Οι πολιτικές επενδύσεις στην προσωρινή διαταγή του Συμβουλίου της Επικρατείας και η αναγωγή του πολιτικού προβλήματος σε ζήτημα ερμηνείας της μεγεθύνουν το πρόβλημα και δεν δίνουν διέξοδο στην κρίση. Είναι προφανές ότι, σύμφωνα με τη διαταγή –δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά -, δόθηκε μια λύση ισορροπίας που μεταθέτει την ευθύνη στους συναρμόδιους υπουργούς, οι οποίοι πρέπει να λάβουν οργανωτικά μέτρα για τη μετάδοση εκπομπών με το υπάρχον προσωπικό, απολυμένο(;) και εξοργισμένο, και τον κόσμο μουδιασμένο και αμήχανο. Το ΣτΕ αποφάνθηκε το αυτονόητο, ότι δηλαδή πρέπει να ενεργοποιηθούν οι συχνότητες της ΕΡΤ ΑΕ και ότι δεν θα μπορούσε να υποδείξει τον φορέα, το προσωπικό, τον χρόνο και τον τρόπο λειτουργίας καναλιών και ραδιοφώνων. Νέο διοικητικό σχήμα που να οργανώσει τη δημόσια ενημέρωση σε σύντομο χρόνο, χωρίς να αξιοποιήσει τις υποδομές και κυρίως το προσωπικό της ΕΡΤ, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς. Αρα, επανερχόμαστε, υπό δυσμενέστερους όρους, στο σημείο όπου ξεκινήσαμε με το πρόβλημα ανοιχτό, και με το ρήγμα ανοιχτό μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων.

Ωστόσο, η κατάσταση στη δημόσια τηλεόραση, με τα θετικά και τα αρνητικά της, θα μπορούσε να διαιωνίζεται, καθώς διευκόλυνε τους διαχειριστές του συστήματος δημόσιας ενημέρωσης (κόμματα, εργαζόμενοι, προμηθευτές) υπό τον όρο της απρόσκοπτης χρηματοδότησης και της αγνόησης των απαιτήσεων του κοινού. Η ανάγκη για αλλαγή θα ήταν επιβεβλημένη, ανεξαρτήτως Μνημονίου και οικονομικής κρίσης, αν ο σεβασμός του δημόσιου αγαθού της ενημέρωσης και του δημόσιου χρήματος αποτελούσε προτεραιότητα των πολιτικών ηγεσιών. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, και στον βαθμό που δεν έχουμε μηχανισμούς εσωτερικής ανανέωσης και διόρθωσης των προβλημάτων, οι αλλαγές θα μας επιβάλλονται εξωγενώς, υπό χρονική πίεση και βίαια.

Η συμφωνημένη από διετίας αναδιάρθρωση της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης, οι αλλεπάλληλες, πλην αποτυχημένες, προσπάθειες συμμαζέματος της κατάστασης από την πλευρά των προηγούμενων κυβερνήσεων, τα φαινόμενα διαφθοράς, όπως πιστοποιούνται από την παρέμβαση του εισαγγελέα και από τις εκθέσεις των επιθεωρητών δημόσιας διοίκησης, συνθέτουν ένα σκηνικό διάχυτης παραβατικότητας, μικρών επιδόσεων, αναποτελεσματικότητας και κακοδιαχείρισης του δημόσιου χρήματος.

Η άλλη όψη της κατάστασης συγκροτείται από έναν δημόσιο φορέα που διαχειρίζεται ύψιστα δημόσια αγαθά, όπως είναι η ενημέρωση, η εκπαίδευση και η ψυχαγωγία, τα οποία οφείλει να παρέχει με τρόπο αντικειμενικό, διαφανή και ποιοτικό στον μέγιστο δυνατό βαθμό, κάτι που επιτυγχάνει μερικώς με βάση την αυταπάρνηση, την εργατικότητα και το μεράκι μειοψηφιών. Επομένως, η κατάσταση απαιτούσε αλλαγή, κάτι με το οποίο τώρα όλοι, υποκριτικά, συμφωνούν.

Η επιλογή του Πρωθυπουργού να καταργήσει τον φορέα και να διακόψει τη μετάδοση των εκπομπών σε τηλεόραση και ραδιόφωνο θα ήταν δείγμα πολιτικού θάρρους –και όχι μέγιστη πολιτική επιπολαιότητα με την οποία ρισκάρει περισσότερα από όσα κερδίζει η χώρα –αν είχε προεκτιμήσει το μέγεθος και την ένταση των αντιδράσεων, αν είχε επιτύχει τη συναίνεση των δύο κυβερνητικών εταίρων και, κυρίως, αν είχε επεξεργαστεί όχι μόνο το σχέδιο ενός νέου φορέα, αλλά και την ομαλή και άμεση μετάβαση από την παλιά κατάσταση στη νέα, διασφαλίζοντας τις αναγκαίες πολιτικές, νομικές και τεχνικές προδιαγραφές. Από ό,τι φάνηκε, και τα τρία αυτά στοιχεία απουσίαζαν, με συνέπεια να αναζητείται άλλοθι πολιτικών συμβιβασμών επενδυμένων με νομικό μανδύα.

Μελαγχολικές σκέψεις για το πολιτικό σύστημα προκαλούν οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση όταν διστάζουν μπροστά στο μέγεθος των πολιτικών συνεπειών που παρήγαγε ο επιθετικός βολονταρισμός του Πρωθυπουργού σε συνδυασμό με τη μεταρρυθμιστική αδράνεια και την πολιτική αναποφασιστικότητα ΔΗΜΑΡ και ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη, απογοήτευση γεννάει και η στάση της μείζονος αντιπολίτευσης που υιοθετεί γενικόλογες καταγγελίες περί αυταρχισμού, ξεχνώντας ότι και χωρίς τον αυταρχισμό τα προβλήματα της δημόσιας τηλεόρασης θα παρέμεναν σοβαρά και επείγοντα. Βέβαια είναι θετικό ότι, έστω και με αυτόν τον πολιτικά ανεύθυνο τρόπο, ήλθαμε αντιμέτωποι με όλες τις εγγενείς αντιφάσεις του δημόσιου φορέα ενημέρωσης και υποχρεούμαστε να δώσουμε λύσεις τώρα και όχι στο μέλλον.

Αν αναζητήσει κανείς κάτι το θετικό σε αυτές τις εξελίξεις, είναι η ελπίδα ότι θα αρχίσει ένα νέο ξεκίνημα όχι μόνο για τη δημόσια τηλεόραση αλλά για το σύνολο των τηλεοπτικών σταθμών και θα σταματήσει επιτέλους το νοσηρό καθεστώς της λειτουργίας των ιδιωτικών σταθμών με προσωρινές άδειες για πάνω από είκοσι χρόνια. Είναι και αυτή μια παθογένεια που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, ώστε ο καθένας να βρει τη σωστή του θέση (ιδιώτες και δημόσιοι φορείς) προς χάριν της ενημέρωσης και, εντέλει, της δημοκρατίας.

Ο Παναγιώτης Μαντζούφας είναι επίκουρος καθηγητής Νομικής στο ΑΠΘ