είναι που τσακώνονται ένας άντρας με μια γυναίκα. Είναι οι οκτώ περαστικοί που έχουν μαρμαρώσει στα πεζοδρόμια και παρακολουθούν το «θέαμα», ενώ είναι βέβαιο από τον τρόπο που παρακολουθούν πως θα εύχονται τη χειρότερη έκβαση.

Αν συνέβαινε δηλαδή οι δυο διαπληκτιζόμενοι να δώσουν τα χέρια κι αφού παρκάρανε τα αυτοκίνητά τους πηγαίνανε στη γειτονική καφετέρια για να συζητήσουν, πίνοντας ένας αναψυκτικό, η απογοήτευση των περαστικών θα ήταν τεράστια.

ΤΟ ΤΡΙΤΟ περιστατικό έχει να κάνει με έναν άντρα γύρω στα σαράντα του χρόνια που κάνει «διάδρομο» και τον βλέπει κανείς πίσω από την τζαμαρία ενός γυμναστηρίου. Μιλάει στο κινητό του –τρέχοντας και όχι περπατώντας πάνω στον διάδρομο –μ’ ένα ύφος τόσο πολυάσχολο ώστε θα συμπέραινες ότι η ανθρωπότητα θα έμενε μετέωρη σε περίπτωση που ο σαραντάχρονος δεν συνδύαζε τη φροντίδα για τον εαυτό του με τις αποφάσεις που πρέπει να πάρει για τους άλλους.

Επειδή τα περιστατικά αυτά γίνονται το πρωί, γύρω στις 10, αναρωτιέται κανείς: όλοι αυτοί έχουν ζήσει μέσα στα σπίτια τους, το βράδυ της προηγουμένης, τόσο δυστυχισμένοι ώστε να τους χρειάζονται οι δρόμοι και η πόλη ως θέατρο προκειμένου να εκφράσουν τον χειρότερό τους εαυτό;